“Ο άνθρωπος περπατούσε σ’ εκείνα τα σοκάκια της επαρχιακής πόλης. Είχε χρόνο, και γι’ αυτό κοντοστεκόταν για λίγο μπροστά σε κάθε βιτρίνα, σε κάθε κατάστημα, σε κάθε πλατεία.
Στρίβοντας σε μια γωνία βρέθηκε άξαφνα μπροστά σε ένα ταπεινό κατάστημα που η ταμπέλα του ήταν λευκή. Περίεργος, πλησίασε στη βιτρίνα και κόλλησε το πρόσωπο στο κρύσταλλο για να καταφέρει να δει μέσα στο σκοτάδι… Το μόνο που φαινόταν ήταν ένα αναλόγιο μ’ ένα χειρόγραφο καρτελάκι που έγραφε:
“Το μαγαζί της αλήθειας”
Ο άνθρωπος έμεινε έκπληκτος. Σκέφτηκε ότι, αν και διέθετε ανεπτυγμένη φαντασία, του ήταν αδύνατον να φανταστεί τι μπορεί να πουλούσαν.
Μπήκε.
Πλησίασε την κοπέλα που στεκόταν στον πρώτο πάγκο και τη ρώτησε:
“Συγνώμη. Είναι αυτό το μαγαζί της αλήθειας;”
“Μάλιστα κύριε. Τι λογής αλήθεια πουλάτε; Αλήθεια μερική, αλήθεια σχετική, αλήθεια στατιστική, πλήρη αλήθεια;”
Ώστε, λοιπόν, πουλούσαν αλήθεια. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Να πηγαίνεις σ’ ένα μέρος και να παίρνεις την αλήθεια, ήταν υπέροχο.
“Θέλω πλήρη αλήθεια”, αποκρίθηκε ο άνθρωπος χωρίς ταλάντευση.
“Είμαι τόσο απαυδισμένος από τα ψέματα και τις πλαστογραφίες”, σκέφτηκε. “Δε θέλω γενικεύσεις, ούτε δικαιολογίες, δεν θέλω απάτες ούτε κοροϊδίες”.
“Απόλυτη αλήθεια!”, διόρθωσε.
“Μάλιστα, κύριε. Ακολουθήστε με”.
Η κοπέλα συνόδευσε τον πελάτη σ’ ένα άλλο μέρος του καταστήματος και δείχνοντας έναν πωλητή με αυστηρό ύφος, είπε:
“Ο κύριος θα σας εξυπηρετήσει”.
Ο πωλητής πλησίασε και περίμενε τον πελάτη να μιλήσει.
“Ήρθα να αγοράσω την απόλυτη αλήθεια”.
“Αχά. Συγνώμη, αλλά γνωρίζετε την τιμή;”
“Όχι, πόσο κοστίζει;” αποκρίθηκε τυπικά. Στην πραγματικότητα ήξερε ότι θα πλήρωνε όσο όσο για να έχει όλη την αλήθεια.
“Για όλη την αλήθεια” είπε ο πωλητής, “το αντίτιμο είναι ότι ποτέ πια δεν θα έχετε την ησυχία σας”.
Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη του ανθρώπου. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι το κόστος θα ήταν τόσο υψηλό.
“Ευ- ευχαριστώ… Συγνώμη…” ψέλλισε.
Έκανε μεταβολή και βγήκε από το κατάστημα κοιτώντας το έδαφος.
Ένιωσε λίγο θλιμμένος όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένος για την απόλυτη αλήθεια, ότι ακόμα χρειαζόταν ορισμένα ψέματα για να βρίσκει ανάπαυση, ορισμένους μύθους και εξιδανικεύσεις για να καταφεύγει, ότι ήθελε κάποιες δικαιολογίες για να μην αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εαυτό…
«Ίσως αργότερα”, σκέφτηκε»
(απόσπασμα από το “Να σου πω μια ιστορία” του Χόρχε Μπουκάι).
Πηγή: