Μετά τη μνημονιακή του στροφή, ο ΣΥΡΙΖΑ κατά μία έννοια κατέλαβε τον ρόλο της ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και, μάλιστα, υπό πλεονεκτικότερους όρους, αφού, ως εκ της θέσεώς του, παρείχε πια αριστερή νομιμοποίηση στο επιχείρημα ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος για την Ελλάδα.
Συγχρόνως, με την έμπρακτη διαβεβαίωση ότι δεν θα αγγίξει το παλαιό καθεστώς (της δυναστικής κομματοκρατίας), έθεσε το αντίπαλο κομματικό στρατόπεδο στο περιθώριο των δυνάμεων που καθορίζουν τα πράγματα στη χώρα.
Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 επιβεβαίωσαν, για μια ακόμη φορά, την
απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος. Υπό το πρίσμα αυτό, η
καταγραφή του Ευρωβαρόμετρου ότι η ελληνική κοινωνία απορρίπτει συνολικά
(σε ποσοστό 92%) το πολιτικό-κομματικό σύστημα, αποκτά σημαίνουσα
σημασία.
Με σχεδόν το 50% του εκλογικού σώματος να αρνείται να προσέλθει στις κάλπες ή να ψηφίζει λευκό, άκυρο και αντισυμβατικά ή περιθωριακά κομματικά μορφώματα, διαπιστώνεται επίσης μια προφανής δυσαρμονία μεταξύ της βούλησης της κοινωνίας των πολιτών και της Βουλής. Δυσαρμονία, η οποία θα εκδηλωθεί στην αμέσως επόμενη περίοδο με το στρίμωγμα της κοινωνίας ανάμεσα στη Σκύλα του δυναστικού κράτους και στη Χάρυβδη της εντελλόμενης λογιστικής της τρόικας.
Στο μέτρο που ο ΣΥΡΙΖΑ εισπήδησε στον χώρο της ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, οι δυνάμεις αυτές, βεβαρημένες με τις πολιτικές τους επιλογές που οδήγησαν στην κρίση, βάθυναν και παρέτειναν τη διάρκειά της, δυσκολεύονται να ανακτήσουν την ταυτότητά τους και να αποτελέσουν έναν πειστικό εναλλακτικό πολιτικό σχηματισμό εξουσίας. Υπό την έννοια αυτή, ο Τσίπρας επιβιώνει ως μεγάλος παίχτης στην ελληνική πολιτική σκηνή, εγγυητής, αφενός του ουσιώδους του καθεστώτος της ολιγαρχικής κομματοκρατίας, αφετέρου ο εκλεκτός όσο και αναγκαστικός συνομιλητής της τρόικας.
Το έλλειμμα νομιμοποίησης στην κοινωνία, δεν αισθάνεται ότι τον αφορά άμεσα, αφού αντισταθμίζεται κατά τον παραδοσιακό τρόπο με την εισαγωγή συμπληρωματικής στήριξης από τον ξένο παράγοντα. Η συμφωνία αυτή στο πρόσωπο Τσίπρα, υπόσχεται εντέλει τη διατήρηση αλώβητου του πολιτικού συστήματος, που εγγυάται μεν την “λογιστική” προσήνεια της χώρας στη στρατηγική του μνημονίου, ενοχοποιείται όμως ως υπαίτιο της εισόδου της χώρας στην κρίση και της μακροημέρευσής της.
Κατά τούτο, η περίπλοκη αυτή εξίσωση δεν απαντά στο ερώτημα της θεραπείας της ελληνικής κακοδαιμονίας, στο γεγονός ότι η κρίση που διανύει η χώρα αποτελεί εκδήλωση μιας διαρκούς κρίσης που μαστίζει την ελληνική κοινωνία, από τη στιγμή που εισήλθε στο κράτος-έθνος και κατατρώγει τις σάρκες της. Εν κατακλείδι, από όποια πλευρά και αν προσεγγίσουμε το ελληνικό πρόβλημα καταλήγουμε ότι είναι βαθιά πολιτικό.
Αποτελεί απόρροια της ασυμβατότητας του πολιτικού συστήματος με το ανθρωποκεντρικό ανάπτυγμα της κοινωνίας των πολιτών. Ασυμβατότητα που προκαλεί σημαίνουσες δυσμορφίες στην πολιτική συμπεριφορά του πολίτη και σε μια αθεράπευτη δυσπλασία του σύνολου κράτους. Την οποία στη συνέχεια μετακυλύει σε όλες τις επιμέρους περιοχές της κοινωνικο-οικονομικής, πολιτισμικής και πολιτικής ζωής.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία αναίρεσε και την τελευταία ψευδαίσθηση που εκαλλιεργείτο από κύκλους της Αριστεράς ότι το ελληνικό πρόβλημα οφειλόταν στις δυνάμεις του παλαιού καθεστώτος (του δικομματισμού), που άσκησαν διαχρονικά τη διακυβέρνηση της χώρας. Το επιχείρημα “Πρώτη φορά Αριστερά” που προέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ με την άνοδο στην εξουσία, κατέρρευσε εν τη γενέσει του.
Πρόκειται, εντέλει, για μια πολυσήμαντη εκτροπή του ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο ενόσω δεν συνεκτιμά την αιτία της, θα αδυνατεί να εναρμονισθεί με το μέλλον του κόσμου που έρχεται. Και ενόσω δεν εναρμονίζεται τόσο θα συσσωρεύει καταστροφές στον ελληνικό κόσμο.
Κατά τούτο, η κρίση της ελληνικής κοινωνίας προόρισται να διαρκέσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε βάθος χρόνου, με άγνωστες, αλλά πάντως, αρνητικές συνέπειες για τη χώρα.
Αναφέρομαι σε ένα βάθος χρόνου, που η διάρκειά του θα συναρτηθεί με τις γενικότερες εξελίξεις στον σύγχρονο κόσμο, δηλαδή με τη δυναμική της μετάβασης των κοινωνιών του στο μέλλον. Η συνάρμοση ακριβώς αυτή, των κοινωνιών της δυτικής πρωτοπορίας, με το αντιπροσωπευτικό πρόσημο της Πολιτείας, η μεταβολή τους από την πολιτισμική οντότητα του «λαού» σε κοινωνία των πολιτών και εντέλει σε θεσμό της Πολιτείας, θα συμπαρασύρει την ελληνική κοινωνία στην εκ νέου συνάντησή της με το ιστορικό πολιτειακό της πρόσημο, που βίωνε έως την είσοδό της στο απολυταρχικό και στη συνέχεια πολιτικά κυρίαρχο κράτος.
Με σχεδόν το 50% του εκλογικού σώματος να αρνείται να προσέλθει στις κάλπες ή να ψηφίζει λευκό, άκυρο και αντισυμβατικά ή περιθωριακά κομματικά μορφώματα, διαπιστώνεται επίσης μια προφανής δυσαρμονία μεταξύ της βούλησης της κοινωνίας των πολιτών και της Βουλής. Δυσαρμονία, η οποία θα εκδηλωθεί στην αμέσως επόμενη περίοδο με το στρίμωγμα της κοινωνίας ανάμεσα στη Σκύλα του δυναστικού κράτους και στη Χάρυβδη της εντελλόμενης λογιστικής της τρόικας.
Στο μέτρο που ο ΣΥΡΙΖΑ εισπήδησε στον χώρο της ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, οι δυνάμεις αυτές, βεβαρημένες με τις πολιτικές τους επιλογές που οδήγησαν στην κρίση, βάθυναν και παρέτειναν τη διάρκειά της, δυσκολεύονται να ανακτήσουν την ταυτότητά τους και να αποτελέσουν έναν πειστικό εναλλακτικό πολιτικό σχηματισμό εξουσίας. Υπό την έννοια αυτή, ο Τσίπρας επιβιώνει ως μεγάλος παίχτης στην ελληνική πολιτική σκηνή, εγγυητής, αφενός του ουσιώδους του καθεστώτος της ολιγαρχικής κομματοκρατίας, αφετέρου ο εκλεκτός όσο και αναγκαστικός συνομιλητής της τρόικας.
Το έλλειμμα νομιμοποίησης στην κοινωνία, δεν αισθάνεται ότι τον αφορά άμεσα, αφού αντισταθμίζεται κατά τον παραδοσιακό τρόπο με την εισαγωγή συμπληρωματικής στήριξης από τον ξένο παράγοντα. Η συμφωνία αυτή στο πρόσωπο Τσίπρα, υπόσχεται εντέλει τη διατήρηση αλώβητου του πολιτικού συστήματος, που εγγυάται μεν την “λογιστική” προσήνεια της χώρας στη στρατηγική του μνημονίου, ενοχοποιείται όμως ως υπαίτιο της εισόδου της χώρας στην κρίση και της μακροημέρευσής της.
