Γράφει ο Κλεισθένης.
Βρίσκομαι για διακοπές στο γυναικοχώρι. Απέναντι απ' το σπίτι μου κάθε πρωί και κάθε απόγευμα κάθεται μια γριούλα, μόνη της σε μια πολυθρόνα. Την βλέπω καθημερινά και κάθε φορά που
πάω στο χωριό, όποτε περνάω της λέω μια καλημέρα. Αναρωτιέμαι αν έχει συγγενείς αλλά μέχρι σήμερα δεν τόλμησα να την ρωτήσω. Σήμερα λοιπόν το πρωί σταμάτησαν έξω απ' το σπίτι της γριούλας καμιά δεκαριά αυτοκίνητα. Κόσμος μπαινόβγαινε, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Στην αυλή γύρω από ένα τραπέζι κάθονται πέντε-έξη άντρες. Να 'παθε κάτι η γιαγιούλα; Ξεθαρρεύω και πλησιάζω. “Καλημέρα” τους λέω.
“Καλημέρα” μου απαντούν.
“Τι έγινε”; ρωτάω, “έπαθε κάτι η γιαγιά”;
Σηκώνεται ένας άντρας γύρω στα πενήντα και μου λέει, “όχι, η γιαγιά είναι καλά”. “Είμαστε οι γαμπροί της, τα κορίτσια της και τα εγγόνια της”. “Ελάτε να πιούμε λίγο καφέ”.
Πλησιάζω και κάθομαι στο τραπέζι, σε λίγο έρχεται κι ο καφές.
“Ήρθαμε για το μνημόσυνο του Γροίκα”, μου λέει ένας απ' τους άντρες.
“Ποιος ήταν ο Γροίκας”; ρωτάω.
“Ο πεθερός μας”, “ο άντρας της γιαγιάς”.
“Τον λέγανε Γροίκα”; ρωτάω, “τι όνομα είναι αυτό”;
“Γροίκας ήταν το παρανόμι του” μου απαντούν, “όλοι εδώ στο χωριό έχουν παρανόμια, έτσι τους γνωρίζουν”.
Ήπια τον καφέ, τους χαιρέτησα και τράβηξα για το σπίτι μου.
Σε λίγο ήρθε ο παπάς του χωριού και μαζί με όλο το συγγενολόι τράβηξαν για το νεκροταφείο.
Την άλλη μέρα έφυγαν όλοι και η γριούλα ξαναβγήκε στην αυλή, καθόταν πάλι μόνη της στην πολυθρόνα της.
Αποφάσισα να λύσω τις απορίες μου κι έτσι πλησίασα.
“Καλημέρα γιαγιά” της είπα.
“Καλώς τον” μου απάντησε.
Κάθισα σ' ένα πεζούλι δίπλα της και άρχισα τις ερωτήσεις.
Η γιαγιά ήταν ευδιάθετη και πολύ ομιλητική, απαντούσε μέχρι που κατάλαβε τι ήθελα να μάθω και μου είπε. “Στάσου να στα πω απ' την αρχή”.
Με ορθάνοιχτα τ' αυτιά άκουγα μένοντας εμβρόντητος σε κάποια σημεία της αφήγησής της.
“Σαν ήμουνα κοπελίτσα, γυρνούσαμε απ' τα χωράφια μαζί με τους δικούς μου”, “τότε τον είδα”, “τον κοίταξα ίσια στα μάτια και με κοίταξε κι εκείνος”, “ήταν ο Γροίκας”, “ψηλός και γεροδεμένος”.
“Αυτό ήταν”, “σαν φτάσαμε στο σπίτι είπα του πατέρα μου”, “πατέρα θέλω να παντρευτώ, θέλω να πάρω τον Γροίκα”.
“Ο πατέρας μου ξαφνιάστηκε”, “τι λες κόρη μου”; “πως σούρθε”;
“Πατέρα τον κοίταξα και με κοίταξε”, “αυτό μου φτάνει”.
“Δε λέω, ο Γροίκας είναι καλό παιδί, πως είσαι σίγουρη ότι σε θέλει”.
“Πατέρα πήγαινε βρες τον πατέρα του να τα κανονίσετε, είμαι σίγουρη πως με θέλει”.
“Έτσι κι έγινε”, “σε λίγο καιρό είχαμε αρραβώνες και μετά τον θέρο κάναμε και τον γάμο”.
“Ο Γροίκας ήτανε περιζήτητος γαμπρός αλλά κι εγώ ήμουνα ομορφοκαμωμένη”, “μην κοιτάς τώρα που γέρασα”. “Ο Γροίκας μου ήτανε καλός και λιγομίλητος”, “κάναμε μαζί πέντε κορίτσια”, “κάθε φορά που γένναγα τον έβλεπα πικραμένο, ήθελε γιο, τόχε μαράζι”.
“Θυμάμαι όταν γέννησα την στερνοπούλα μας ήρθε στο κρεβάτι, πήρε το μωρό στην αγκαλιά του και είπε”.
“Όρε γυναίκα, τούτο το μωρό είναι πανέμορφο”.
“Όλα μας τα κορίτσια είναι όμορφα, Γροίκα μου”
“Ναι, αλλά ετούτο είναι σαν αγγελούδι”
“Τ' αγαπάς τα κορίτσια μας Γροίκα”; “τον ρώτησα”.
“Όρε γυναίκα, τι 'ρώτημα είναι τούτο”; “άκου αν αγαπάω τα κορίτσια μας; και βέβαια τ' αγαπάω”.
“Κουρασμένη απ' την γέννα αποκοιμήθηκα αλλά είχα ακόμα τον φόβο ότι ο Γροίκας μου ήθελε γιους και δεν τ' αγαπούσε τα κορίτσια μας”.
“Σε λίγο καιρό, ήτανε χειμώνας, ήρθε ο Γροίκας μου νωρίτερα απ' τον καφενέ”, “Τα κορίτσια μας τρέξανε στην πόρτα και αγκαλιάσανε τα πόδια του”, “ήτανε τέσσερα που να τα κάνει καλά”, “τα φώναξα και ήρθανε στο κουζινάκι, ξωπίσω τους ο Γροίκας μου”.
“Είχα ανάψει την ξυλόσομπα και έβραζα τραχανά για βραδινό, τραχανά με τυρί φέτα, άρεσε πολύ στα κορίτσια μας”, “Όχι για να το παινευτώ αλλά με τον Γροίκα μου δεν στερηθήκαμε τίποτα, πάντα φρόντιζε να τάχουμε όλα, ήτανε δουλευταράς και προκομμένος”, “όταν πούλαγε την σοδειά αγόραζε πάντα φουστανάκια, παπουτσάκια και ότι άλλο έπρεπε για τα κορίτσια μας και μετά τα καμάρωνε με τα καινούρια τους τα ρούχα”. “Αυτά κάνανε σαν τρελά όποτε τον έβλεπαν” “ποτές του δεν τα μάλωσε, εγώ καμιά φορά τα μάλωνα και μούλεγε, τι τα μαλώνεις όρε γυναίκα, αυτά είναι μικρούτσικα σαν κουκλίτσες”.
“Μέσα στο κουζινάκι, δίπλα στην σόμπα είχαμε μια μεγάλη κρεβατίνα”, “πήρε λοιπόν ο Γροίκας μου το μωρό, ξάπλωσε στη μέση της κρεβατίνας ανάσκελα με λυγισμένα τα πόδια, έβαλε το μωρό ανάμεσα στα σκέλια του με το κεφαλάκι στα γόνατά του και τούλεγε λεξούλες”, “αυτό κούναγε τα χεράκια του πάνω-κάτω και χαχάνιζε”, “που και που μπουρμπούλιζε, αμπού, αγκού και δώστου γέλαγε ο Γροίκας μου”, “τ' άλλα τέσσερα κορίτσια μας ανεβήκανε στην κρεβατίνα και χοροπηδάγανε γύρω του”, “τον καβαλάγανε στο στήθος, του τραβούσανε τα μαλλιά και τις μουστάκες κι αυτός γέλαγε”, “εγώ κοίταζα 'φχαριστημένη”, “τότε έφυγε κι ο φόβος ότι δεν αγαπούσε ο Γροίκας μου τα κορίτσια μας”.
Αφού κουράστηκαν πατέρας και κορίτσια, κένωσα τον τραχανά στα πιάτα και καθίσαμε στο τραπέζι”.
