Ολιγαρχική αντίληψη η ενοχοποίηση της κοινωνίας...

Η στρατηγική του μνημονίου και οι εφαρμογές του συνομολογούν ότι δεν ευσταθεί το βασικό επιχείρημα πως απέβλεπε στην εξισορρόπηση του επιπέδου ζωής της ελληνικής κοινωνίας («οι Έλληνες ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους«) με τις συνθήκες της πραγματικής οικονομίας. 

 
Όντως, δεν είναι αληθές ότι οι Έλληνες ζούσαν με δανεικά. Είναι αληθές, ωστόσο, ότι επιχειρήθηκε η ενοχοποίηση της κοινωνίας.

Η ελληνική κοινωνία με την είσοδό της στην κρίση ήταν από τις λιγότερο δανεισμένες στην Ευρώπη, χωρίς να συνεκτιμάται το γεγονός της συστηματικής λεηλασίας της από τους νομείς του κράτους. Έχει εκτιμηθεί ότι εάν ο παραχθείς πλούτος στην Ελλάδα και αυτός που εισήχθη από την ΕΕ και άλλες εξωτερικές πηγές, επενδύετο παραγωγικά, το κατά κεφαλήν εισόδημα του πληθυσμού θα ήταν εφάμιλλο εκείνου των σκανδιναβικών χωρών.

Σε κάθε περίπτωση, η αρχή ότι η “εσωτερική υποτίμηση” αποβλέπει στην εξίσωση του επιπέδου ζωής της κοινωνίας με τις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας, δεν απαντά στο ερώτημα της τελικής ισορροπίας, αφού οι πολιτικές του είναι καταφανώς στοχευμένες στην αποδόμηση του οικονομικού ιστού της χώρας. Κατά τούτο, δεν δύναται να εξισωθεί με την λεγόμενη πολιτική λιτότητας, όπως υποστηρίζεται.

Μετάθεση ευθυνών

Επιπλέον, το επιχείρημα αυτό, δεν διακρίνει μεταξύ του κράτους και της κοινωνίας, πράγμα θεμελιώδες εάν πρόκειται να μιλήσουμε για ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο ανήκει καθ’ ολοκληρίαν στο κράτος, δηλαδή στο πολιτικό προσωπικό. Η μετάθεση των ευθυνών της πολιτικής τάξης στην κοινωνία αποτελεί αυθαίρετη και οπωσδήποτε ολιγαρχική πολιτική αντίληψη.
  • Πρώτον, διότι υπεύθυνος για το αξιόπλοο του “πλοίου”, για την καλή ή την κακή πορεία του είναι ο κυβερνήτης και το πλήρωμα, όχι οι επιβάτες / πολίτες.
  • Δεύτερον, ο κυβερνήτης και το πλήρωμα καθορίζουν τους κανόνες που αφορούν στην πορεία του “πλοίου”, με τους οποίους οι επιβάτες καλούνται να εναρμονισθούν. Υπονοώ με αυτό ότι η ηθική τάξη και η συμπεριφορά των πολιτών συναρτάται άμεσα, θα έλεγα οργανικά, με την ηθική, με τις συμπεριφορές και τις υπαγορεύσεις της Πολιτείας.
Εάν η Πολιτεία επιβάλει ως όρο για την οποιαδήποτε επικοινωνία ή συναλλαγή του πολίτη με το κράτος, ακόμη και για τις μεταξύ των πολιτών υποθέσεις, τη διαπλοκή και τη διαφθορά, την αναξιοκρατία και την πελατειακή προσχώρησή του, ο τελευταίος θα υποχρεωθεί να εναρμονισθεί. Ειδάλλως θα πρέπει να «μονάσει» ή να μεταναστεύσει. Εάν μάλιστα η Πολιτεία σπεύδει να επιβραβεύσει τον πολίτη που εναρμονίζεται με την λογική της έκφυλης ολιγαρχικής κομματοκρατίας, θα επισπεύσει την ένταξή του στο σύστημα.

