Ο διεθνής ορίζοντας ανησυχητικά θολός, οι παράγοντες των εξελίξεων αστάθμητοι. Η συνοχή (άρα η ύπαρξη) της Ε.Ε.
διακυβεύεται από μέρα σε μέρα, ο διεθνοποιημένος ολοκληρωτισμός των «Αγορών» και οι φιλοδοξίες «ενιαίας παγκόσμιας διακυβέρνησης» πυροδοτούν την έκρηξη εθνικιστικών ακροτήτων σε προηγμένες κυρίως κοινωνίες.
Ο προεκλογικός αγώνας στις ΗΠΑ ξεγύμνωσε τον αμοραλισμό και την παρακμιακή ευτέλεια του παιχνιδιού της εξουσίας στο πολιτισμικό μας «παράδειγμα». Και την ίδια ώρα οι «καθ’ έξιν» ταραξίες της Ιστορίας, ο γερμανικός και ο τουρκικός ηγεμονισμός, σηκώνουν και πάλι κεφάλι.
Μέσα σε αυτό το διεθνές σκηνικό, το ελλαδικό κράτος κυριολεκτικά παραπαίει.
Δεν είναι συναισθηματισμός να θυμόμαστε ότι για να υπάρξει και να διασώζεται ώς σήμερα αυτό το κράτος θυσίασαν τη μία και μοναδική ζωή τους κάποιες εκατοντάδες χιλιάδων Ελλήνων, σε πεδία μαχών ή σφαγιασμένοι από τους κατά καιρούς Αττίλες που γεννάει αδυσώπητη η Ιστορία.
Μοιάζει με τροχό η Ελλάδα, που χάνει τη μια μετά την άλλη τις ακτίνες ή τα αδράχτια του και αναδιπλώνεται στο κεντρικό σημείο, στο τιγκίλι της ρόδας – όπως έγραψε κάποτε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος.
Και ο Ελύτης συμπλήρωνε: «Η συρρίκνωση του ελληνισμού μετά την επικράτηση των εθνικισμών –δεν το συνειδητοποιήσαμε ποτέ όσο έπρεπε– μας αποστέρησε από τον τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα με την ανοιχτοσύνη εκείνη και την ισχύ που διέθετε το ίδιο μας το γλωσσικό όργανο σε μια μεγάλη έκταση του πολιτισμένου τότε κόσμου.
Απ’ αυτή την άποψη, όσο περίεργο και αν φαίνεται, ο πριν από τους δύο παγκόσμιους πολέμους υπήκοος του μικροσκοπικού τούτου κράτους ανάσαινε τον αέρα μιας περίπου αυτοκρατορίας.
Οι δυνατότητές του να κινηθεί χωρίς διαβατήριο γλώσσας καλύπτανε μεγάλα μέρη της Ιταλίας και της Αυστρίας, ολόκληρη την Αίγυπτο, την νότια Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία του Καυκάσου και, φυσικά, την Κωνσταντινούπολη με την ενδοχώρα της, ώς κάτω, κατά μήκος του Αιγαίου, τη λεγόμενη στις μέρες μας νοτιοδυτική Τουρκία».
Μέσα σε ελάχιστο διάστημα (πενήντα χρόνια είναι λιγότερο κι από στιγμή μέσα σε τριάντα πέντε αιώνες ιστορίας) ο Ελληνισμός συρρικνώθηκε εξοντωτικά. Επαψε να πατάει και στις δύο όχθες του Αιγαίου – πανάρχαιο δεδομένο ορισμού και ταυτότητας της παρουσίας του στην Ιστορία. Ξεριζώθηκε από τη Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία, την Κωνσταντινούπολη, την Ιμβρο, την Τένεδο, διώχτηκε από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, τη Ρωσία, την Αίγυπτο, του αφαίρεσαν ληστρικά τη Βόρεια Ηπειρο, τη Βόρεια Κύπρο.
Αποδείχτηκε πανεύκολο στον όποιο ιταμό επίβουλο να αρπάζει και να σφετερίζεται εδάφη πανάρχαιων κοιτίδων του Ελληνισμού μακελεύοντας τους αυτόχθονες – όταν η ισχυρή Δύση με ποικίλα προσχήματα συναινούσε, το εξαρτημένο (πάντοτε και μονότροπα) από αυτήν ελλαδικό κρατίδιο συμμορφωνόταν πειθήνια. Μοιάζει να μην καταλάβαμε ποτέ οι Νεοέλληνες ότι την «προστάτιδά» μας Δύση την ενδιαφέρει να διαχειρίζεται ένα «ελληνικό» προτεκτοράτο, που θα της έφτανε να τελειώνει στη Μελούνα, αφού θα περιλάμβανε τα αρχαία τοπωνύμια (Αθήνα, Σπάρτη, Μυκήνες, Θήβα, Ολυμπία) των οποίων το πολιτισμικό αντίκρισμα θέλει να μονοπωλεί.
Η Τουρκία είναι πολύτιμη για τη Δύση, όχι σαν φραγμός στη ρωσική επέκταση και επιρροή, αλλά σαν εγγύηση οριστικής ταφόπλακας του πιο μισητού ιστορικού της Δύσης αντιπάλου: της ελληνορωμαϊκής «οικουμένης» – του «Βυζαντίου», όπως δυσφημιστικά επέβαλαν οι Δυτικοί να αποκαλούμε την αυτοκρατορία της Nova Roma.
Αυτό που εμείς δεν καταλάβαμε ποτέ, το ξέρουν καλά οι γείτονες του μεταπρατικού μας κρατιδίου: ότι είναι πανεύκολος ο παραπέρα ακρωτηριασμός του Ελληνισμού όσο η ελλαδική κοινωνία μετράει την «πρόοδο» και τον «εκσυγχρονισμό» με τη μεζούρα του εκδυτικισμού της.
Γι’ αυτό και οι αξιώσεις πληθύνονται και μεγεθύνονται: Οι Τούρκοι εποφθαλμιούν δεκαοχτώ (18) νησιά του Αιγαίου και όση Θράκη μάς έχει απομείνει. Οι Αλβανοί απαιτούν να φτάσουν ώς την Πρέβεζα. Οι Σκοπιανοί ορέγονται τη Θεσσαλονίκη.
Μέσα σε ένα τέτοιο διεθνές σκηνικό, ποια θα ήταν η ενστικτώδης αντίδραση οποιουδήποτε οργανωμένου σε κράτος λαού, που θέλει να συνεχίσει να υπάρχει μέσα στην Ιστορία; Θα έβαζε στην άκρη, εντελώς στο κοινωνικό περιθώριο, τους καριερίστες της εξουσίας. Που δοκιμάστηκαν επανειλημμένα και αποδείχτηκαν κατ’ εξακολούθησιν ανίκανοι ή αηδιαστικά φαύλοι – άνθρωποι άρρωστοι, ψυχοπαθολογικά εξουσιολάγνοι.
Κατάστρεψαν τις ζωές μας, βύθισαν μια ολόκληρη κοινωνία σε εξαθλίωση και πανικό, σε εφιάλτη εξωφρενικού υπερδανεισμού που θα κρατάει σε υποτέλεια και τα τρισέγγονά μας, με χαμένη την εθνική ανεξαρτησία και ατιμασμένο, της ντροπής, το όνομα των Ελλήνων.
Είναι δυνατό, ύστερα από εφτά χρόνια τέτοιας συμφοράς, να υπάρχουν ακόμα στο προσκήνιο οι φυσικοί αυτουργοί του βασανισμού μας, οργανωμένοι στα ίδια δυσώνυμα για τον λαό μας κόμματα; Να μας κουνάει το δάχτυλο η κυρία Φώφη, διάδοχος του πρωτουργού της ολεθριότητας «Γιωργάκη», να μαίνεται για εκλογές και πάλι ο κ. Μητσοτάκης, ένα μόλις χρόνο μετά τον εφιάλτη της εξουσιολαγνείας Σαμαρά, να αφιερώνουν τα κανάλια και οι εφημερίδες, ακόμα σήμερα, σχόλια και αναλύσεις στον χαμαιλεοντισμό του κ. Τσίπρα, που παραμένει μεν κομμουνιστής με τη γροθιά υψωμένη, αλλά διεκπεραιώνει ταυτόχρονα την πιο απάνθρωπη πολιτική ασυδοσίας των «Αγορών» που γνώρισε ποτέ η υφήλιος – δεν είχε καν το φιλότιμο να παραδώσει στους σεσημασμένους τη βρωμοδουλειά.
Οι γύπες έχουν αρχίσει το κλωθογύρισμα πάνω από το κορμί της Ελλάδας που αναδίνει πτωμαΐνη, παίζουμε μάλλον το τελευταίο χαρτί της ιστορικής μας επιβίωσης. Αραγε το Σύνταγμα, που καθορίζει και προστατεύει το «δημοκρατικό» μας πολίτευμα, προϋποθέτει τη δημοκρατία μόνο αυτονοήτως δέσμια των κομμάτων και του πελατειακού κράτους που τα κόμματα (όλα) πρωτευόντως υπηρετούν; Δημοκρατική έξοδος από αυτόν τον εφιάλτη και κοπρώνα είναι δυνατό να μην υπάρχει;
Το ένστικτο αυτοπροστασίας και αυτοάμυνας των πολιτών προστάζει να χάσουν οι φυσικοί αυτουργοί του εφτάχρονου ολέθρου τα πολιτικά τους, τουλάχιστον, δικαιώματα, να τους τα αφαιρέσει η ψήφος του λαού. Οταν όμως η ψήφος είναι εξ ανάγκης πουλημένη, γιατί μόνο έτσι εξαγοράζει ο πολίτης το ψωμί του και το ψωμί των παιδιών του, τότε τι γίνεται;
Αν βρήκατε το θέμα ενδιαφέρον , κοινοποιείστε το, διαδώστε το...