ο άνεμος με άρπαξε στο πρώτο μου το κλάμα.
Σε δίνες άνεμε σκληρέ, με γυροστροβιλίζεις
απανεμιάς ξεκούραση, απάγκιο δεν χαρίζεις.
Τη μια ψηλά, πολύ ψηλά, στου χαλαζιού την γέννα,
την άλλη χαμηλά πολύ, σ' ερήμους και σε γκρέμια.
Φτάνει όσο με τυράγνισες, οι αδικίες μύριες,
τα βάσανα ήτανε πολλά, βουνά οι στεναχώριες.
Αγέρα γαιοκράτορα, αμείλικτη η οργή σου,
γαλήνεψε, το γέρικο κορμί μου πια, λυπήσου.
δροσιάς νερό, γλυκό ψωμί, ικέτης να χορτάσω,
απίθωσέ με μαλακά, στη γη να ξαποστάσω.
να γείρω σε δεντροσκιά, το χώμα να μυρίσω,
να δω ουρανό ασύγνεφο, τα μάτια μου πριν κλείσω.