Για μία Ελληνίδα.



Γράφει ο Κλεισθένης.



Πριν λίγα χρόνια.

Είναι νύχτα, περασμένες δύο, φτάνω στο αεροδρόμιο, πρώτη μου φορά, νοιώθω σαν σε ξένη πόλη.

Ακολουθώ τους άλλους και βρίσκομαι σε μία τεράστια αίθουσα. Ψάχνω κάποιον να ρωτήσω.

Απέναντι πίσω απ' τον γκισέ βλέπω μία ομορφούλα, δεν έχει κάποιον μπροστά της, πλησιάζω. Από πιο κοντά διαπιστώνω ότι είναι πανέμορφη.

“Καλημέρα” της λέω.

“Καλημέρα” μου απαντά με ένα υπέροχο χαμόγελο. “Θα κάνετε τσεκ ιν”; με ρωτάει, “ταξιδεύετε”;

“Όχι, κοπέλα μου” της λέω, “ήρθα να παραλάβω ένα φίλο”.

“Τότε πρέπει να πάτε κάτω, στις αφίξεις” μου λέει.

“Έχω πολύ χρόνο” της απαντώ, “ψάχνω κάπου να πιω ένα καφέ”

Σηκώνεται όρθια, “από 'κει” μου λέει δείχνοντας.

“Νάσαι καλά κοπέλα μου” της λέω και φεύγω προς τα 'κει που μου έδειξε.

Φτάνω σε ένα “καφέ”, βρίσκω ένα τραπεζάκι με δύο καθίσματα και κάθομαι για να απολαύσω τον καφέ μου και ν' ανοίξει λίγο το μάτι μου.

Σε λίγο, απ' το βάθος της αίθουσας βλέπω την ομορφούλα νάρχεται. Λευκό πουκαμισάκι, μπλέ φουστίτσα, ψηλόλιγνη, υπέροχη κορμοστασιά, αρχοντικό περπάτημα. Παίρνει ένα καφέ και κοιτάζει γύρω για άδειο τραπέζι. Πολύς ο κόσμος, όλα τα τραπέζια είναι πιασμένα. Παίρνω το θάρρος, σηκώνομαι, της κάνω νεύμα νάρθει στο δικό μου. Μου χαμογελά και έρχεται. Δεν είναι λίγο πράγμα να πίνεις καφέ συντροφιά με μία πανέμορφη γυναίκα.

Κάθεται και αρχίζει το ερωτηματοαποκριτικό. Πως σε λένε, πόσα χρόνια δουλεύεις, από που είσαι κτλ.

Μου απαντά με άνεση.

Ανακαλύπτω έκπληκτος ότι είναι 25 χρονών. Είναι παντρεμένη και σπουδαγμένη, επιπλέον μιλάει 5 γλώσσες.

“Πότε πρόλαβες”; τη ρωτάω.

Χαμογελάει. “όταν θέλει κάποιος τα προλαβαίνει όλα” μου απαντά.

Με παίρνει “μονότερμα”. Μιλάει, μιλάει, μιλάει.

Για λίγο δεν την ακούω, σκέπτομαι, συγκρίνω. Φέρνω στο μυαλό μου όλα εκείνα τα όντως πανέμορφα κοριτσόπουλα που γίνονται ημίγυμνες “γλάστρες” στα τηλεοπτικά πλατό, εκείνα που συνωστίζονται έξω απ' τα ψευτοκαλλιτεχνικά γραφεία για να γίνουν δήθεν μοντέλα και καταλήγουν μετρέσες πολυτελείας, εκείνα που είναι βυθισμένα στην σαπίλα και τα ναρκωτικά. Η κοπέλα δίπλα μου προτίμησε να δουλεύει στο αεροδρόμιο, μέσα στην άγρια νύχτα. Προτίμησε να σπουδάσει, προτίμησε να κάνει οικογένεια . Είναι άξια θαυμασμού.

“Σε ζάλισα με την πολυλογία μου” μου λέει. “Μιλάω για να ξαγρυπνήσω, να βγάλω την βάρδια, βοηθάει βέβαια και ο καφές”.

“Τι λες κοπέλα μου”; “δεν με ζάλισες καθόλου, απεναντίας χαίρομαι που συζητάμε, εσύ ένα πανέμορφο κορίτσι κι εγώ ένας γεροξεκούτης”

Βάζει τα γέλια. “όχι και γεροξεκούτης” μου λέει. Σηκώνεται, “πρέπει να φύγω, το διάλειμμα τελείωσε”. Βγάζει απ' την τσάντα της ένα πορτοφόλι, το ανοίγει και μου δείχνει τις φωτογραφίες του άντρα της και του μωρού της. “Το αεροδρόμιο είναι το δεύτερο σπίτι μου”, μου λέει “εδώ γνώρισα τον άντρα μου, απ' εδώ ζούμε”.

Απλώνω το χέρι μου, σφίγγω το δικό της. “Καλό υπόλοιπο” της λέω.

“Νάστε καλά” μου απαντά.

Φεύγει με ένα αέρινο περπάτημα, την παρατηρώ μέχρι που χάνεται στο τέλος της αίθουσας.

Μένω μόνος, μια πικρίλα, όχι απ' τον καφέ, μούρχεται στο στόμα, πως γίνεται με τόσο υπέροχες Ελληνίδες αυτός ο τόπος να μην πηγαίνει μπροστά. Γιατί; Τι φταίει;



Υ/Φ Στο κείμενο περιγράφω αληθινά γεγονότα, το αφιερώνω με αγάπη στους πρώην εργαζόμενους της Ολυμπιακής και με αηδία σε κάποια ψευτολογιστάκια που παριστάνουν τους υπουργούς και κάποιους ξεδιάντροπους κυβερνήτες που την ξεπούλησαν. Η Ολυμπιακή όμως δεν κλείνει ποτέ, την έχουμε πάντα στην καρδιά μας, είναι ο εθνικός μας αερομεταφορέας, μας συνδέει με όλο τον κόσμο.