Πρόσφατη δημοσκόπηση (της interview) στο ερώτημα «Μητσοτάκης ή Χάος»,το 42% των ερωτηθέντων επέλεξε «χάος», ενώ «Μητσοτάκη» επέλεξε το 30% και «Αλλο» επέλεξε το 28%.
Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Λοιπόν, το ερώτημα δεν θάπρεπε ίσως να προκαλέσει τόση μεγάλη έκπληξη, θάλεγα ούτε καν ενδιαφέρον
Αρκεί να υπενθυμίσουμε, ότι η λέξη «χάος» η άλλες που χρησιμοποιούνται με σχεδόν παρεμφερή σημασία, όπως π.χ., «καμένο δάσος», έχουν από πάρα πολύ χρόνο πολιτογραφηθεί στον καθημερινό δημόσιο και ατομικό λόγο.
Εγώ ο ίδιος, απευθύνοντας το ερώτημα «τι κάνεις;» σε κπαποιον γνωστό μου, ενίοτε εισπράττω την απάντηση «χάος», για να δηλώσει ότι «σε τούτο τον τόπο τίποτα δεν πάει καλά».
Υπερβολή; Σε κάποιο βαθμό ναι, αν και σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης, να μην πρόκειται καθόλου για υπερβολή, αλλά ίσως να εκφράζει μακροχρόνιες παθογένειες.
Την ίδια στιγμή, είναι οι ίδιες οι πολιτικές ηγεσίες που συμβάλλουν αποφασιστικά στην εμπέδωση της διαχρονικής αντίληψης του «χάους», της «καμένης γης», κ.λπ.
«Να το πούμε ήρθε η ώρα.
Είναι θαυμασμού αξία η ωραία τούτη χώρα,
που διαρκώς και αενάως
ζει, και προοδεύει κολυμβώσα εις το χάος!
…………………..
Κάθε κυναρνησις νεοφερμένη
Παραλαμβάνει «χάος» από την προηγουμένη,
Η οποία επίσης είχε παραλάβει «χάος» από την παλαιότερη
Το οποίον και παρέδωσε στη νεώτερη,
Η οποία θα το παραδώσει στην επομένη»
(Παν. Παπαδούκα , Εθνικόν Απόρρητον (Για κάθε ανιστόρητον), εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1984, σελ. 90)
Αυτή η εθνική σκυταλοδρομία στο αγώνισμα του «χάους», δεν είναι νέα, είναι παμπάλαια
Είναι η ίδια η πολιτική ηγεσία που διδάσκει τούτη την λίγο περίεργα προσαρμοσμένη στη πολιτική πραγματικότητα επιστήμη του χάους, την οποία επί του πεδίου μετατρέπει σε πολιτικό παιχνίδι σκοπιμότητας, όπου μισές αλήθειες και μισά ψέματα, ή ολόκληρες αλήθειες και ολόκληρα ψέματα, ανακατεύονται και σερβίρονται ως «πνευματική» τροφή στο λαό, και όποιος το φάει το έφαγε. Άλλωστε, δεν τους ενδιαφέρει ολόκληρος ο λαός. Τους ενδιαφέρει εκείνη η εκάστοτε κρίσιμη μάζα, η οποία άπαξ ανάλογα με τι κατά πού θα μετακινηθεί θα καθορίσει και τον ένοικο του Μεγάρου Μαξίμου. Έτσι παίζεται το παιχνίδι.
Επομένως, το δημοσκοπικό εύρημα, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει
Έγινε αναφορά σε κάτι πολύ οικείο.
Το ερώτημα ουσιαστικά στερείται πολιτικής σημασίας, παρά το ότι είναι ευρηματικό. Ουδείς πολίτης θα επέλεγε το «χάος», εκτός και αν η Κοινωνία έχει παραφρονήσει συλλογικά. Είναι άλλο πράγμα η αναφορά στο «χάος» ως ένα είδος αστεϊσμού, και είναι άλλο πράγμα οι συνέπειες μιας χαοτικής πολιτικής διακυβέρνησης.
«Χαοτική πολιτική διακυβέρνηση» εννοείται εδώ, όχι κατ’ ανάγκην η κατάσταση ενός πολιτικού ή κοινωνικοί πραγματικού χάους στη Χώρα, αλλά, εννοούμε και την άσκηση πολιτικών που λαμβάνονται υπό καθεστώς φαινομενικά ήρεμης πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης, αλλά που όμως, κάτω από αυτή την ηρεμία υποβόσκει μια έντονη, διαρκής και αυξανόμενη δυσαρέσκεια, η οποία δοθείσης ευκαιρίας μπορεί να «εκραγεί» διατρυπώντας το προστατευτικό κέλυφος της χύτρας μέσα στην οποία βράζει. Εδώ κρίσιμος παράγοντας είναι το πόσο καλά και αποτελεσματικά λειτουργούν οι θεσμοί της Δημοκρατίας, και κυρίως πόσο καλά και αποτελεσματικά σύμφωνα όχι με όσα φαντάζεται η πολιτική ηγεσία, αλλά ποια είναι η αντίληψη του λαού γι’ αυτή την «καλή και αποτελεσματική» λειτουργία.
Προσωπικά, το παραπάνω δημοσκοπικό εύρημα, το ερμηνεύω περισσότερο ως ένα είδος προσπάθειας να βαθμολογήσει το Κοινό, για ακόμα μια φορά, την απαξίωση που αισθάνεται για το πολιτικό σύστημα εξουσίας, το οποίο τούτη της στιγμή εκπροσωπείται από τη Κυβέρνηση Μητσοτάκη (προφανώς δε, αν αντί της ερώτησης «Μητσοτάκης ή Χάος» ετίθετο η ερώτηση «Το σημερινό Σύστημα Πολιτικής Εξουσίας ή Χάος», εκτιμώ ότι ένα παραπλήσιο αποτέλεσμα θα λαμβάναμε).
Αντιθέτως, σε περιόδους κρίσεων, όπου το πολιτικό «χάος» βρίσκει εύφορο έδαφος να βλαστήσει, όλοι οι κοινωνικοί αγώνες, ακριβώς εναντίον αυτής της προοπτικής της πολιτικά χαώδους επικράτησης στρέφονταν.
Εν προκειμένω, δεν πρέπει να ξεχνάνε, όταν σχολιάζουμε δημοσκοπικα ευρήματα, και μιλώ πάντα από τη θέση του απλού πολίτη, πού βρισκόμαστε πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και ακόμα ως Δημοκρατία.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, ακόμα, ΕΝΤΟΣ των Μνημονίων, από τα οποία ουδέποτε «βγήκαμε»
Στα Μνημόνια δεν «μπήκαμε» με προφορικές συμφωνίες, αλλά με νομοθετήματα εγκεκριμένα αρμοδίως από τη Βουλή. Όταν όμως πανηγυρίστηκε στα 2018 ή «έξοδός» μας από τα Μνημόνια, ΟΥΔΕΙΣ νόμος ψηφίστηκε που να επιβεβαιώνει αυτή την «έξοδο». Διότι, τώρα κάνω και τον «δάσκαλο» όλως αναρμοδίως λέγοντας κοινοτοπιές, αλλά δυστυχώς, οφείλω να το κάνω, ένας νόμος δεν καταργείται παρά με νεώτερο νόμο. Κι αν αυτό είναι σαφές σε μένα τον απλό πολίτη, τότε τι δεν είναι σαφές σε όλους εκείνους, των οποίων η άποψη τυγχάνει να είναι πολύ πιο «έγκυρη» από τη δική μου, όταν δημόσια ισχυρίζονται και μάλιστα στα σοβαρά, ότι «βγήκαμε» από τα Μνημόνια;
Επομένως, το «χάος» στο οποίο αναφέρονται οι πολίτες, αποτελεί όπως ήδη ανέφερα, ένα είδος προσπάθειας να βαθμολογήσει την απαξίωση που αισθάνεται για το πολιτικό σύστημα εξουσίας. Δεν το έχει ικανό να παράγει παρά «χάος», δηλαδή, αναποτελεσματικότητα. Ο πολίτης ταυτίζει το Πολιτικό Σύστημα Εξουσίας, το οποίο θεωρεί υπαίτιο αν όχι και δημιουργό μιας πολιτικά χαοτικής διοίκησης την οποία ασκεί διαχρονικά, και η οποία οδηγεί στην απαξία θεμελιωδών αρχών και αξιών πάνω στις οποίες είναι θεμελιωμένοι οι πυλώνες της Δημοκρατίας, της Κοινωνικής Συνοχής και Ευημερίας και της ίδια του της ζωής εν τέλει.
Αποτέλεσμα είναι ο πολίτης, να μην βλέπει καμία ατομική ή συλλογική θετική προοπτική, να μην μπορεί να ελπίσει σε ένα καλύτερο αύριο, παρά νοσταλγεί μονίμως το πάντα κατ’ αυτόν καλύτερο, σε σχέση με το σήμερα, χθες.
Όμως, κι εδώ έρχεται η αντίφαση
Το κατά τα ανωτέρω «χάος» που ως κάτι το εντελώς αόριστο «αποδέχεται» ως «καλύτερο» από το Πολιτικό Σύστημα Εξουσίας, είναι η πολύ πιο χειροπιαστή ως έννοια και παράσταση της Μνημονιακής Αθλιότητας.
Το 2010, δεν είχαμε «απλά» την εισαγωγή της Χώρας στο Μνημονιακό Καθεστώς, η εγκαθίδρυση των οποίων πήρε γύρω στα εφτά χρόνια.
Αυτή τη εφταετία, εγκαθιδρύθηκε μια Αθλιότητα
Ø Δεν δοκιμάστηκε απλά η Ελληνική Δημοκρατία. Ουσιαστικά βιάστηκε επανειλημμένα και οι Θεσμοί της εξευτελίστηκαν κατά τον πλέον αναίσχυντο τρόπο.
Ø Δεν δοκιμάστηκε απλά η ελληνική οικονομία, δημόσια και οικονομική. Λεηλατήθηκε κατά τον πλέον αναίσχυντο τρόπο.
Ø Δεν δοκιμάστηκε απλά η ελληνική Κοινωνία και ο ελληνικός λαός. Καθυβρίστηκαν και τα Κοινωνικά Δικαιώματα, τα οποία δεν ήταν «παροχές» αλλά προπληρωμένες από την ίδια τη Κοινωνία κοινωνικές υπηρεσίες που όφειλε το Κράτος να της παρέχει διότι είχε πληρωθεί γι’ αυτές, κι αυτά τα δικαιώματα, μαζί με το Κοινωνικό Κράτος, επίσης λεηλατήθηκαν κατά τρόπο αναίσχυντο.
Αυτές οι παραπάνω εξελίξεις, που θεσμοθετήθηκαν να ισχύουν ως το 2060 (!), αυτές είναι που είχαν δημιουργήσει το απαραίτητο «χάος», μέσα στο οποίο η Αθλιότητα βρήκε εύφορη γη για να γεννηθεί, κατά την Περίοδο της Εγκαθίδρυσης των Μνημονίων. Και γεννήθηκε.
Κι όταν το έγκλημα συντελέστηκε, ή μάλλον ενώ το έγκλημα συντελούνταν και πολύ περισσότερο αργότερα όταν είχε ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό το έργο του, δρομολογήθηκε και μια διαδικασία αυτού στο οποίο συχνά έχω αναφερθεί και που ακούει στο όνομα «Κανονικοποίηση» της Μνημονιακής Αθλιότητας.
Και πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, της «Κανονικοποίησης» της Αθλιότητας, πρέπει να το πούμε έγινε πολύ καλή δουλειά
Κι αυτό φαίνεται ότι σήμερα, που ενώ δεν έχουν περάσει παρά μόνο λίγα 
χρόνια από την εποχή της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων (με ισχύ ως το 
2060!), εν τούτοις συζητούμε για τα σημερινά μας προβλήματα, ως 
εάν να μην είναι απότοκα και να οφείλονται και σήμερα σ’ εκείνη την 
περίοδο, των Μνημονίων, ενώ η λέξη «Μνημόνια» σχεδόν τείνει να 
λησμονηθεί ακόμα και στους έχοντες κάποια μεγαλύτερη ηλικία από εκείνους
 τους σημερινούς νέους που τη προηγούμενη δεκαετία ήταν παιδιά ώστε να 
έχουν άποψη για την εποχή εκείνη, αν και θα έπρεπε.  Μιλάμε π.χ., για 
τον «δημοσιονομικό χώρο», που άλλοτε επιτρέπει στη Κυβέρνηση να διανέμει
 κουπόνια φτώχειας και άλλοτε όχι, αλλά σχεδόν ποτέ δεν γίνεται λόγος 
για τα Μνημόνια στα οποία και ανάγεται η ύπαρξη αυτού του περιορισμού. 
Ποιος άλλωστε θέλει να ανοίξει κουβέντα για τα Μνημόνια και να 
ξαναρχίσει η κουβέντα για το γιατί δεν έγινε ποτέ αναζήτηση των αιτίων 
που φτάσαμε σ’ αυτά, με ποιο τρόπο «τα φάγαμε όλοι μαζί», κ.λπ.;
Όμως ό,τι μας συμβαίνει σήμερα, και ότι θα μας συμβαίνουν τις επόμενες δεκαετίες, έχουν την αιτία τους ακριβώς πίσω στην εποχή εκείνη, στα όσα έχουν νομοθετηθεί με τα Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς τους Νόμους.
Συνεπώς, το ζήτημα δεν είναι ούτε αν θα μας κυβερνά η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ ή ο ΣΥΡΙΖΑ (αυτός πλέον, έχει τελειώσει, την «ειδική» αποστολή που είχε αναλάβει ως «πρώτη φορά Αριστερά» στην εξουσία, την εξετέλεσε επιτυχώς, γι’ αυτό και ο λαός ως φαίνεται τον στέλνει εκεί όπου επί δεκαετίες βρίσκονταν εκλογικά, πριν ως διάττων αστέρας λάμψει για λίγο στα «ρετιρέ» του Πολιτικού Συστήματος, δηλαδή γύρω στο 3%). Όποια Κυβέρνηση και αν έρθει ουσιαστικά, τα Μνημόνια θα εφαρμόσει, ή προτάσεις τέτοιων Επιτροπών όπως την Επιτροπή Πισσαρίδη, (για την οποία έχω τοποθετηθεί σε προηγούμενα άρθρα μου), οι οποίες δεν συστήνουν παρά την εφαρμογή των Μνημονίων, επικαιροποιώντας τα.
Οφείλουμε να αντισταθούμε στην «κανονικοποίηση» της ίδιας μας της μιζέριας
Οφείλουμε να γνωρίζουμε τι πράγματι εκπροσωπεί το σημερινό Πολιτικό Σύστημα Εξουσίας. Εκπροσωπεί τα ξενόφερτα Μνημόνια, και όλα τα συμφέροντα που είναι διασυνδεδεμένα μ’ αυτά (με τα ξένα να έχουν την πρωτοκαθεδρία σε σχέση με τα ντόπια). Ασφαλώς υπάρχουν και κάποιοι που έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται ότι δεν τους αγγίζει τούτη η δυστοπία, και μάλιστα να μην αναγνωρίζουν καν την ύπαρξή της. «Εκεί όπου εσύ περιγράφεις τη δυστοπία σου», μπορούν να μου πουν, «εγώ βλέπω κάτι το εντελώς διαφορετικό και καθόλου δυστοπικό». Όμως αυτός απλά θα με έχει παρεξηγήσει. Δεν επιθυμώ να τον «μολύνω» με τις «δυστοπικές» μου εμμονές. Όντως, μπορεί «να την περνάμε ζάχαρι» εδώ στην Ελλάδα, αλλά, δεν φταίω εγώ που δεν έχω την απαραίτητη ικανότητα να το δω -και κυρίως να «γευτώ» τη «γλύκα» της!
Δεν ψηφίζουμε «κυβερνήσεις». Υπό το εν ισχύει, θεσμοθετημένο, Μνημονιακό Καθεστώς, ψηφίζουμε διαχειριστές των νεοφιλελεύθερων Μνημονιακών πολιτικών.
Λιγότερη Δημοκρατία και περισσότερη Δημοσιονομική Πειθαρχία που θα αποτελεί και την «σύγχρονη» έκφραση της νέου τύπου «δημοκρατίας» μας.
Κάπου σ’ αυτό το σημείο βρισκόμαστε.