Κράτος, επιχειρήσεις και διακυβέρνηση των πληροφοριών...

Κάτω από τον τίτλο «Οι μεγαλύτερες τεχνολογικές φίρμες στον κόσμο πλέον δεν είναι μόνο αμερικανικές», ένα άρθρο των New York Times της 17ης Αυγούστου του τρέχοντος έτους ενημερώνει ότι: 

 

«Το παγκόσμιο κλαμπ των εταιριών τεχνολογίας των 400.000 εκατομμυρίων δολαρίων και πάνω – εδώ και πολύ καιρό αποτελούμενο αποκλειστικά από αμερικανικές εταιρείες όπως η Apple, το Google, το Facebook, η Microsoft και το  Amazon – χρειάζεται να κάνει χώρο και για δύο μέλη από την Κίνα». 


Το δημοσίευμα αναφέρεται στα πολλών εκατομμυρίων έσοδα που απέκτησε η Tencent, ιδιοκτήτρια του WeChat, της εφαρμογής μηνυμάτων που χρησιμοποιείται περισσότερο στην Κίνα, καθώς και στο Alibaba, την πιο ισχυρή φίρμα ηλεκτρονικού εμπορίου του κινέζικου γίγαντα. Και οι δύο εταιρείες πλησιάζουν σε εμπορική αξία την Amazon και το Facebook (470.000 εκατομμύρια δολάρια και 490.000 εκατομμύρια δολάρια αντίστοιχα), σημαντικά πίσω βέβαια από την Apple (ξεπερνά τα 800.000 εκατομμύρια δολάρια).

Άλλο δημοσίευμα, του Bloomberg, της 16ης Αυγούστου, κατηγορεί την αύξηση της συμμετοχής στο παγκόσμιο μερίδιο αγοράς της ψηφιακής διαφήμισης από την πλευρά της τριάδας Alibaba, Tencent και Baidu, η οποία θα τους επέτρεπε να φτάσουν το ένα πέμπτο του συνόλου των χρηματικών ποσών που προορίζονταν για αυτό το κομμάτι το 2019 (μακριά από το 32% που κατέχει η Google). Οι Tencent, Alibaba, Baidu και Didi Chuxing (νικητές επί της Uber), μεταξύ άλλων εταιρειών, επωφελούνται από τους περιορισμούς που έχουν θεσπίσει οι κινεζικές αρχές σε ξένες εταιρείες, γεγονός που τους επιτρέπει να λειτουργούν με λιγότερο ανταγωνισμό σε μια αγορά που κατοικείται από 700 εκατομμύρια χρήστες του Διαδικτύου.
Στις 16 Αυγούστου, το Reuters ανέφερε ότι η κρατική εταιρεία τηλεπικοινωνιών Unicom, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες κινητής τηλεφωνίας με βάση τους χρήστες, τροφοδοτήθηκε με 11.700 εκατομμύρια δολάρια που επένδυσαν η Tencent, η Alibaba, η DiDi Chuxing και η Baidu μεταξύ άλλων. Αυτή η αξιοθαύμαστη εισαγωγή τοπικού ιδιωτικού κεφαλαίου ανταποκρίνεται στην κυβερνητική απόφαση να τελειοποιήσει τις επιχειρήσεις μικτής ιδιοκτησίας, εξηγούν οι συντάκτες της έκθεσης, ώστε να δημιουργήσουν μίξεις «ικανές να ανταγωνιστούν στην παγκόσμια σκηνή».
Οι εντάσεις
Η κινεζική προσπάθεια να υπολογίζει σε ανταγωνιστικές οντότητες στην παγκόσμια ψηφιακή αγορά, συμβαδίζει με το όραμά της για μια ηγεμονία στον κυβερνοχώρο, παρόμοιου τύπου με την εδαφική, την αεροπορική και τη θαλάσσια.
Ελλείψει εγχώριων επιχειρήσεων ικανών να καλύψουν τις νέες απαιτήσεις (ζωτικής ή όχι σημασίας) που δημιουργούνται από τις τεχνολογικές καινοτομίες, επέρχεται αναγκαστικά η εισαγωγή εξωτερικών παραγόντων, που αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα των μετόχων και των κυβερνήσεων που τους προστατεύουν. Η ψηφιακή κατασκοπεία των μυστικών υπηρεσιών της Ουάσινγκτον στις συμμαχικές κυβερνήσεις του Ατλαντικού, ενθαρρύνει τη λήψη μέτρων πρόληψης από την πλευρά όσων αναγνωρίζονται ως αντίπαλοι ή εχθροί αυτών των υπηρεσιών, πολύ περισσότερο δε όταν είναι παραδεκτή η συνεργασία μεταξύ των γραφείων κατασκοπίας και των «συμπατριωτών» εταιρειών τεχνολογίας.
Ο πρωταρχικός στόχος του Πεκίνου να εξασφαλίσει ότι τα δεδομένα που παράγονται από τις εκατοντάδες εκατομμύρια πολίτες του διατηρούνται στο γεωγραφικό χώρο που τους δίνει εθνικότητα, κινδυνεύει να βγει έξω από τα σύνορα των τεχνολογικών του επιχειρήσεων, λαμβάνοντας υπόψη ότι  τα αντίποινα από τις κεντρικές οικονομίες, με την καθοδήγηση του Λευκού Οίκου, μπορεί με κάποιο τρόπο να πραγματοποιηθούν. Το σημείο ισορροπίας μπορεί να επιτευχθεί μόνο ανάμεσα στο επικερδές ενδιαφέρον των μετόχων  και ιδιοκτητών των κινεζικών επιχειρήσεων και στο κυβερνητικό δίχτυ ασφαλείας που τους επιβάλλει μεν λογοκρισία, αλλά και πάνω από όλα προστασία.
Ωστόσο, αυξάνονται οι αμφιβολίες σχετικά με το αμερικανικό ιδεολογικό φάσμα κόντρα στις τεχνολογικές εταιρείες του, ειδικά κατά του Facebook και της Google, των οποίων η ρύθμιση θα είχε ζητηθεί από τον πρόσφατα αποβιώσαντα Steve Bannon, κρίνοντας ότι εξασκούν λειτουργίες δημοσίου συμφέροντος. Από τη δεξιά εξαπολύονται προκαταλήψεις από τα κοινωνικά δίκτυα ενάντια σε συντηρητικές απόψεις και την επακόλουθη προκατάληψη στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Οι φιλελεύθεροι, ιδιαιτέρως μετά και την επίπονη ήττα από τον Τραμπ, καταγγέλλουν τη διασπορά ψευδών πληροφοριών που αποδομούν τις δημοκρατικές προσωπικότητες και προτάσεις. Η υψηλής επιρροής γερουσιαστής των Δημοκρατικών Elizabeth Warren, προχωρά ακόμη περισσότερο και προσδιορίζει τις επιχειρήσεις της Silicon Valley ως χρηματοδότες της Wall Street, εξαιτίας του κινδύνου που υποβόσκει στις αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές τους όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για τη δημοκρατία των ΗΠΑ.
Ο Mark Zuckerberg, ιδρυτής και διευθυντής του Facebook και ο Jeff Bezos, ιδρυτής και εκτελεστικός διευθυντής του Amazon.com και μεγαλομέτοχος της Washington Post μεταξύ άλλων, αναπολούν την εποχή Ομπάμα και την ώθηση που τους παρείχε για την επίτευξη του Συμφώνου Συνεργασίας των 
Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (Transpacific Agreement). Αυτή, μεταξύ άλλων εξουθενωτικών μέσων κρατικής παρέμβασης περιορίζει την «καταναγκαστική τοπικοποίηση», δηλαδή τον εξαναγκασμό από την κυβέρνηση, ώστε τα δεδομένα που παράγονται μέσα στα Κράτη που τα διαχειρίζονται, να υπόκεινται στους κυρίαρχους κανόνες που ισχύουν εντός των συνόρων τους. Έτσι υποχρεώνει ο νέος κινεζικός νόμος κυβερνοασφάλειας τις εταιρείες όπως οι Apple, Microsoft, Amazon και IBM, οι οποίες και τον εφαρμόζουν ώστε να έχουν πρόσβαση στην κινεζική αγορά.
Από την πλευρά τους, Γαλλία, Ισπανία, Βέλγιο και Γερμανία, υπερασπίζονται τις κυριαρχικές γραφειοκρατικές δυνατότητες των κρατών που απαρτίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση (η οποία περιέργως δημιουργήθηκε με στόχο αυτές οι δυνατότητες να εξαλειφθούν), κάτω από την πολύ φιλελεύθερη δυτική σημαία των ατομικών ελευθεριών, που καταπιέζονται από τον παρεμβατισμό των τεχνολογικών πολυεθνικών που εδράζονται στη Silicon Valley, την ίδια κοινότητα που απειλεί τη δημοκρατία της πατρίδας του Floyd Mayweather, σύμφωνα με τη γερουσιαστή Warren.
Είναι επικίνδυνο να δηλωθεί η ύπαρξη μιας παγκόσμιας τάσης κρατικο-κεντρικής διακυβέρνησης του διαδικτύου, καθώς και σε μικρότερο βαθμό ο κατακερματισμός των ενδιαφερόντων ανάμεσα στους κρατικούς και τους περιφερειακούς παράγοντες και τις τεχνολογικές εταιρείες, που περιπλέκουν ένα συγκλίνον πρόγραμμα, τουλάχιστον σύμφωνα με τους όρους που επετεύχθησαν με το Σύμφωνο Συνεργασίας του Ειρηνικού και τη Διατλαντική Ένωση Εμπορίου και Επενδύσεων. 
Αυτό που είναι σίγουρο είναι πως το κρατικο-κεντρικό μοντέλο δεν είναι πλέον τόσο περιορισμένο όσο πριν μερικά χρόνια αποκλειστικά στα αυταρχικά καθεστώτα, αυξάνοντας τα μέτρα και τις πιέσεις προς όφελος πολιτικών ιδρυμάτων από διάφορες κεντρικές οικονομίες.
Περιφερειακές σημειώσεις
Στη Νότια Αμερική, η Βραζιλία έλαβε την έγκριση του Πολιτικού Πλαισίου Διαδικτύου έπειτα από διαβούλευση και συζήτηση με τους πολίτες της και όχι με τους στρατηγικούς εταίρους της Mercosur, θέλοντας να ηγηθούν και να παρουσιάσουν κάτι πιο φιλόδοξο. Η Dilma Rouseff, την περίοδο που δημοσιοποίησε ότι την κατασκοπεύει η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας, επρόκειτο να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της των BRICS και με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι της Mercosur, ώστε να τοποθετήσει καλώδια οπτικών ινών που με τον τρόπο αυτό θα την έκαναν να αποφύγει τον αμερικανικό προορισμό.
Στην Κίνα, συνηθίζεται να λένε πως οι εταιρείες χαμηλότερου επιπέδου παράγουν προϊόντα, αυτές του ενδιάμεσου επιπέδου αναπτύσσουν τεχνολογία  και αυτές του ανώτερου επιπέδου καθορίζουν τα πρότυπα. Οι χώρες της Νοτίου Αμερικής κινδυνεύουν να γίνουν εισαγωγείς ξένων προϊόντων και τεχνολογίας και παθητικοί συνδρομητές προτύπων που δημιουργούν και υπερασπίζονται οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες των κεντρικών κρατών και αυτών του αναδυόμενου πολιτισμού.

ALAI.  Του Fredes Luis Castro