Όταν μαλώνουν οι ελέφαντες, την πληρώνουν τα ποντίκια - Πεδίο μάχης ΗΠΑ - Κίνας η Ελλάδα...

 Όταν μαλώνουν οι ελέφαντες, την πληρώνουν τα ποντίκια - Πεδίο μάχης ΗΠΑ - Κίνας η Ελλάδα - Εκτίμηση σοκ από Γερμανό αναλυτήΗ Ελλάδα βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο ενός αθέατου γεωπολιτικού παιγνίου ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, σύμφωνα με ανάλυση του Atlantic Council.
Το think tank προειδοποιεί ότι η χώρα μας εξελίσσεται σε «νέο

πεδίο μάχης» οικονομικής, τεχνολογικής και στρατηγικής επιρροής, με «μαύρες σκιές» να απλώνονται πάνω από την Εθνική Ασφάλεια.
Όπως αναφέρει η έκθεση, η αυξανόμενη κινεζική παρουσία σε κρίσιμες ελληνικές υποδομές —όπως το λιμάνι του Πειραιά— προκαλεί ανησυχία για πιθανή διείσδυση του Πεκίνου σε νευραλγικούς τομείς του κράτους.
Την ίδια στιγμή, οι ΗΠΑ εντείνουν την πίεση για πλήρη ευθυγράμμιση της Αθήνας με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Ένας Γερμανός αναλυτής, σχολιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης, τονίζει ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να μετατραπεί σε «κομβικό σημείο σύγκρουσης συμφερόντων» στην Ανατολική Μεσόγειο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σταθερότητα και την εθνική της κυριαρχία, ενώ στο τέλος «βλέπει» να καταλήγουμε στην... Ανατολή.

Σκεπτικισμός

Ειδικότερα, σύμφωνα με το Atlantic Council, τα τελευταία 20 χρόνια, η πολιτική της Ελλάδας έναντι της Κίνας έχει μεταβληθεί από μια ενθουσιώδη αισιοδοξία σε σκεπτικισμό - μια μεταστροφή που αντικατοπτρίζει τις ευρύτερες διατλαντικές και ευρωπαϊκές δυναμικές.
Οι διμερείς σχέσεις εμβαθύνθηκαν κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης χρέους, όταν οι οικονομικές πιέσεις αναδιαμόρφωσαν τις προτεραιότητες της Αθήνας τόσο στη δημοσιονομική όσο και στην εξωτερική της πολιτική.
Τα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων, που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο των μνημονίων και καθοδηγήθηκαν από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), άνοιξαν τον δρόμο για μεγάλες κινεζικές επενδύσεις — με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την εξαγορά του λιμανιού του Πειραιά το 2016 από την κρατική China Ocean Shipping Company Limited (COSCO).

Το εμβληματικό αυτό έργο της κινεζικής πρωτοβουλίας Belt and Road (BRI) εξασφάλισε στο Πεκίνο μια στρατηγική πύλη εισόδου στην Ευρώπη.
Η Αθήνα εντάχθηκε επίσημα στην Πρωτοβουλία Belt and Road το 2018 και στο σχήμα «17+1» υπό κινεζική ηγεσία το 2019, γεγονός που σηματοδότησε στοφή προς το Πεκίνο, που σε ορισμένες περιπτώσεις μετρίασε τη στήριξη της Ελλάδας για ζητήματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Μετά την υπογραφή μεγάλων συμβάσεων για λιμενικές παραχωρήσεις και την πώληση πρόσθετων περιουσιακών στοιχείων σε κινεζικές εταιρείες, στην Αθήνα και τις Βρυξέλλες αυξήθηκε η ανησυχία για τις εθνικές και ευρωπαϊκές επιπτώσεις σε ό,τι αφορά την ασφάλεια.
Οι φόβοι αυτοί, σε συνδυασμό με τη μεταβαλλόμενη γεωπολιτική πραγματικότητα, ώθησαν την Ελλάδα να επαναπροσδιορίσει την πολιτική της και να ευθυγραμμιστεί στενότερα με τους εταίρους της στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Από τον Θουκυδίδη έως το λιμάνι του Πειραιά

Η Ελλάδα συνήψε διπλωματικές σχέσεις με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας το 1972, λίγο μετά την είσοδο της τελευταίας στα Ηνωμένα Έθνη.
Τη δεκαετία του 1980, η Αθήνα ενίσχυσε τις σχέσεις της με το Πεκίνο τόσο για να εξασφαλίσει πολιτική στήριξη εν μέσω εντάσεων με την Τουρκία, όσο και για να διευρύνει τη συνεργασία στον τομέα της ναυπηγικής και του εμπορίου.
Το διμερές εμπόριο Ελλάδας–Κίνας ήταν περιορισμένο στις αρχές της δεκαετίας του 2000 —περίπου 900 εκατ. δολάρια το 2001— αλλά αυξήθηκε θεαματικά τις επόμενες δεκαετίες, ιδιαίτερα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, φθάνοντας σχεδόν τα 8 δισ. δολάρια έως το 2024.
Ωστόσο, η αύξηση αυτή συνοδεύτηκε από έντονη ανισορροπία: οι ελληνικές εξαγωγές μειώθηκαν από πάνω από 1 δισ. δολάρια το 2018 σε μόλις 450 εκατ. δολάρια το 2024, ενώ οι εισαγωγές από την Κίνα σχεδόν διπλασιάστηκαν —από 4,2 δισ. σε 7,5 δισ.— οδηγώντας το εμπορικό έλλειμμα πάνω από τα 7 δισ. δολάρια.
Οι εξαγωγές της Ελλάδας προς την Κίνα αντιπροσωπεύουν περίπου το 0,9% του συνόλου των 53 δισ. δολαρίων ελληνικών εξαγωγών το 2024, αποτελούμενες κυρίως από ορυκτά, αγροτικά προϊόντα και φαρμακευτικά είδη.
Αντίθετα, οι εισαγωγές από την Κίνα είναι πολύ πιο διαφοροποιημένες, κυριαρχούμενες από μηχανήματα, ηλεκτρονικά και βιομηχανικά προϊόντα.
Η Κίνα είναι πλέον ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ελλάδας, καλύπτοντας το 8,5% των συνολικών εισαγωγών ύψους 90 δισ. δολαρίων.
Όσον αφορά τις επενδύσεις, η Ελλάδα έχει εξελιχθεί σε βασικό σημείο εισόδου για τα κινεζικά κεφάλαια στην Ευρώπη.
Μεταξύ 2000 και 2024, οι συνολικές άμεσες κινεζικές επενδύσεις (FDI) ανήλθαν σε περίπου 5 δισ. δολάρια, σύμφωνα με το Mercator Institute for China Studies, επικεντρωμένες σε υποδομές, ενέργεια, ναυτιλία και τηλεπικοινωνίες.
Άλλες εκτιμήσεις είναι ακόμη υψηλότερες: σύμφωνα με το China Global Investment Tracker, οι επενδύσεις και οι κατασκευαστικές συμβάσεις ανήλθαν σε 9,7 δισ. δολάρια την περίοδο 2005–2025, γεγονός που αναδεικνύει το αποτύπωμα του Πεκίνου στη χώρα.

Ο Πειραιάς ως «κεφαλή του δράκου»

Το λιμάνι του Πειραιά, η ναυαρχίδα των επενδύσεων της COSCO με συνολικές επενδύσεις άνω των 600 εκατ. δολαρίων, αποτελεί το κεντρικό σημείο της κινεζικής εμπλοκής στην Ευρώπη και βασικό κόμβο της Πρωτοβουλίας Belt and Road.
Η σημασία του Πειραιά για την Κίνα αντικατοπτρίζει τόσο τις οικονομικές ευπάθειες της Ελλάδας όσο και τις ναυτιλιακές φιλοδοξίες του Πεκίνου.
Η στρατηγική σημασία του λιμανιού χρονολογείται από την αρχαιότητα.
Ο σύγχρονος Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ιδρύθηκε το 1930 και επεκτάθηκε τη δεκαετία του 1970, παραμένοντας κεντρικός για τη ναυτιλιακή ταυτότητα της χώρας.
Η εμπλοκή της Κίνας ξεκίνησε το 2008, όταν η COSCO εξασφάλισε 35ετή σύμβαση για τη λειτουργία δύο προβλητών, παρά τις απεργίες και τη δημόσια αντίδραση.
Μετά την κρίση χρέους και την εφαρμογή των ιδιωτικοποιήσεων, η COSCO απέκτησε το 51% του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς για 310 εκατ. δολάρια, μετατρέποντας το λιμάνι σε «κεφαλή του δράκου» της κινεζικής παρουσίας στην Ελλάδα.
Το 2021 αύξησε το ποσοστό της στο 67% με επιπλέον επένδυση 95 εκατ. δολαρίων.
Με χρόνο μεταφοράς περίπου 22 ημερών από τη Σαγκάη -δέκα λιγότερες από τις διαδρομές προς το Ρότερνταμ ή το Αμβούργο- ο Πειραιάς έχει εξελιχθεί σε στρατηγικό κόμβο της BRI.
Η σημασία του ενισχύεται από την παγκόσμια ναυτιλιακή κυριαρχία της Ελλάδας: ο ελληνόκτητος στόλος, ο μεγαλύτερος στον κόσμο, ελέγχει το 21% της παγκόσμιας και το 60% της ευρωπαϊκής χωρητικότητας, με σχεδόν 5.000 πλοία συνολικής αξίας 70 δισ. δολαρίων.
Οι Έλληνες εφοπλιστές μεταφέρουν περίπου το 60% των κινεζικών εξαγωγών.
Η επένδυση της COSCO απέφερε σημαντικά οφέλη: η διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων αυξήθηκε από 1,5 εκατ. μονάδες το 2009 σε 6,2 εκατ. το 2025, καθιστώντας τον Πειραιά το μεγαλύτερο διαμετακομιστικό κέντρο στη Μεσόγειο.
Τα έσοδα μεταστράφηκαν από ζημίες 37 εκατ. δολαρίων το 2009 σε κέρδη άνω των 250 εκατ. το 2024, συνοδευόμενα από δημιουργία θέσεων εργασίας και τοπική ανάπτυξη.
Ωστόσο, οι φιλοδοξίες της COSCO συνάντησαν και εμπόδια.
Το 2022, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε σχέδιο επένδυσης ύψους 4,5 δισ. δολαρίων για νέο επιβατικό λιμένα, λόγω αποτυχίας στην περιβαλλοντική αξιολόγηση — υπογραμμίζοντας την ένταση ανάμεσα σε μεγάλες ξένες επενδύσεις, εθνική νομοθεσία και ανησυχίες ασφαλείας.
Η στροφή αυτή αντικατοπτρίζει την υιοθέτηση από την Αθήνα μιας πιο προσεκτικής προσέγγισης απέναντι στο Πεκίνο και τη σύμπλευση με τις ΗΠΑ και την ΕΕ στην ενίσχυση του ελέγχου στρατηγικών κινεζικών επενδύσεων.
Τον Μάιο του 2025, η ελληνική κυβέρνηση ψήφισε τον πρώτο οργανωμένο νόμο για τον έλεγχο άμεσων ξένων επενδύσεων (Νόμος 5202/2025), βασισμένο στο γερμανικό πρότυπο και πλήρως ευθυγραμμισμένο με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/452.

«Μία ζώνη, ένας δρόμος» (BRI)

Η εμπλοκή της Ελλάδας με την Κίνα εμβαθύνθηκε σημαντικά το 2016, έπειτα από την επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο Πεκίνο.
Κατόπιν της συνάντησής του με τον Πρόεδρο Xi Jinping, η Ελλάδα προσέγγισε περισσότερο την Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (BRI) και το σχήμα συνεργασίας «16+1» — μια πλατφόρμα μέσω της οποίας η Κίνα συνεργαζόταν με δεκαέξι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Η Αθήνα είχε ήδη αποκτήσει καθεστώς παρατηρητή στο «16+1» κατά τη Σύνοδο της Ρίγας, μαζί με την ΕΕ, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, την Αυστρία και την Ελβετία.
Τον Μάιο του 2017, ο Τσίπρας συμμετείχε στο πρώτο Φόρουμ «Belt and Road», σηματοδοτώντας τις φιλοδοξίες της Αθήνας να λειτουργήσει ως γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας.
Δύο χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 2019, η Ελλάδα εντάχθηκε επίσημα στην πρωτοβουλία —πλέον επαναβαφτισμένη ως «17+1»— στη Σύνοδο του Ντουμπρόβνικ.
Όσον αφορά την Πρωτοβουλία BRI, η Ελλάδα είχε ήδη υπογράψει Μνημόνιο Συνεργασίας τον Αύγουστο του 2018, κατά την επίσκεψη του τότε Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά στο Πεκίνο, καθιστάμενη η πρώτη ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα που προσχώρησε επίσημα.
Η Αθήνα υπογράμμισε ότι η συνεργασία θα προχωρούσε «με σεβασμό στους κανόνες και τις διαδικασίες της ΕΕ», παρουσιάζοντας τη συμφωνία ως εργαλείο ανάπτυξης και όχι απόκλισης. Αργότερα ακολούθησαν η Ιταλία και το Λουξεμβούργο με παρόμοιες συμφωνίες.
Οι ανταλλαγές υψηλού επιπέδου εντάθηκαν το 2019. Ο Τσίπρας επισκέφθηκε ξανά το Πεκίνο• ο Πρόεδρος Προκόπης Παυλόπουλος συμμετείχε στη «Διάσκεψη για τον Διάλογο των Ασιατικών Πολιτισμών»• και, τον Νοέμβριο, ο Πρόεδρος Xi πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα, σηματοδοτώντας τη συμβολική εδραίωση των σινοελληνικών σχέσεων στο πλαίσιο του BRI.