“Ο Γροίκας μου είχε την στερνοπούλα μας στα γόνατά του και με ρώτησε”, “κάνει όρε γυναίκα να φάει το μωρό τραχανά”; “κάνει” του απάντησα, “μεγάλωσε πια”.
“Πήρα το μωρό στην αγκαλιά μου και το τάιζα τραχανά”, “μου λέει τότες ο Γροίκας μου”, “όρε γυναίκα κοίτα το μωρό έχει μουστάκια”, “ήτανε ο τραχανάς πούχε κολλήσει στο στοματάκι του μωρού”, “σκέφτηκα, έχει μαράζι ακόμα ο Γροίκας μου, δεν κάναμε ένα γιο”.
“Αφού φάγαμε πήγα τα κορίτσια μας για ύπνο”, “ξεθεωμένα απ' το παιγνίδι αποκοιμηθήκανε αμέσως”, “το μωρό κοιμότανε στην κούνια”, “τότες είπα στον Γροίκα μου”, “μην στεναχωριέσε άντρα μου που δεν έχουμε γιο, θ' αποχτήσουμε σύντομα πέντε γιους”.
“Τ' είναι τούτα που λες όρε γυναίκα” μ' αποκρίθηκε.
“Ναι, Γροίκα μου, πέντε γιους, πέντε παλληκάρια και δεν θα κουραστούμε να τα μεγαλώσουμε, θα τα 'χουν μεγαλωμένα άλλες μανάδες”, “θα κάνουμε πέντε γαμπρούς Γροίκα μου, μην χολοσκάς που δεν έχουμε γιούς”.
“Στάθηκε για λίγο σκεφτικός και μου απαντάει”
“Δεν χολοσκάω πια όρε γυναίκα, μούφυγε το σαράκι, δεν ήτανε γραφτό μας ν' αποχτήσουμε 'σερνικά μα τα κορίτσια μας είναι όμορφα, τόσο όμορφα που θα τα καλοπαντρέψουμε, δίκιο έχεις”.
“Έτσι κι έγινε, περάσανε τα χρόνια και παντρέψαμε τα κορίτσια μας με τους άντρες που 'δες χτες, αποκτήσαμε εγγόνια και δισέγγονα, τα 'δες χτες”. “Τα πρόλαβε κι ο Γροίκας μου πριν φύγει, αποχτήσαμε εγγόνες και εγγονούς μα ο Γροίκας μου ποτές δεν τα ξεχώρισε”.“Ότι και να σου πω, τα κορίτσια μας τ' αγάπαγε ο Γροίκας μου, αν κακότυχα αρρώσταινε κάποιο, ξαγρύπναγε και μια και δυο και τρεις νυχτιές μέχρι να πέσει ο πυρετός”.
“Σε λίγο θα πάω να τον βρω, θάχει έτοιμο το σπίτι μας εκεί πάνω, με περιμένει”, “Τα παιδιά μου μου λένε να πάω μαζί τους στην πόλη, εγώ όμως θέλω να πεθάνω εδώ σ' αυτό το σπίτι, στο σπίτι μας, εμένα και του Γροίκα μου, εδώ που γέννησα και μεγάλωσα τα κορίτσια μας”.
Πέρασε η ώρα, χαιρέτησα την γιαγιούλα και τράβηξα για το σπίτι μου, ώρα φαγητού.
Αργότερα με μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα σκάρωσα λίγα στιχάκια.
Πέντε κορίτσια του ΄κανα
λουλούδια μυρωμένα
πέντε κορίτσια ζηλευτά
ομορφοκαμωμένα.
Μα το μαράζι για 'να γιο
τον Γροίκα βασανίζει,
όμως για την κακοτυχιά
κανέναν δεν κακίζει.
Περνάει ο καιρός ακράτητος
χειμώνες καλοκαίρια
και πέντε γιους απόχτησε
των κοριτσιών του ταίρια.
Τώρα πια έχει πέντε γιους
και πέντε θυγατέρες,
έχει εγγόνους κι εγγονές
γαληνεμένες 'μέρες.
Υ/Φ Το “Γροίκας” είναι παρανόμι (παρατσούκλι) και το γράφω αυθαίρετα με “οι”, πιθανολογώ ότι προέρχεται απ΄το γροικώ (ακούω). Η ιστοριούλα έχει στοιχεία αληθινά και φανταστικά, σύμμεικτα.