Γράφει ο Κλεισθένης.
Όταν η αλήθεια είναι ωμή, πονάει αλλά λυτρώνει.
Ξεκινώ να γράφω επειδή κάτι με πιέζει, με πνίγει, είναι θυμός; οργή; απογοήτευση; όλα μαζί; δεν ξέρω. Ο
άνθρωπος είναι περίεργο ζώο.
Κάμποσα χρόνια πριν, φοιτητικά χρόνια, μένω σε μια υποβαθμισμένη συνοικία, φτηνό ενοίκιο ανεκτό για τα οικονομικά μου.
Η συνοικία “κακόφημη”, βάζω το κακόφημη σε εισαγωγικά γιατί δεν την έλεγα εγώ αλλά οι “καθωσπρέπει”, ποιοι καθωσπρέπει; όλοι αυτοί που δεν ήταν καθωσπρέπει αλλά λαμόγια του κερατά, υποκριτίλες, φτιασιδωμένοι για το δήθεν. Οι αστοί, συμφωνείς ή όχι μαζί τους, έχουν επίπεδο, έχουν κουλτούρα, σε οριακές καταστάσεις επαναστατούν, ναι! Επαναστατούν. Οι άλλοι, οι μικροαστοί, η μεσαία τάξη όπως λέγεται, οι νοικοκυραίοι, αυτοί ντε που σέρνονται σαν τα σκουλήκια, που τραβούν κατ' όπου φυσάει ο άνεμος, η γάγγραινα της κοινωνίας, αυτοί ονόμαζαν την συνοικία “κακόφημη”. “Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω”. Ας είναι. Ή είσαι αστός ή είσαι “εκτός”, τα μεσοβέζικα είναι κάλπικα, ψεύτικα, φτιασιδώματα.
Κάθε μεσημέρι έτρωγα σ' ένα φτωχικό ταβερνάκι κοντά στο σπίτι. Οι πελάτες απλοί άνθρωποι, του μεροκάματου. Είχα γνωρίσει μερικούς και τα λέγαμε, πόνος και δυστυχία.
Σ' ένα τραπεζάκι στην γωνιά κάθονταν μία κυρία γύρω στα πενήντα. Κάπου-κάπου την χαιρετούσαν με το “γεια σου Ελενάρα”, αυτή ανταπέδιδε τον χαιρετισμό με ένα “γειά σου και 'σένα”.
Περίεργη γυναίκα, λιγομίλητη, απλησίαστη, δίπλα της δεν καθόταν ποτέ κανένας.
Ένα μεσημέρι το μαγαζάκι “τίγκα γεμάτο, όλα τα τραπέζια πιασμένα, μόνο το γωνιακό όπου κάθονταν η παράξενη κυρία. Η πείνα δεν κρύβεται και δεν αντέχεται, παίρνω το θάρρος, πηγαίνω στο γωνιακό τραπεζάκι και ρωτάω την παράξενη κυρία. “Να καθίσω; δεν έχει άδειο τραπέζι”.
“Εμένα δεν με πειράζει αλλά εσύ θα καθίσεις”; Μου απαντάει.
“Γιατί;” Ρωτάω.
“Να γιατί όλοι θα σε κοιτάζουν περίεργα”. Μου λέει.
“Γιατί”; Ξαναρωτάω.
“Να γιατί παλιότερα είχα σπίτι”.
“Και λοιπόν”; “όλοι έχουμε ένα σπίτι”
“Ξουράφι είσαι” μου λέει. “Να ήμουνα πουτάνα, είχα μπουρδέλο”.
Προς στιγμή τα χάνω, δεν περίμενα τέτοια ωμότητα, γρήγορα συνέρχομαι. “Εμένα δεν με πειράζει καθόλου” της λέω, “άρα κάθομαι, πεινάω σαν λύκος”.
Το γκαρσόνι πλησιάζει με περίεργο χαμόγελο, “τι θα φάμε σήμερα”; με ρωτάει.
Του δίνω παραγγελία και δυο μπυρίτσες. “Θα πιεις μια μπυρίτσα”; ρωτάω την γυναίκα με την ωμή λαλιά.
“Δεν χαλάω χατίρια” μου αποκρίνεται.
Ο πάγος έσπασε, έκτοτε όποτε την έβρισκα στο ταβερνάκι καθόμουν δίπλα της και συζητούσαμε, ήταν καταπληκτική συνομιλήτρια. Μερικές φορές πηγαίναμε για καφέ, σ' ένα καφενείο σε μια στοά.
Είχα και έχω την άνεση να κάθομαι με την ίδια ευκολία με κάποιον “σπουδαίο” όπως και με κάποιον “απόβρασμα”. Οι λέξεις είναι σε εισαγωγικά για ευνόητους λόγους, εξαρτάται απ' το ποιος λέει για ποιον.
Σε κάποια συζήτησή μας η Ελενάρα, η παράξενη γυναίκα, η πρώην πουτάνα, μου είχε πει πως απ' την νομιμότητα έως την παρανομία η απόσταση είναι μια λεπτή γραμμή. Αν τύχει και περάσεις αυτή την γραμμή τότε δεν υπάρχει γυρισμός. Το “σύστημα” δεν σε αποδέχεται πια αλλά και 'συ δεν γουστάρεις τον “καθωσπρεπισμό”. Όταν την ρώτησα αν μετάνοιωσε που έγινε πουτάνα μου είπε.