Ο πολίτης, δεν διανοείται να βάλει μέσον για να ευνοηθεί στις εισαγωγικές εξετάσεις στον πανεπιστήμιο. Θα αναζητήσει όμως να προσεγγίσει τον πολιτικό ή τον δήμαρχο, για να διορισθεί ακόμη και σε πολυκατάστημα της περιοχής του. Η συζήτηση αυτή αφορά γενικώς στο είδος της Πολιτείας. Μας ενδιαφέρει όμως εν προκειμένω για να αντιδιαστείλουμε την ηθική της μόναρχης ολιγαρχίας που επικρατεί στη Δύση, προς την εκφυλισμένη εκδοχή της ομόλογης ελληνικής κομματοκρατίας.

«Μαζί τα φάγαμε»

Υπό το πρίσμα αυτό, η εκλογή του πολιτικού προσωπικού από το σώμα των πολιτών, επιβεβαιώνει τον ανωτέρω συλλογισμό. Διότι πρόκειται ουσιαστικά για επιδιαιτησία και όχι για εκλογή του πολιτικού προσωπικού από τον πολίτη. Και σε κάθε περίπτωση, η φύση του πολιτικού συστήματος κρίνεται από την επομένη της εκλογής, δηλαδή από τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που προνοεί η Πολιτεία.

Κατά τούτο, δυσκολεύομαι να αποδεχθώ την ευθύνη του πολίτη και συγκεκριμένα του υπηκόου, στη λειτουργία μιας Πολιτείας, στην οποία ουδαμώς μετέχει και η θέση του αξιολογείται από τον βαθμό της εναρμόνισής του με το διατακτικό της. Ώστε, η εμπλοκή του πολίτη / υπηκόου σε ένα καθεστώς που προτάσσει την διαπλοκή και τη διαφθορά, την ιδιοποίηση του δημοσίου χώρου και την καταδολίευση της κοινωνίας, κρίνεται βασικά από την φύση της Πολιτείας και όχι από την συμπεριφορά του.

Ο ισχυρισμός επομένως ότι «μαζί τα φάγαμε» αντιστρέφεται, για να ενοχοποιηθεί αυτός που ενορχήστρωσε το λεηλατικό «πανηγύρι». Με άλλα λόγια, εάν η ορχήστρα στο «πανηγύρι» τραγουδάει σε ένα ρυθμό (λ.χ. τσάμικο), θα είναι παραφωνία η επιμονή κάποιου να θέλει στο μέσον του χορού να χορέψει έναν άλλο ρυθμό (λ.χ. καλαματιανό). Για να είμαστε ακριβείς, στο ναό, την ώρα που τελείται η θεία λειτουργία, που εφαρμόζεται ο κανόνας της εκκλησίας, είναι αδιανόητο να συνάδει μια ορχήστρα που θα άδει δημοτική ή όποια άλλη μουσική. Ούτε και οι πιστοί να χορεύουν στο ρυθμό της, αγνοώντας το σκοπό της παρουσίας τους εκεί.

Κατά τη γνώμη μου, αυτό που οφείλουμε να συγκρατήσουμε είναι ότι η τρόικα, η οποία καταγίνεται ακόμη και για λεπτομέρειες (λ.χ. με τη φορολόγηση του ανέστιου και του άνεργου) δεν άγγιξε ούτε δίκην προσχήματος τις κραιπαλώδεις προνομίες της πολιτικής τάξης. Αναφέρουμε παραδειγματικά τα σκάνδαλα, την λειτουργία της Βουλής ως πλυντηρίου για τις ανομίες τους, τα ποικίλα όσα «μυστικά» ή προσωπικής αναφοράς κονδύλια, τις ευθύνες για την υπερχρέωση της χώρας κλπ.


Γιώργος Κοντογιώργης 

Πηγή: