Το αίτημα για ισότητα την περίοδο αυτή διευρύνθηκε σε μια μεγαλύτερη γκάμα δικαιωμάτων –πολιτικών, αστικών και κοινωνικών. Σ’ αυτή τη διαδικασία οι μορφές που έλαβαν τα αιτήματα για τη διεύρυνση των δικαιωμάτων ήταν πολυποίκιλες. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βρέθηκαν αντιμέτωπες με αυτό που ονομάστηκε «επανάσταση αναδυομένων δικαιωμάτων».
Όμως, εκείνο που πραγματικά χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη περίοδο είναι ότι οι διεκδικήσεις των δικαιωμάτων προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές ομάδες. Δεν διεκδικούσαν μόνον οι μειονεκτούντες, οι φτωχοί, οι ανήμποροι. Όλοι διεκδικούσαν. Με τον τρόπο αυτό, όμως, στερείται θεμελίου το διαχρονικά ενυπάρχον ηθικό περιεχόμενο του αιτήματος της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτή ασκείται ή θα έπρεπε να ασκείται μόνο επιλεκτικά, με την καθιέρωση κριτηρίων καθορισμού των δικαιούχων.
Το γεγονός ότι διεκδικούν όλοι νομιμοποιείται από το ότι κάθε άτομο επιδιώκει τη μεγιστοποίηση της οικονομικής ευημερίας του. Αυτό αποτελεί βάση της όλης θέσμισης που διέπει την κοινωνική λειτουργία. Κανένας δεν μπορεί να αποτρέψει ένα άτομο από το να επιχειρεί να αποσπάσει όλο και μεγαλύτερο μερίδιο (οποιασδήποτε μορφής: απολαβές, παροχές κτλ) από το Κοινωνικό Κράτος, το οποίο έχει αναλάβει την κατανεμητική διαδικασία.
Τα οικονομικά της ευημερίας
Ο φιλελεύθερος ατομικισμός εξακολουθεί να είναι κυρίαρχος και στην οικονομική του διάσταση. Θεωρητικά περιγράφεται από τα «οικονομικά της ευημερίας» και συγκεκριμένα από τα δύο θεμελιώδη θεωρήματα του Pareto. Είναι γνωστό ότι τα «οικονομικά της ευημερίας» είναι ο κλάδος της οικονομίας που ασχολείται με δεοντολογικά ζητήματα.Κεντρικός στόχος των οικονομικών της ευημερίας είναι να παράσχει ένα πλαίσιο, εντός του οποίου μπορούν συστηματικά να αξιολογούνται οι οικονομικές δραστηριότητες ως προς την αποτελεσματικότητα και την δικαιοσύνη-ισότητα (εκφραζόμενη ως κατανομή του εισοδήματος) σε μια ανταγωνιστική (καπιταλιστική) οικονομία. Τα οικονομικά της ευημερίας συλλαμβάνουν εννοιολογικά ως αντίστροφες τις σχέσεις αποτελεσματικότητα-ισότητα.
Ουσιαστικά, η αποτελεσματικότητα εμπεριέχει την ισότητα, δεδομένου ότι η άριστη επίτευξη της αποτελεσματικότητας αποτελεί το μοναδικό στόχο της οικονομικής δράσης. Κάθε παρέκκλιση από την αποτελεσματική χρήση των πόρων μας οδηγεί σε καταστάσεις ανισορροπίας, άρα σε μη αποτελεσματική θέση.
Τα θεωρήματα του Pareto
Το πρώτο θεώρημα του Pareto υποστηρίζει ότι υπό συγκεκριμένους όρους, οι ανταγωνιστικές αγορές οδηγούν σε μια κατανομή πόρων, η οποία έχει την εξής ιδιότητα: δεν υπάρχει άλλη κατανομή που θα βελτιώνει τη θέση ενός ατόμου χωρίς την ίδια στιγμή να χειροτερεύει τη θέση κάποιου άλλου. Όμως, το να είναι η οικονομία αποτελεσματική (κατά Pareto) προσδιορίζει και μια συγκεκριμένη κατανομή του εισοδήματος, για την οποία το θεώρημα δεν μπορεί να μας πει τίποτε.Το δεύτερο θεώρημα του Pareto υποστηρίζει ότι αν δεν είναι αρεστή η διανομή του εισοδήματος που προκαλείται από την ανταγωνιστική αγορά, αυτό που χρειάζεται να γίνει είναι η αναδιανομή του αρχικού πλούτου. Αν συμβεί αυτό, η ανταγωνιστική αγορά θα οδηγήσει σε μια νέα κατανομή του εισοδήματος.