“Εσύ τι λες”; “Δεν μετάνοιωσα τώρα που γέρασα αλλά πολύ πριν”.
“Πότε δηλαδή”;
“Θα σου πω μια ιστορία”; “έχεις κουράγιο”; “Θέλει κότσια και μυαλό για να καταλάβεις”.
“Σε κοτζάμ πανεπιστήμιο πάω, εσύ τι λες δεν έχω μυαλό”;
“Άσε τα πανεπιστήμια αγόρι μου, εδώ μιλάμε για το πεζοδρόμιο, για την ίδια την ζωή”.
Επειδή μ' έτρωγε η περιέργεια δεν έδωσα συνέχεια στον διαξιφισμό.
Αρχίζει την αφήγηση.
“Μερικά χρόνια πριν ήμουνα στο σπίτι, ξέρεις πια ποιο σπίτι, οπότε έρχεται ένας κύριος”, “θα περάσετε;” “τον ρωτάω”.
“Όχι μου λέει”, “κάτι άλλο θέλω”.
“Αστυνομία; ρωτάω”
“Όχι, όχι μου απαντάει”, “κάτι άλλο”
“Ακούω”.
“Να θέλω μια εξυπηρέτηση”.
“Από 'μένα”; “τι είδους εξυπηρέτηση”;
“Να έχω ένα γιο και θέλω να τον φέρω, είναι πρωτάρης, ξέρεις εσύ”.
“Α! τέτοια εξυπηρέτηση”; “φέρτον και μην ανησυχείς”, “ξέρω απ' αυτά”.
“Έτσι κι έγινε”, “εκείνη την εποχή ήταν συνήθεια οι πατεράδες να πηγαίνουν τα αγόρια τους στα μπουρδέλα για την πρώτη τους φορά”, “εγώ δεν το κρίνω και πολύ περισσότερο δεν το κατέκρινα ποτέ”. “Τις κρίσεις τις αφήνω για τον θεό και τους “καθωσπρέπει”.
“Όταν ήρθαν πατέρας και γιος, βγήκα στο σαλόνι και είπα με τρόπο στον πατέρα να φύγει”.
“Αυτός δίστασε για λίγο αλλά πείστηκε κι έφυγε”
“Παρατήρησα τον νεαρό, ήταν ένα πολύ όμορφο αγόρι, σαν κι αυτά που ερωτεύεσαι εύκολα”.
“Ντρεπόταν και γιαυτό έβαλα όλο μου τον επαγγελματισμό για να χαλαρώσει”.
“Έ! φιλαράκι” μου λέει ξαφνικά, “μην περιμένεις αναπαράσταση”.
“Καλά εσύ μιλάς, ότι θέλεις λες, εγώ περιμένω κι ακούω, δεν έκανα ούτε είπα τίποτε”.
“Εντάξει, όταν τελειώσαμε με τον νεαρό, τότε κλείδωσα το σπίτι, ξάπλωσα στον καναπέ και έκλαιγα, πόσην ώρα μη με ρωτάς, ούτε που ξέρω”.
“Γιατί έκλαιγες”; ρωτάω “δεν ήταν δα και η πρώτη φορά”.
“Όχι ρε πανεπιστημιάκια, δεν έκλαιγα γιαυτό αλλά για το ότι είχα καταστρέψει την ζωή μου”. “Έπρεπε νάχα βρει ένα τέτοιο νεαρό όταν ήμουν νέα, να τον ερωτευόμουν, να παντρευόμασταν, νάχα και κουτσούβελα”. “Γκέκε”; “Αλλά τι τα θες, ήταν αργά, συνέχισα νάχω το σπίτι, να κάνω αυτή την δουλειά, μέχρι λίγο καιρό πριν, έχω πλέον αποσυρθεί, είμαι πια γριά για το επάγγελμα”.
“Καλά, γιατί δεν τα παράταγες νωρίτερα, γιατί δεν παντρεύτηκες”; Ρωτάω.
“Άστα φιλαράκι, εγώ δεν είχα νταβατζή όταν ήμουνα πουτάνα, θ' αποκτούσα μετά”; “Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, δεν υπάρχει γυρισμός, μια φορά πουτάνα πάντα και για όλους πουτάνα”.
Περάσανε τα χρόνια, χαθήκαμε, πολύ αργότερα έψαξα για να την βρω, μούπαν πως μετακόμισε σ' ένα χωριό αλλά δεν ήξεραν σε ποιο. Μούμειναν ωστόσο οι αναμνήσεις, οι συζητήσεις που κάναμε, τα καφεδάκια που ήπιαμε κι ας ήτανε πρώην πουτάνα, ήταν και παραμένει φίλη, φίλη καθαρή όχι “μουσαντένια”. Καλή της ώρα αν ζει κι όπου βρίσκεται.
Υ/Φ χρησιμοποιώ τον όρο "αστός" όχι με την πολιτική ή οικονομική του έννοια αλλά απλά με την κοινωνιολογική. Με τον όρο “εκτός” εννοώ καθέναν και καθεμία έξω απ' το αστικό κατεστημένο. Δεν χρησιμοποιώ το “πόρνη” γιατί είναι πολύ “καθωσπρέπει”, προτιμώ το “πουτάνα”, είναι γνήσιο.