Με ένα ιδιαίτερα αιχμηρό τόνο, η γερμανική εφημερίδα Welt αμφισβητεί το αφήγημα περί «ελληνικού θαύματος»,
υπογραμμίζοντας ότι πίσω από τους εντυπωσιακούς μακροοικονομικούς
δείκτες κρύβονται χρόνιες παθογένειες που συνεχίζουν να υπονομεύουν την
καθημερινότητα των πολιτών και
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, στην Ελλάδα απαιτούνται ακόμη και δέκα χρόνια για να αποδοθεί δικαιοσύνη σε μια συμβατική διαφορά, γεγονός που αποκαλύπτει την αδυναμία του θεσμικού πλαισίου να στηρίξει την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις.
Παράλληλα, η Welt επισημαίνει ότι η διαφθορά εξακολουθεί να συντηρεί τη φτώχεια και τις ανισότητες, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα της «μεταμνημονιακής επιτυχίας» που συχνά προβάλλεται εντός και εκτός συνόρων.
Αποικία χρέους
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη Welt, πριν από δέκα χρόνια, η υπερχρεωμένη χώρα βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής.
Χάρη
στη σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία και στη βελτίωση των συνθηκών για
τις επιχειρήσεις, η Ελλάδα συγκαταλέγεται σήμερα στους «αστέρες»
ανάπτυξης της Ευρωζώνης, λέει η Welt.
Ωστόσο, πολιτικά σκάνδαλα και στασιμότητα στις μεταρρυθμίσεις απειλούν τώρα το success story της.
Πριν
από δέκα χρόνια, ένα ιστορικό δημοψήφισμα στην Ελλάδα καθόρισε το
μέλλον της υπερχρεωμένης χώρας: αν και η πλειοψηφία ψήφισε κατά των
μεταρρυθμίσεων που είχαν επιβληθεί από το εξωτερικό, η κυβέρνηση του
Αλέξη Τσίπρα αποφάσισε να συνεχίσει την εφαρμογή τους και να παραμείνει
στην Ευρωζώνη.
Ένα τρίτο πακέτο διάσωσης ύψους 86 δισεκατομμυρίων
ευρώ συμφωνήθηκε, με την προϋπόθεση η χώρα να επιτυγχάνει κάθε χρόνο
πρωτογενή πλεονάσματα.
Δύο ερωτήματα βρίσκονταν
τότε στο επίκεντρο: θα μπορέσει ποτέ η Ελλάδα να αποπληρώσει αυτό το
βάρος χρέους, που έφθανε σχεδόν στο 180% του ΑΕΠ;
Και αν θα μπορούσε να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα;
Η
απάντηση είναι ναι. Με εξαίρεση τα χρόνια της πανδημίας, η Ελλάδα
κατέγραφε κάθε χρόνο πρωτογενές πλεόνασμα – κάτι που κάποτε φάνταζε
αδιανόητο.
Το 2024, το πλεόνασμα αυτό έφτασε σχεδόν το 5% του ΑΕΠ,
σε σημείο που η ελληνική κυβέρνηση «δεν ήξερε πού να διαθέσει τα
χρήματα», όπως σχολίαζαν αναλυτές.
Από το 2021, λέει η Welt, η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται σταθερά με ρυθμούς άνω του μέσου όρου της Ευρωζώνης, ξεπερνώντας το 2% ετησίως.
Ο
λόγος χρέους προς ΑΕΠ έχει μειωθεί στο 155%, ενώ οι αποδόσεις των
ελληνικών ομολόγων είναι πλέον χαμηλότερες από εκείνες της Ιταλίας και
της Γαλλίας.
Μέχρι το 2026, η κυβέρνηση Μητσοτάκη σχεδιάζει την πρόωρη αποπληρωμή δανείων στήριξης, μειώνοντας περαιτέρω τον δείκτη χρέους.
Παράλληλα, η αγορά εργασίας έχει ανακάμψει θεαματικά: το ποσοστό ανεργίας έπεσε από 28% σε 8%.
Όλα αυτά κατέστησαν δυνατά χάρη σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων.
Κατά
τη διάρκεια της κυβέρνησης Τσίπρα, οι μεταρρυθμίσεις επιβλήθηκαν υπό
την πίεση των δανειστών: επιβλήθηκαν δραστικές περικοπές συντάξεων και
αυξήσεις φόρων, μέτρα που εξυγίαναν τα δημόσια οικονομικά με οδυνηρό
τρόπο.
Αντίθετα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που ανέλαβε την
εξουσία το 2019, ανέλαβε για πρώτη φορά την «ιδιοκτησία» των
μεταρρυθμίσεων και αντικατέστησε τον μηχανιστικό, επιβαλλόμενο τρόπο με
πιο φιλικές προς την οικονομία πολιτικές.
Εκτός από την
επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, τη ριζική ψηφιοποίηση των δημόσιων
υπηρεσιών (μεταρρύθμιση από την οποία «η Γερμανία θα μπορούσε να πάρει
παράδειγμα», όπως σχολίασε ο συντάκτης του άρθρου) και τη διευκόλυνση
των επενδυτικών διαδικασιών, η κυβέρνηση προχώρησε και σε μειώσεις των
φόρων εισοδήματος και εταιρικών φόρων σε πιο βιώσιμα επίπεδα.
Το
τελευταίο έγινε εφικτό χάρη στη γενικευμένη μετάβαση στις ηλεκτρονικές
πληρωμές, που είχε ως αποτέλεσμα την εκρηκτική αύξηση των εσόδων από τον
ΦΠΑ.
Πρόσφατα, τα βήματα αυτά ανταμείφθηκαν με την
αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας στην επενδυτική
βαθμίδα (Investment Grade) – ένα ορόσημο που επισφραγίζει τη θεαματική
μεταστροφή μιας χώρας που πριν από δέκα χρόνια βρισκόταν στο χείλος της
χρεοκοπίας.