Κατά τούτο, η περίπλοκη αυτή εξίσωση δεν απαντά στο ερώτημα της θεραπείας της ελληνικής κακοδαιμονίας, στο γεγονός ότι η κρίση που διανύει η χώρα αποτελεί εκδήλωση μιας διαρκούς κρίσης που μαστίζει την ελληνική κοινωνία, από τη στιγμή που εισήλθε στο κράτος-έθνος και κατατρώγει τις σάρκες της. Εν κατακλείδι, από όποια πλευρά και αν προσεγγίσουμε το ελληνικό πρόβλημα καταλήγουμε ότι είναι βαθιά πολιτικό.
Αποτελεί απόρροια της ασυμβατότητας του πολιτικού συστήματος με το ανθρωποκεντρικό ανάπτυγμα της κοινωνίας των πολιτών. Ασυμβατότητα που προκαλεί σημαίνουσες δυσμορφίες στην πολιτική συμπεριφορά του πολίτη και σε μια αθεράπευτη δυσπλασία του σύνολου κράτους. Την οποία στη συνέχεια μετακυλύει σε όλες τις επιμέρους περιοχές της κοινωνικο-οικονομικής, πολιτισμικής και πολιτικής ζωής.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία αναίρεσε και την τελευταία ψευδαίσθηση που εκαλλιεργείτο από κύκλους της Αριστεράς ότι το ελληνικό πρόβλημα οφειλόταν στις δυνάμεις του παλαιού καθεστώτος (του δικομματισμού), που άσκησαν διαχρονικά τη διακυβέρνηση της χώρας. Το επιχείρημα “Πρώτη φορά Αριστερά” που προέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ με την άνοδο στην εξουσία, κατέρρευσε εν τη γενέσει του.
Οργανικό μέρος του προβλήματος
Κατέδειξε, πέραν από κάθε αμφιβολία, ότι ο ίδιος, ως Αριστερά, αποτελεί οργανικό μέρος του ελληνικού προβλήματος, ότι δηλαδή η ελληνική κρίση είναι προεχόντως πολιτική. Ότι, πιο συγκεκριμένα, η ελληνική κρίση είναι το αποτέλεσμα όχι μόνο της αναντιστοιχίας του νεοτερικού προ-αντιπροσωπευτικού κράτους με το πολιτικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά, και του, ως εκ τούτου, εκφυλισμού του σε μια πνιγηρή ολιγαρχική κομματοκρατία.Πρόκειται, εντέλει, για μια πολυσήμαντη εκτροπή του ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο ενόσω δεν συνεκτιμά την αιτία της, θα αδυνατεί να εναρμονισθεί με το μέλλον του κόσμου που έρχεται. Και ενόσω δεν εναρμονίζεται τόσο θα συσσωρεύει καταστροφές στον ελληνικό κόσμο.
Κατά τούτο, η κρίση της ελληνικής κοινωνίας προόρισται να διαρκέσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε βάθος χρόνου, με άγνωστες, αλλά πάντως, αρνητικές συνέπειες για τη χώρα.
Αναφέρομαι σε ένα βάθος χρόνου, που η διάρκειά του θα συναρτηθεί με τις γενικότερες εξελίξεις στον σύγχρονο κόσμο, δηλαδή με τη δυναμική της μετάβασης των κοινωνιών του στο μέλλον. Η συνάρμοση ακριβώς αυτή, των κοινωνιών της δυτικής πρωτοπορίας, με το αντιπροσωπευτικό πρόσημο της Πολιτείας, η μεταβολή τους από την πολιτισμική οντότητα του «λαού» σε κοινωνία των πολιτών και εντέλει σε θεσμό της Πολιτείας, θα συμπαρασύρει την ελληνική κοινωνία στην εκ νέου συνάντησή της με το ιστορικό πολιτειακό της πρόσημο, που βίωνε έως την είσοδό της στο απολυταρχικό και στη συνέχεια πολιτικά κυρίαρχο κράτος.
Πηγή: