Η Ελενάρα (το ψυχικό).



Γράφει ο Κλεισθένης.
Το κείμενο είναι συνέχεια προηγούμενου με τον τίτλο “Η Ελενάρα”. Πρέπει να διαβαστεί για να μην υπάρχουν απορίες.


Κάποια μέρα, μετά το φαγητό, πήγαμε με την Ελενάρα για καφέ στο σπίτι της, ένα δυαράκι ρετιρέ. Έγινε πριν μια στιχομυθία για το αν ήθελα να πάω σπίτι της. Φυσικά και ήθελα και ούτε με πείραζε το παρελθόν της.
Αφού καθίσαμε άρχισε η κουβέντα.
“Ρε μορφονιέ, πανεπιστημιάκια, γιατί γουστάρεις την παρέα μου”; “για κρεβάτι αποκλείεται, σε είδα τις προάλλες με μια ξανθιά ομορφούλα, άλλωστε σου πέφτω μεγάλη”.
“Κάνεις καλή παρέα, μ' αρέσουν οι συζητήσεις μαζί σου, μαθαίνω” της απάντησα.
“Τι σπουδάζεις”; με ρωτάει.
“Πολιτικές επιστήμες”.
“Δηλαδή ψεύτης”.
“Όχι ρε Ελενάρα, δεν πρόκειται να γίνω πολιτικός”.
“Αλλά”;
“Άσε τώρα που να σου εξηγώ”, “τι θα μου πεις σήμερα”;
Παίρνει βαθιά ανάσα, κι αρχίζει.
“Η ιστορία που θα σου πω είναι δύσκολο να την πιστέψεις”, “δεν θάχεις κι άδικο, ποιος θα πίστευε μια πρώην πουτάνα”
“Άσε τις τσιριμόνιες και λέγε”.
“Καλά, πριν πολλά χρόνια η γειτονιά πούχα το σπίτι θέλησε να με διώξει, γιατί δημιουργούσε λέγανε πρόβλημα το μπουρδέλο μου”, “πρωτοστάτησε κάποιος Ανέστης, χονδρέμπορας, ήταν και επίτροπος στην εκκλησία”, “με φωνάζει μια 'μέρα ο αστυνόμος να πάω στο τμήμα”, “εκεί μούδειξε ένα χαρτί με κάμποσα ονόματα γραμμένα”, “με ρώτησε αν τους ξέρω”, “τούπα όχι αλλά δεν με πίστεψε”
Πίνει λίγο καφέ, αναστενάζει ξανά, ανάβει τσιγάρο. Ασυναίσθητα κάνω προς τα πίσω. “Δεν καπνίζεις 'μορφονιέ, μπράβο, σε πειράζει”;
“Όχι, κάπνισε”.
“Ο αστυνόμος που λες, ντόμπρο παλικάρι μου λέει”, “αυτοί που είδες στο χαρτί μου ζήτησαν να σε διώξω απ' την γειτονιά αλλά αφού έχεις άδεια και όλα τα χαρτιά δεν μπορώ”, “απλά σούδειξα ποιοι είναι, μην το πεις όμως σε κανένα και με κάψεις”.
“Δεν θα το πω, στην τιμή μου” του λέω και σκάσαμε στα γέλια. “Ο αστυνόμος ήτανε παιδί της πιάτσας και ήξερε πως δεν θάλεγα τίποτε”.
Ξαναπίνει λίγο καφέ.
“Λοιπόν”; ρωτάω.
“Σιγά, σιγά μην πνιγώ κιόλας”, “όλους τους ήξερα, οι περισσότεροι είχαν περάσει απ' το σπίτι”, “σχεδόν όλοι με οικογένειες”, “ααχ, ήμουνα πολύ όμορφη στα νιάτα μου, όλοι με γλυκοκοιτάγανε, από μυαλό; κουκούτσι”.
“Και τι έκανες”; ρωτάω με ανυπομονησία.
“Τίποτε, τι ήθελες να κάνω”;
“Να τους ξεμπροστιάσεις” απαντάω έντονα.
“Άκου πανεπιστημιάκια, εγώ δεν χάλασα ποτέ το σπίτι κανενός, εγώ δεν έκανα οικογένεια και ζήλευα όσες είχαν σπιτικό, άντρα και παιδιά”, “έτσι είναι ο κόσμος, κακός”, “άκου όμως και το καλύτερο”, “ο Ανέστης, αυτός ο χονδρέμπορας που ήταν και επίτροπος είχε μια υπηρετριούλα που τούχαν στείλει από ένα χωριό για να τρώει ένα κομμάτι ψωμί, φτώχεια βλέπεις”, “ένα βράδυ λοιπόν βλέπω σ' ένα πεζούλι, μέσα στο σκοτάδι, ένα κορίτσι να κλαίει”, “έκανα να φύγω αλλά με πιάσανε τα ψυχοπονιάρικά μου”, “πλησίασα, το κορίτσι ήταν η υπηρετριούλα του Ανέστη”, “γιατί κλαις, την ρώτησα”, “έφυγα απ' του κυρ Ανέστη, μου απάντησε”, “γιατί; τη ρώτησα”, “έκλαιγε, έκλαιγε και δεν μου απαντούσε”, πονηρεύτηκα, κάτι συμβαίνει”, “την πήρα στο σπίτι μου, όχι στο μπουρδέλο αλλά στο σπίτι που έμενα, της έστρωσα να κοιμηθεί και το πρωί άρχισα την ανάκριση”.
Πίνει λίγο καφέ κι αναστενάζει.
“Λέγε, με γκάστρωσες” της λέω.
“Καλά, καλά, συνεχίζω”, “ο Ανέστης το βίαζε το κοριτσάκι, αυτό δεν άντεξε άλλο και την κοπάνησε”, “τάχασα, είναι δυνατόν, ο Ανέστης, ο χονδρέμπορας, ο επίτροπος στην εκκλησία”; “εκείνη τη 'μέρα δεν πήγα για δουλειά, πήρα το κοριτσάκι και το πήγα στον γιατρό, αυτόν ντε που μας εξετάζει και παίρνουμε το πιστοποιητικό”, “φοβόμουνα μήπως το είχε γκαστρώσει ο παλιάνθρωπος”, “ευτυχώς, δεν ήταν γκαστρωμένο, θάταν στείρος, ο θεός τιμωρεί και τους ζωντανούς να ξέρεις”.
“Ο Ανέστης είχε οικογένεια”; ρωτάω.
“Πως δεν είχε, ήταν παντρεμένος με μια θεούσα”, “δεν είχε όμως παιδιά”.
“Τι εννοείς θεούσα” ρωτάω”.
“Να αυτές με τον σφιχτοδεμένο κότσο, που κάνουν βαθιές μετάνοιες και μεγάλους σταυρούς στις εκκλησιές”, “κακές γυναίκες, εγώ στο λέω, η Ελενάρα η πουτάνα”.
“Καλά αυτή η θεούσα, όπως λες, δεν πήρε χαμπάρι τίποτε”; ρωτάω.
“Και να πήρε, αυτές δεν μιλάνε, φοβούνται τι θα πει η γειτονιά, κάνουν τις θρήσκες για τον κόσμο ενώ στο βάθος είναι στρίγκλες”.
“Μετά τι έγινε”; ρωτάω.
“Μετά πήγα το κορίτσι στο πρακτορείο, τούβγαλα ένα εισιτήριο και τόστειλα πίσω στο χωριό του”, “δεν το ξανάδα από τότε, καλή του ώρα όπου και νάναι”, “τι έφταιγε το δύστυχο”;
Αναστενάζει και ανάβει τσιγάρο, “ξέρω πως δεν καπνίζεις” μου λέει, “αλλά καφές χωρίς τσιγάρο δεν πάει”, “το άναψα γιατί μετά έγιναν κι άλλα”.
“Δηλαδή”;
“Σιγά, ομορφονιέ, σιγά να πάρω μιαν ανάσα”.
Με την κουβέντα είχα ξεχάσει τον καφέ μου, είχε πια κρυώσει, άρχισα να τον πίνω έστω και κρύο.
“Θες ένα τσιγαράκι”; με ρωτάει.
“Να μου λείπει το βύσσινο”.
“Σιγά μη σούδινα, να πάθεις καρκίνο, νέο παιδί”.
“Έλα άστα αυτά τώρα, τι έγινε μετά”;
“Σε λίγες μέρες μαθαίνω ότι κάποιος χαράκωσε με σουγιά τον Ανέστη”, “ρωτάω ποιος και μου λένε, ο αδερφός του κοριτσιού που βίαζε ο Ανέστης”. “Ήρθε απ' το χωριό και τον χαράκωσε στη μούρη”. “Τον πιάσανε και τον πήγανε στο αυτόφωρο”, “το λυπήθηκα το παλικάρι, πήγα κι εγώ, μάρτυρας”, “ο 'σαγγελέας είπε πως δεν ήμουνα αξιόπιστη μάρτυρας, πουτάνα βλέπεις, αλλά ο πρόεδρος τον έκοψε και δέχτηκε την κατάθεσή μου”, “του 'ρίξανε κάμποσους μήνες φυλακή”. “Σαν βγήκε ήρθε και μ' ευχαρίστησε, νάναι καλά το παλικάρι”. “ Ο Ανέστης έφυγε απ' την γειτονιά, δεν τον ξανάδα από τότε”. “Λοιπόν”; με ρωτάει.
“Τι λοιπόν”;
“Τα πιστεύεις αυτά που σου λέω”;
“Ναι! Ρε Ελενάρα, τα πιστεύω, γιατί να μου πεις ψέμματα”;
“Για να σου κάνω την καλή, ξέρω 'γω”;
“Γιατί να μου κάνεις την καλή”; “για να σε παντρευτώ”;
Βάζει τα γέλια. “Αλήθεια σου λέω, αυτό το ψυχικό τόχω για τον άι-Πέτρο, μπας και γλιτώσω την κόλαση”.
“Ελενάρα, πρέπει να φύγω, έχω πολύ διάβασμα, τα ξαναλέμε”.
Έφυγα, οι ιστορίες της Ελενάρας μούκαναν τόση εντύπωση που ίσως να επηρέασαν και τον χαρακτήρα μου, τις αντιλήψεις μου, την θεώρησή μου για την κοινωνία και τους ανθρώπους, άλλο πράγμα να τα μαθαίνεις απ' τα βιβλία και άλλο πράγμα απ' την Ελενάρα, την φίλη μου, την πρώην πουτάνα, με την ωμή λαλιά.