Το πεδίο εντός του οποίου μπορεί να κινηθεί η κρατική παρέμβαση καθορίζεται από τα δύο θεωρήματα ευημερίας του Pareto. Ως εκ τούτου, απαιτείται να συνάδει πρωταρχικά με το κριτήριο της αποτελεσματικότητας. Ο σκοπός της κρατικής παρέμβασης είναι η άρση των όποιων εμποδίων εμφανίζονται για τη σωστή και απρόσκοπτη λειτουργία της καπιταλιστικής αγοράς.
Κριτήριο αποτελεσματικότητας και κρατική παρέμβαση
Η κρατική παρέμβαση συνίσταται στην εξουδετέρωση των προβλημάτων ανεπάρκειας της αγοράς, τα οποία μπορούν να προέλθουν από διάφορες αιτίες: από αποτυχία του ανταγωνισμού, από δημιουργία μονοπωλίων, από ανάγκη δημοσίων αγαθών, από επιβαρύνσεις, από αρνητικές εξωτερικές οικονομίες κλίμακος και από μακροοικονομικές ανισορροπίες.Εκτός των παραπάνω περιπτώσεων (ακόμα και αν η οικονομία ήταν αποτελεσματική κατά Pareto), υπάρχουν ακόμα δύο επιχειρήματα υπέρ της κρατικής παρέμβασης. Το πρώτο αφορά στην αναδιανομή του εισοδήματος. Το δεύτερο αφορά στην παροχή των λεγόμενων κοινωνικών αγαθών (π.χ. η υποχρεωτική στοιχειώδης εκπαίδευση).
Εκείνο που μας ενδιαφέρει πρωτίστως είναι ότι το κριτήριο της αποτελεσματικότητας (κατά Pareto) είναι απολύτως ατομιστικό. Πρώτον, ενδιαφέρεται μόνο για την ευημερία του κάθε ατόμου και όχι για τη σχετική ευημερία διαφορετικών ατόμων. Δεν ασχολείται με την ανισότητα. Δεύτερον, απηχεί ολοκληρωτικά την αντίληψη περί κυριαρχίας του καταναλωτή, σύμφωνα με την οποία το κάθε άτομο είναι υπεύθυνο για τον καθορισμό των αναγκών και επιθυμιών του.
Όμηρος του φιλελεύθερου ατομοκεντρισμού
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, το κριτήριο του Pareto για την αποτελεσματικότητα συνάδει απολύτως με τη φιλελεύθερη αντίληψη της οικονομίας. Ως εκ τούτου, είναι σε πλήρη συμφωνία με το φιλελεύθερο ατομοκεντρικό Κράτος Δικαίου που αποτελεί τη βάση του δικαιϊκού καθεστώτος των δυτικών δημοκρατιών.Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι η προσπάθεια δημιουργίας ενός κοινωνικού κριτηρίου ως έκφραση της βούλησης της κοινωνίας (η Συνάρτηση Κοινωνικής Ευημερίας) δεν μπόρεσε να στεφθεί με επιτυχία, διότι στηρίχθηκε στην προσπάθεια απλής άθροισης των ατομικών επιλογών. Στην αντίληψη αυτή, η κοινωνία αποτελεί το άθροισμα των ατόμων που την απαρτίζουν.
Οι προσπάθειες της σοσιαλδημοκρατικής σκέψης να δημιουργήσει, εντός του συστήματος, διαφορετικές θεωρήσεις στο οικονομικό επίπεδο της ευημερίας απέτυχαν. Προσέκρουαν πάντοτε στην εμμένουσα αντίληψη περί αποδοτικότητας, όπως αυτή καθοριζόταν από τη συμβατική οικονομική θεωρία. Το αποτέλεσμα ήταν όχι μόνο να μην μπορέσει να παραχθεί μια εναλλακτική οικονομική θεώρηση, αλλά στην πρώτη επικίνδυνη στροφή να κατακρημνισθεί στο βάραθρο του νεοφιλελευθερισμού.
Πηγή: