Ότι δίνεις, παίρνεις.

ImageΓράφει ο Κλεισθένης.
Συχνά πυκνά ακούμε τους "σωτήρες" πολιτικούς μας να λένε πόσο πονάνε απ' την δυστυχία των Ελλήνων που σημειωτέο οι ίδιοι προκάλεσαν. Η ακόλουθη ιστοριούλα ίσως μας δείξει ένα τρόπο αντίδρασης.
Κάποτε δύο ξυλοκόποι πήγαν με τα ζωντανά τους να κόψουν ξύλα για να τα πουλήσουν στο παζάρι.
Ο ένας ξυλοκόπος πήρε το τσεκούρι του και άρχισε να δουλεύει σκληρά.
Ο άλλος ξάπλωσε κάτω απ' την σκιά ενός δέντρου και όποτε ο συνεταίρος του χτυπούσε μία τσεκουριά φώναζε ωχ.
Αφού έκοψε τα ξύλα ο πρώτος ξυλοκόπος άρχισε να τα φορτώνει στα ζώα. Κάθε φορά που φόρτωνε ένα ξύλο ο άλλος φώναζε ωχ.
Τελικά πήγαν στο παζάρι και πούλησαν τα ξύλα, πήραν 5 λίρες. Στον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι τους ο ξυλοκόπος που φώναζε ωχ, ζήτησε απ' τον άλλο να μοιραστούν τις λίρες.
Η απάντηση του ξυλοκόπου που έκοψε και κουβάλησε τα ξύλα ήταν "μα εσύ δεν έκανες τίποτε, γιατί μου ζητάς μερίδιο";  Άρχισαν να τσακώνονται, τότε ένας συγχωριανός τους είπε, "γιατί δεν πηγαίνετε στον δικαστή"; "προκειμένου να μαλώνετε".
Έτσι αποφάσισαν να πάνε στον δικαστή.
Μετά την αφήγησή τους ο δικαστής διέταξε να του φέρουν ένα μεταλικό τάσι. Πρόσταξε τον πρώτο ξυλοκόπο να του δώσει τις λίρες. Αυτός τις έδωσε με "μισή" καρδιά ενώ ο άλλος φάνηκε ευχαριστημένος πιθανολογώντας ότι θα έπαιρνε μερίδιο.
Ο δικαστής πρόσταξε τον ξυλοκόπο που φώναζε ωχ, "έλα πιο κοντά", άρχισε να ρίχνει τις λίρες μία μία πάνω στο μεταλικό τάσι, "τις άκουσες που κουδούνιζαν πάνω στο τάσι"; τον ρώτησε. "Αμέ, τις άκουσα πολύ καλά", τότε του είπε "έχεις πληρωθεί" και έδωσε πίσω τις λίρες στον ξυλοκόπο που κουράστηκε να κόψει και να φορτώσει τα ξύλα.
Παίρνοντας υπ' όψη μας αυτή την ιστοριούλα ας συμπεριφερθούμε κατάλληλα στους ψυχοπονιάρηδες πολιτικούς μας όποτε και όπου χρειάζεται.