Σεξουαλικά εγκλήματα κατά παιδιών: Αποτελεί λύση ο χημικός ευνουχισμός;

Αναμφισβήτητα, το ζήτημα της πρόληψης και καταστολής των
σεξουαλικών εγκλημάτων είναι πολύ σοβαρό. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο στις περιπτώσεις όπου θύματα είναι ανήλικοι, δεδομένου ότι οι παιδόφιλοι έχουν τη δυνατότητα πλέον να παγιδεύσουν τα θύματά τους με πολλούς “υπόγειους” τρόπους και ιδιαίτερα μέσω του διαδικτύου, στο οποίο έχουν πρόσβαση παιδιά και έφηβοι, συχνά χωρίς γονική επίβλεψη (ένα εξίσου σοβαρό θέμα που έθιξα στο προηγούμενο άρθρο μου στο postmodern).

Ένα μέτρο αντιμετώπισης της δράσης των εγκληματιών σεξουαλικών αδικημάτων, το οποίο υιοθετείται σε ολοένα και περισσότερες χώρες τα τελευταία χρόνια, είναι ο χημικός ευνουχισμός. Ένα μέτρο που από πολλούς -ειδικούς και μη- κρίνεται αποτελεσματικό, αν και εξακολουθεί να εγείρει αντιδράσεις.

Αναφερόμενοι στον «χημικό ευνουχισμό», εννοούμε πρακτικά τη χορήγηση φαρμάκων με στόχο τη μείωση της λίμπιντο και της σεξουαλικής δραστηριότητας σε άτομα που έχουν καταδικαστεί για σεξουαλικά εγκλήματα. Οι μέθοδοι τόσο του χημικού ευνουχισμού όσο και της ορχεκτομής εφαρμόζονται εδώ και καιρό σε αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ. Στην Καλιφόρνια, για παράδειγμα, επιβάλλεται ο χημικός ευνουχισμός σε όσους αποφυλακισμένους παιδόφιλους έχουν υποτροπιάσει, με την παράλληλη δυνατότητα, εφόσον το επιθυμούν, να ζητήσουν και ορχεκτομή.

Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση αξίζει να αναφέρω, ότι η Πολωνία ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που θέσπισε τον υποχρεωτικό χημικό ευνουχισμό σε άτομα τα οποία εμπλέκονται σε εγκλήματα παιδοφιλίας και αιμομιξίας. Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ακόμα, ότι στην Αγγλία, το έτος 2012, εκατό βρετανοί παιδόφιλοι, έγκλειστοι στη φυλακή Γουάτον του Νότιγχαμ, συναίνεσαν ώστε να υποβληθούν σε χημικό ευνουχισμό στο πλαίσιο ενός προγράμματος με στόχο τη μείωση των πιθανοτήτων διάπραξης από τους ίδιους νέων σεξουαλικών εγκλημάτων.

Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να μη σταθούμε στους επικριτές του μέτρου, ακόμα και μέσα από επίσημα θεσμοθετημένες “φωνές”. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (European Committee for the Prevention of Torture ή ECPT) χαρακτηρίζει σε έκθεσή της «υποτιμητική για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια» τη χρήση της μεθόδου, κάνοντας λόγο για «ανυπολόγιστες και μη αναστρέψιμες συνέπειες στη φυσιολογία του ατόμου που υφίσταται τη διαδικασία αυτή», αν και αναφέρει ότι από τους 104 ανθρώπους που δέχτηκαν την αγωγή στο διάστημα 1970-1980, μόνο το 3% εξ αυτών διέπραξαν εκ νέου κάποιο σεξουαλικό έγκλημα.

Καθίσταται εμφανές ότι, πέρα από τα όποια νομικά ζητήματα, το ηθικό δίλημμα που αφορά το δικαίωμα ή μη της επέμβασης και παρέμβασης στη φυσιολογία ενός ατόμου, ακόμα και ενός εγκληματία, είναι τεράστιο. Ξεκινώντας την ανάλυση του θέματος, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η παρέμβαση στη φυσιολογία του οποιουδήποτε συνιστά παραβίαση ενός θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος -του δικαιώματος να ορίζουμε το σώμα μας- και ταυτόχρονα υπερβαίνει τη λογική του εγκλεισμού που αφορά μόνο τη στέρηση της ελευθερίας του ατόμου.

Ασφαλώς η σοβαρότητα του προβλήματος αναγκάζει την επιστημονική κοινότητα να αναζητεί ριζικές λύσεις. Το καίριο ερώτημα είναι εάν τα μέσα που προσφέρει η ιατρική και η χημεία αποτελούν τις μοναδικές και πιο αποτελεσματικές λύσεις στην καταπολέμηση του εγκλήματος.

Γι’ αυτό θα πήγαινα το θέμα κάπου αλλού, οδηγώντας στην -κατά την κρίση μου- ρίζα του προβλήματος: στην επιτακτική ανάγκη να ληφθούν πιο αυστηρά μέτρα από την Πολιτεία, ξεκινώντας από τον βασικό τομέα της πρόληψης, προκειμένου να προστατευτεί ο ανήλικος πληθυσμός από τους παιδόφιλους. Στο πλαίσιο της αντεγκληματικής πολιτικής, δηλαδή, πρέπει η πρόληψη να έχει την ίδια -ή τολμώ να πω και μεγαλύτερη- βαρύτητα.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί να είναι πλήρως ενημερωμένοι από τις επίσημες αρχές, ώστε να μπορούν αποτελεσματικά να προστατεύσουν τα παιδιά, γιατί σε αρκετές περιπτώσεις η αδιαφορία ή άγνοια των γονέων συνιστούν πρωταρχικούς παράγοντες που θέτουν τα παιδιά σε κίνδυνο. Επίσης, σε όλα τα σχολεία πρέπει να οργανωθούν εκστρατείες ενημέρωσης των παιδιών, όπου οι μαθητές θα λαμβάνουν την πιο έγκυρη ενημέρωση από τους πλέουν αρμόδιους και θα μπορούν ελεύθερα να θέτουν τις ερωτήσεις τους, ώστε να επιλύσουν σημαντικές απορίες τους σχετικά με την παιδοφιλία και τους παιδόφιλους.

Η γνώση, ας μην ξεχνάμε, είναι δύναμη και “όπλο” στα χέρια όποιων την κατέχουν. Όπως τόνισα στο προηγούμενο άρθρο μου, όταν ένα 10χρονο παιδί επικοινωνεί διαδικτυακά με “άγνωστους φίλους” και μάλιστα κανονίζει ραντεβού με αυτούς, χωρίς να ενημερώσει κάποιον ενήλικα, η ευθύνη των γονέων είναι τεράστια. Συνεπώς, δεν πρέπει σε τόσο σοβαρά ζητήματα να αποποιούμαστε τις ευθύνες μας.

Από τη στιγμή όμως που ως πολίτες βλέπουμε να μη λαμβάνονται δραστικά μέτρα πρόληψης σε ένα πρώτο επίπεδο και σε ένα δεύτερο επίπεδο καταστολής, αναμφίβολα θα θεωρήσουμε ως μόνη λύση τη λήψη μέτρων όπως ο χημικός ευνουχισμός. Το ερώτημα, συνεπώς, που θα έθετα, κλείνοντας το συγκεκριμένο άρθρο, είναι «ποιος ο ρόλος της Πολιτείας όσον αφορά τόσο σοβαρά ζητήματα που εξελίσσονται σε μάστιγες για την κοινωνία μας»; Εάν ο ρόλος δεν είναι καταλυτικός και ολοκληρωμένος, οι πολίτες θα γίνονται υπέρμαχοι ακραίων μέτρων και απόψεων, όπως πολλές φορές -ειδικά τα τελευταία χρόνια- έχουμε δει να συμβαίνει.

Η δράση των παιδόφιλων πρέπει οπωσδήποτε να σταματήσει. Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει όλοι οι επιστήμονες -πολιτικοί, εκπαιδευτικοί, ιατροί, ψυχολόγοι, νομικοί- να ανοίξουν διάλογο και να αντιμετωπίσουν το ζήτημα ολοκληρωμένα, με στοχευμένες δράσεις και αποτελεσματικά μέτρα πρόληψης. Σε αυτό τον αγώνα κατά της παιδοφιλίας, ο ρόλος των γονέων είναι πολύ σημαντικός, όπως και των δημοσιογράφων που οφείλουν να ενημερώνουν συστηματικά -κι όχι μόνον ύστερα από μια σύλληψη- και να συμβάλλουν στο θέμα της πρόληψης, χωρίς να χρειάζεται να λειτουργούν σαν “λαϊκοί δικαστές”.


Σημείωση: Τα στοιχεία σχετικά με τον χημικό ευνουχισμό έχουν αντληθεί από το ηλεκτρονικό, επιστημονικό περιοδικό The art of crime και το άρθρο με τίτλο «Παιδοφιλία και χημικός ευνουχισμός» της Δικηγόρου -Υπ.Δρ.Εγκληματολογίας, κ. Αθηνάς Κουφού (τεύχος 24-Απρίλιος 2013).



Η Αγγελική Καρδαρά είναι Δρ.Τμήματος ΕΜΜΕ - Φιλόλογος. Διδάσκει δημοσιογραφία στο Κολλέγιο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας (CPJ Athens/University of Wolverhampton). Συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο Αθηνών στο πλαίσιο των elearning προγραμμάτων. Από το 2013 δίνει διαλέξεις στο Τμήμα ΕΜΜΕ του Παν/μίου Αθηνών, με αντικείμενο "Εγκληματολογία & ΜΜΕ". Ασχολείται με την εγκληματολογική έρευνα και τη συγγραφή.