Ματωμένες φράουλες και στο Μαρόκο...


Η Σαρίφα Μπέζα σταμάτησε το σχολείο γιατί απείχε δέκα χιλιόμετρα από το σπίτι της και
ήταν πολύ επικίνδυνη η διαδρομή μέσα από τα δάση.
Ηταν 14 ετών όταν ανέβηκε για πρώτη φορά στα φορτηγά που μεταφέρουν γυναίκες για να εργαστούν στις φραουλοφυτείες. Δεν φανταζόταν τι την περίμενε.
Σηκωνόταν στις 3.30 το πρωί, μαγείρευε για όλη την οικογένεια, μάζευε το σπίτι και στις 6.00 ανέβαινε στο φορτηγό.
Στις 7 βρισκόταν στα χωράφια, δουλεύοντας αδιάκοπα με ήλιο και βροχή, χωρίς σύμβαση και ασφάλιση, ωράρια ή δικαιώματα.
«Ούτε νερό δεν μπορούσαμε να πιούμε, μας απαγόρευαν να φέρνουμε μπουκάλια μαζί μας και έτσι πίναμε από τους σωλήνες για το πότισμα, που περιείχαν χημικά ή από ό,τι μαζευόταν στους κουβάδες όταν έβρεχε. Κάποιες από εμάς αρρώσταιναν, άλλες δηλητηριάστηκαν. Και μερικές γνώρισαν και τη σεξουαλική κακοποίηση», λέει η κοπέλα που δεν μπορεί να ξεχάσει τα επτά χρόνια που δούλεψε στις φράουλες έως ότου την απέλυσαν γιατί ζήτησε από τον επιστάτη να μεταφέρει στο νοσοκομείο μια γυναίκα που τραυματίστηκε την ώρα της δουλειάς.
Ηταν οργισμένη, αλλά δεν είχε ιδέα πώς να διεκδικήσει τα δικαιώματά της μέχρι που ένα καραβάνι του προγράμματος Δικαιοσύνη Φύλου της Oxfam Intermon έφτασε στο χωριό της.
Η Σαρίφα, που κανείς πια δεν ήθελε να προσλάβει επειδή τη θεωρούσαν «ταραχοποιό», παρακολούθησε τα σεμινάρια της οργάνωσης, έμαθε την εργασιακή νομοθεσία, μίλησε σε άλλες γυναίκες παρακινώντας τες «να πάψουμε να δουλεύουμε σαν γαϊδούρια χωρίς να διαμαρτυρόμαστε» και με την επιμονή της κατάφερε να τις οργανώσει.
Σήμερα, στα 26 της, είναι πρόεδρος της Μαροκινής Ενωσης Γενναίων Γυναικών των Κόκκινων Φρούτων και ταξιδεύει σ’ όλη τη χώρα ενημερώνοντας γυναίκες, φτωχές σαν την ίδια, που δεν έχουν πρόσβαση στην παιδεία, αγνοούν τα βασικά τους δικαιώματα και δεν υψώνουν τη φωνή τους κατά των αδικιών που υφίστανται.
Χάρη στην οργάνωσή της έχουν εκπαιδευτεί εργάτριες γης σε 30 οικισμούς. Κι όλες μαζί έχουν κατάφεραν να αναγκάσουν τις επιχειρήσεις να καθιερώσουν συμβάσεις εργασίας και κοινωνική ασφάλιση και να τηρούν τη νομοθεσία περί ωραρίων και βασικού μισθού.
Ο δρόμος που τη μεταμόρφωσε σε ακτιβίστρια δεν ήταν εύκολος. Χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την απόρριψη όχι μόνο των επιχειρηματιών αλλά και της κοινότητας, ακόμη και των γονιών της που δεν ενέκριναν τη συνδικαλιστική της δράση και ήθελαν να μείνει στο σπίτι όπως η μάνα της.
Ωστόσο, παρά τις δυσκολίες δεν θα άλλαζε ούτε μία στιγμή από όσα έζησε και ζει, όπως λέει:
«Ολες αυτές οι μάχες έχουν αλλάξει συλλογικά τη ζωή των γυναικών. Αλλά και τη δική μου ζωή. Τώρα έχω την ανεξαρτησία και την ελευθερία μου».