Τεχνολογία: Κρίσιμα δίκτυα, κρίσιμες επιλογές

Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ο κινεζικός τηλεπικοινωνιακός κολοσσός Huawei έχει εδραιώσει ισχυρή παρουσία στον ελληνικό τηλεπικοινωνιακό τομέα, προμηθεύοντας πάνω από το ήμισυ των ευαίσθητων δικτύων 4G της χώρας.
Το φαινόμενο αυτό αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη ευρωπαϊκή τάση, καθώς κινεζικές εταιρείες προμήθευαν πάνω από το 50% του εξοπλισμού 4G RAN σε δεκαπέντε από τις τριάντα μία χώρες της ηπείρου.
Η άνοδος της Huawei στην Ελλάδα συνδέεται στενά με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, όταν οι ανταγωνιστικές της τιμές επέτρεψαν σε εταιρείες όπως η Wind Hellas να αυξήσουν τη χωρητικότητα των δικτύων τους.
Αργότερα συμμετείχε σε έργα 5G στην Αθήνα, στα Τρίκαλα και στην Καλαμάτα, αν και το τελευταίο —σε συνεργασία με τις Vodafone και Luxoft— ανεστάλη λόγω τοπικών αντιδράσεων.
Αν και το μερίδιο αγοράς της Huawei στα καταναλωτικά προϊόντα μειώθηκε δραματικά (από 25% το 2017 σε μόλις 2,5% έως το 2025) εξαιτίας κυρώσεων, διαταραχών στις εφοδιαστικές αλυσίδες και αλλαγών στις προτιμήσεις των καταναλωτών, παραμένει στρατηγικά ενσωματωμένη στις υποδομές δικτύων της Ελλάδας.
Ωστόσο, το συνολικό αποτύπωμα της Κίνας στον ελληνικό τεχνολογικό τομέα είναι σχετικά περιορισμένο, εν μέρει επειδή οι ελληνικές ρυθμιστικές αρχές —σε εναρμόνιση με την πολιτική της ΕΕ— έχουν γίνει πιο επιφυλακτικές απέναντι στη συμμετοχή του Πεκίνου σε κρίσιμες τεχνολογικές υποδομές.
Το 2020, η Ελληνική Αστυνομία προμηθεύτηκε δώδεκα κινεζικά drones για επιτήρηση συνόρων, αλλά η μετέπειτα τεχνολογική συνεργασία επιβραδύνθηκε.
Τον Φεβρουάριο του 2025, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ξεκίνησε έρευνα για το κινεζικό chatbot DeepSeek, σχετικά με πιθανές παραβιάσεις απορρήτου - αντικατοπτρίζοντας τις ευρύτερες ευρωπαϊκές ανησυχίες περί ψηφιακής κυριαρχίας.
Αν και η Αθήνα αρχικά δίστασε να συμμετάσχει στην Πρωτοβουλία «Καθαρών Δικτύων» (Clean Network Initiative) της κυβέρνησης Τραμπ —μια αμερικανική προσπάθεια αποκλεισμού της κινεζικής τεχνολογίας από κρίσιμες ψηφιακές υποδομές— η Ελλάδα εντάχθηκε επίσημα τον Ιούνιο του 2020, επιδεικνύοντας προσεκτική ισορροπία μεταξύ οικονομικού πραγματισμού και γεωπολιτικών υπολογισμών.
Η Cosmote, ο μεγαλύτερος πάροχος κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα, επέλεξε την Ericsson αντί της Huawei για την ανάπτυξη του δικτύου 5G, ενώ οι κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις έχουν έκτοτε αποκλειστεί από δημόσιους διαγωνισμούς, αν και εξοπλισμός της Huawei συνεχίζει να λειτουργεί σε τμήματα υφιστάμενων δικτύων 4G.
Μέσα σε αυτό το μεταβαλλόμενο περιβάλλον, η Huawei επιδιώκει να διαφοροποιήσει την παρουσία της στην Ελλάδα.
Σε συνεργασία με την ελληνική εταιρεία Faria Renewables, αναπτύσσει έργα αποθήκευσης ενέργειας έως 1 GWh, ξεκινώντας με ένα έργο 49,9 MW/134 MWh που χρηματοδοτείται από την Attica Bank και εντάσσεται στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0».
Η επένδυση των 30 εκατ. δολαρίων αντικατοπτρίζει την προσπάθεια της Huawei να ευθυγραμμιστεί με τις ευρωπαϊκές ενεργειακές προτεραιότητες, παραμένοντας παρούσα στη «πράσινη μετάβαση» της Ελλάδας.
Στις αρχές του 2025, η εταιρεία ανακοίνωσε επίσης τη δημιουργία logistics hub στο λιμάνι του Πειραιά, υπογραμμίζοντας τις φιλοδοξίες της για διεύρυνση των εφοδιαστικών και ψηφιακών υποδομών σε όλη τη Μεσόγειο.

Πλοήγηση στις μεσογειακές φιλοδοξίες της Κίνας

Οι σινοελληνικές σχέσεις έχουν αποκτήσει στρατηγικό βάρος λόγω κινεζικών επενδύσεων σε κρίσιμες υποδομές — κυρίως στο λιμάνι του Πειραιά.
Αν και η συμμετοχή της COSCO συνέβαλε στην ανάκαμψη της Ελλάδας μετά την κρίση, προκάλεσε ανησυχίες στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες σχετικά με τη στρατηγική εξάρτηση και την ασφάλεια του ΝΑΤΟ.
Η κινεζική κυριαρχία σε ένα μεγάλο ευρωπαϊκό λιμάνι θεωρείται ευρέως ως κίνδυνος για την ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων και τις ναυτικές επιχειρήσεις των συμμάχων.
Οι εντάσεις κορυφώθηκαν τον Ιανουάριο του 2025, όταν το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ συμπεριέλαβε την COSCO σε λίστα εταιρειών που φέρονται να συνδέονται με τον κινεζικό στρατό.
Αν και η λίστα δεν συνοδευόταν από κυρώσεις, προκάλεσε ανησυχίες περί «αυτο-κυρώσεων» και επιδείνωσε την αβεβαιότητα σε μια περίοδο αναταράξεων στις παγκόσμιες θαλάσσιες μεταφορές.
Από διατλαντική σκοπιά, ο Πειραιάς έχει καταστεί σύμβολο των κινδύνων στρατηγικής εξάρτησης, επηρεάζοντας τις πολιτικές «απο-επικινδυνότητας» (de-risking) της ΕΕ, τις συζητήσεις του ΝΑΤΟ για ασφάλεια και τον ευρύτερο ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων.
Για να αντισταθμίσουν την κινεζική επιρροή, οι ΗΠΑ και η ΕΕ υποστήριξαν το τερματικό LNG της Αλεξανδρούπολης — έργο 380 εκατ. δολαρίων που εγκαινιάστηκε το 2022 και χρηματοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την ΕΕ — ως στρατηγική και πολιτική επένδυση.
Συνδεδεμένο με περιφερειακούς αγωγούς, το έργο ενισχύει την ενεργειακή ανθεκτικότητα της Ευρώπης και εδραιώνει την παρουσία του ΝΑΤΟ στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Η Αθήνα, από την πλευρά της, προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην προσέλκυση κινεζικών κεφαλαίων και στις δεσμεύσεις της προς την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ευθυγραμμίζεται με τις θέσεις της ΕΕ για την κυβερνοασφάλεια, το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αποφεύγοντας κάθε μορφή στρατιωτικής συνεργασίας με την Κίνα που θα μπορούσε να προκαλέσει ενόχληση στο ΝΑΤΟ.
Υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, η Ελλάδα έχει ενισχύσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, περιορίζοντας τον ρόλο της Huawei αλλά διατηρώντας παράλληλα πραγματιστική οικονομική συνεργασία και ανταλλαγές υψηλού επιπέδου με το Πεκίνο.

Ευθυγράμμιση της Ελλάδας με ΕΕ

Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η Ελλάδα έχει εξελιχθεί από «παραφωνία» στην πολιτική της ΕΕ έναντι της Κίνας σε προσεκτικό εταίρο της ευρωπαϊκής στρατηγικής «απο-επικινδυνότητας».
Ιστορικά, η Αθήνα είχε παρεκκλίνει από την κοινή γραμμή της ΕΕ, εμποδίζοντας, για παράδειγμα, το 2016 κοινή δήλωση για την απόφαση του Μόνιμου Διαιτητικού Δικαστηρίου κατά των κινεζικών θαλάσσιων διεκδικήσεων στη Νότια Σινική Θάλασσα, καθώς και το 2017 ψήφισμα του ΟΗΕ που καταδίκαζε τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα.
Αυτές οι κινήσεις αντικατόπτριζαν τους στενούς δεσμούς Αθήνας–Πεκίνου, που ενισχύθηκαν περαιτέρω με την ένταξη της Ελλάδας στην Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων σε Υποδομές (AIIB), στο σχήμα «17+1» και με την επίσημη επίσκεψη του Προέδρου Xi Jinping το 2019.
Από το 2020 και μετά, ωστόσο, η Αθήνα έχει προσαρμόσει την πορεία της. Η αυξανόμενη γεωπολιτική ένταση — η τουρκική επιθετικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, η όξυνση του σινοαμερικανικού ανταγωνισμού και η επιδείνωση των σχέσεων ΕΕ–Κίνας — ενίσχυσαν την εξάρτηση της Ελλάδας από τις αμερικανικές και νατοϊκές εγγυήσεις ασφάλειας.
Αν και ο Πειραιάς παραμένει εμβληματικό έργο της BRI, οι κινεζικές επενδύσεις έχουν μειωθεί, καθώς η ελληνική οικονομία ανέκαμψε και διαφοροποίησε τις πηγές ξένου κεφαλαίου. Οι προσπάθειες της COSCO να επεκτείνει τις δραστηριότητές της συναντούν πλέον τόσο γραφειοκρατικά όσο και τοπικά εμπόδια.
Αντικατοπτρίζοντας αυτήν την επανατοποθέτηση, η Ελλάδα αρνήθηκε να φιλοξενήσει τη σύνοδο «17+1» το 2022 και αποφεύγει πλέον στάσεις που θα προκαλούσαν ρήγματα στην ΕΕ.
Οι κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις αποκλείονται ολοένα και περισσότερο από δημόσιους διαγωνισμούς, ενώ υπό την πίεση της ΕΕ και των ΗΠΑ, η χώρα υιοθέτησε ισχυρό μηχανισμό ελέγχου Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (FDI) και ευθυγραμμίστηκε με την ατζέντα «απο-επικινδυνότητας».
Η πιο πρόσφατη ένδειξη αυτής της προσεκτικής ισορροπίας ήρθε τον Οκτώβριο του 2024, όταν η Ελλάδα απείχε από την ψηφοφορία για τους δασμούς της ΕΕ στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα — μια στάση που συμβολίζει την επιδίωξή της να στηρίζει την ευρωπαϊκή στρατηγική, χωρίς να διαρρήξει τις οικονομικές σχέσεις με το Πεκίνο.
55555_5.JPG
Πραγματιστική στάση προσώρας

Η Ελλάδα έχει υιοθετήσει μετριοπαθή και πραγματιστική στάση απέναντι στην Κίνα. Αποδέχεται τον χαρακτηρισμό της ως «συστημικού αντιπάλου» της ΕΕ, αλλά αποφεύγει την ανοιχτή αντιπαράθεση, επιδιώκοντας να ισορροπήσει τις διατλαντικές της δεσμεύσεις με τα οικονομικά οφέλη της συνεργασίας με το Πεκίνο.
Η ισορροπία αυτή αποτυπώνεται πιο έντονα στο λιμάνι του Πειραιά, όπου η επένδυση της COSCO αποτελεί ταυτόχρονα σύμβολο της κινεζικής παρουσίας στην Ελλάδα και πυλώνα της οικονομικής διπλωματίας του Πεκίνου.
Μέσα στο πλαίσιο του στρατηγικού ανταγωνισμού ΗΠΑ–Κίνας, η Ελλάδα παραμένει σταθερά στο άρμα του ΝΑΤΟ και ευθυγραμμισμένη με τις ΗΠΑ σε θέματα ασφάλειας, χωρίς όμως να αντιμετωπίζει την Κίνα ως εχθρό.
Η Αθήνα δίνει έμφαση στη διατήρηση ισχυρής αμερικανικής παρουσίας στη Μεσόγειο, αλλά αποφεύγει την αποξένωση του Πεκίνου, προκειμένου να προστατεύσει κρίσιμα εθνικά συμφέροντα — όπως η ναυτιλία, ο τουρισμός και οι ξένες επενδύσεις.
Στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Ελλάδα έχει επικρίνει τη στάση του Πεκίνου, αλλά με μετρημένο τρόπο, τηρώντας τις κυρώσεις και τους ελέγχους εξαγωγών της ΕΕ. Παράλληλα, συμμετέχει ενεργά — αλλά πραγματιστικά — στις ευρωπαϊκές συζητήσεις για την ανθεκτικότητα, την τεχνολογική κυριαρχία και τον έλεγχο επενδύσεων.
Συνολικά, η Ελλάδα βαδίζει μια μεσαία οδό: σταθερά ενταγμένη στην ευρωπαϊκή και νατοϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας, αλλά προσεκτική ώστε να μη θυσιάσει τα οικονομικά οφέλη της συνεργασίας με την Κίνα, καταλήγει το Atlantic Council.
σφδασφδασφδασφδα.JPG
Η Ελλάδα θα γίνει εξαθλιωμένο προτεκτοράτο της Κίνας

Από την άλλη, υπό αυξανόμενη κινεζική επιρροή θα συνεχίσει να βρίσκεται η Ελλάδα, όπως άλλωστε και αρκετές χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, παρά τα βήματα προσέγγισης με τις ΗΠΑ, καθώς οι γεωπολιτικές αλλαγές στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας διαμορφώνουν νέα ισορροπία δυνάμεων.
Μετά την επιστροφή της Κριμαίας, των ακτών του Azov και, όπως αναμένεται, της Οδησσού υπό ρωσικό έλεγχο, η στρατηγική κατάσταση στην περιοχή αλλάζει δραματικά, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις Ρωσίας, Τουρκίας, Ευρώπης και Κίνας.
Η Ρωσία, μέσω της ενσωμάτωσης αυτών των περιοχών, έχει επανακτήσει ουσιαστικά τον στρατηγικό έλεγχο της Μαύρης Θάλασσας.
Όπως σημειώνει ο Γερμανός πολιτικός επιστήμονας Alexander Rahr, «δεν θα υπάρχει πλέον ουκρανικός στόλος στην Οδησσό και σίγουρα δεν θα υπάρχουν βάσεις του ΝΑΤΟ».
Η Ρωσία αναμένεται να μοιραστεί την επιρροή της στη Μαύρη Θάλασσα με την Τουρκία, η οποία, μέσω της Σύμβασης του Μοντρέ, διατηρεί τον έλεγχο των στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων και περιορίζει την παρουσία πολεμικών πλοίων κρατών εκτός της Μαύρης Θάλασσας.
Η συνεργασία Ρωσίας και Τουρκίας επεκτείνεται και στον ενεργειακό τομέα.
Η κατασκευή του αγωγού Turkish Stream, που προμηθεύει φυσικό αέριο στην Τουρκία και στην Ευρώπη, ενισχύει την ενεργειακή αλληλεξάρτηση.
Παράλληλα, η Τουρκία συμμετέχει ενεργά στον Νότιο Διάδρομο Φυσικού Αερίου (TANAP και TAP), διαφοροποιώντας τις ενεργειακές ροές και επιδιώκοντας να καταστεί περιφερειακός ενεργειακός κόμβος.
Η Ευρώπη, σύμφωνα με τον Rahr, «θα γίνει σταδιακά μέρος της Ευρασίας».
Παρά τις τρέχουσες κυρώσεις, η ανάγκη της για ρωσικό φυσικό αέριο μέσω αγωγών παραμένει αναπόφευκτη, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την πλήρη λειτουργία του TurkStream.
Παράλληλα, η Κίνα αυξάνει τον ρόλο της στην περιοχή μέσω της επέκτασης του «Δρόμου του Μεταξιού» προς την Ευρώπη μέσω της Μαύρης Θάλασσας.
Οι χώρες όπως η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων θα εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από κινεζικές επενδύσεις, μειώνοντας παράλληλα τη δραστηριότητά τους στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Η Κίνα έχει ήδη εκδηλώσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα λιμάνια της Κωνστάντζας στη Ρουμανία και της Βάρνας στη Βουλγαρία, τα οποία αποτελούν βασικά σημεία εισόδου στην Κεντρική Ευρώπη.
Μετά την αναμενόμενη απελευθέρωση της Οδησσού, η στρατηγική ισορροπία στη Μαύρη Θάλασσα αλλάζει, οδηγώντας τις χώρες της περιοχής να κινηθούν σύμφωνα με τους μεγάλους περιφερειακούς παίκτες.
Η Ελλάδα και οι γείτονές της, δεν θα ορίζουν τη μοίρα τους, αλλά θα εξαρτώνται από τις γεωπολιτικές αποφάσεις Ρωσίας, Τουρκίας και Κίνας, ενώ η Ευρώπη σταδιακά θα βρεθεί όλο και πιο συνδεδεμένη με την Ευρασιατική ήπειρο.

www.bankingnews.gr