Δύο τομείς
Φαίνεται πως όλα βαίνουν προς το καλύτερο. Ωστόσο, μπορεί να ειπωθεί και μια διαφορετική ιστορία.
Η οικονομική ανάπτυξη στηρίζεται σε δύο τομείς: τον τουρισμό και τις κατασκευές.
Πράγματι,
περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται ξανά, αλλά στους συγκεκριμένους τομείς
καταβάλλονται χαμηλοί μισθοί και, λόγω του πρόσφατου πληθωρισμού, οι
πραγματικοί μισθοί έχουν μειωθεί.
Έτσι, το σημερινό επίπεδο ευημερίας της Ελλάδας παραμένει περίπου πέντε ποσοστιαίες μονάδες κάτω από εκείνο του 2007.
Αντίθετα,
η παραγωγή και οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης
προστιθέμενης αξίας, που θα μπορούσαν να επιτρέψουν υψηλότερους μισθούς,
παραμένουν στάσιμες.
Αντίστοιχα, η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας είναι η χαμηλότερη από όλα τα κράτη του ΟΟΣΑ.
Δεν βοηθά, λοιπόν, το γεγονός ότι η Ελλάδα καταγράφει τον μεγαλύτερο αριθμό ετήσιων ωρών εργασίας στη ζώνη του ευρώ.
Και ύστερα υπάρχουν τα πρόσφατα κυβερνητικά σκάνδαλα:
οι υποθέσεις υποκλοπών, η έλλειψη διερεύνησης και οι κατηγορίες
συγκάλυψης σε σχέση με το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, καθώς και
ένα σκάνδαλο διαφθοράς κατά το οποίο ευρωπαϊκά κονδύλια ύψους
δισεκατομμυρίων ευρώ καταχράστηκαν συστηματικά.
Υπό τα μάτια της πολιτικής εξουσίας, χορηγήθηκαν επιδοτήσεις για ανύπαρκτα κοπάδια προβάτων σε ανύπαρκτες βοσκές.
Τα σκάνδαλα αυτά έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη στις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης να βάλει τάξη στο σύστημα διαφθοράς.
Προστίθενται και άλλα διαρθρωτικά προβλήματα, μεταξύ των οποίων η στασιμότητα των μεταρρυθμίσεων στο δικαστικό σύστημα.
Όλα αυτά δεν αποτελούν πρόσκληση για επενδυτές και καινοτόμους που θα ήθελαν να παράγουν προϊόντα υψηλής αξίας στην Ελλάδα.
Τέτοιοι επενδυτές εξακολουθούν να εμφανίζονται σπάνια στη χώρα.
Προφανώς θεωρούν ότι εξακολουθούν να υφίστανται απρόβλεπτοι κίνδυνοι, οι οποίοι τους αποτρέπουν από το να επενδύσουν εδώ.
Πώς μπορεί να προκύπτει αυτή η «απόκλιση αφηγημάτων»;
Τελικά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ξεκίνησε τη σωστή διαδικασία μεταρρυθμίσεων, αλλά έμεινε στη μέση του δρόμου.
Η Ελλάδα δεν έχει κατορθώσει μέχρι σήμερα να αξιοποιήσει πραγματικά τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να οικοδομήσει θεσμούς που θα διευκολύνουν την πραγματοποίηση καινοτόμων επενδύσεων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι τελευταίες μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην αγορά εργασίας μοιάζουν μάλλον αμήχανες.
Η
εισαγωγή της εξαήμερης εργασίας ή της 13ωρης εργάσιμης ημέρας για την
ενίσχυση των πενιχρών μηνιαίων εισοδημάτων αποτελεί απλώς «επέμβαση στα
συμπτώματα».
Δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικότητας
(μάλλον το αντίθετο), ούτε να ενθαρρύνει επενδύσεις προς προϊόντα
υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.
Αν, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση
θέλει να φέρει μεγαλύτερη ευημερία στα μεσαία στρώματα του πληθυσμού,
πρέπει να θέσει πιο φιλόδοξους στόχους.
Mακροπρόθεσμα, περισσότερη
ευημερία δεν προκύπτει από το να «στριμώχνεις» περισσότερους τουρίστες
σε ένα νησί, αλλά από τεχνολογικά άλματα που επιτρέπουν την παραγωγή
προϊόντων υψηλότερης αξίας, οδηγώντας έτσι σε περισσότερες εξαγωγές και
ανάπτυξη.
Το ανθρώπινο κεφάλαιο υπάρχει στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τον «Δείκτη Παγκόσμιας Καινοτομίας», η χώρα εκπαιδεύει άριστα τη νέα γενιά της και διαθέτει εξαιρετική έρευνα.
Όμως
η μεταφορά των ερευνητικών αποτελεσμάτων στον επιχειρηματικό κόσμο,
ώστε να δημιουργηθούν καινοτόμα, εμπορεύσιμα προϊόντα, σπάνια γίνεται
στην Ελλάδα - τις περισσότερες φορές συμβαίνει αλλού.
Η κυβέρνηση θα έπρεπε να ξεκινήσει τρεις σημαντικές μεταρρυθμίσεις ώστε να γίνει η χώρα πιο ελκυστική για επενδυτές.
Πρώτον,
η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει περισσότερο στην έρευνα και ανάπτυξη• και η
συνεργασία μεταξύ επιστήμης και επιχειρηματικότητας πρέπει να γίνει
πολύ πιο συστηματική - σήμερα παραμένουν δύο «σιλό».
Δεύτερον,
ο μεταρρυθμιστικός κύκλος πρέπει να συνεχιστεί σε πολλά επίπεδα, με
βελτίωση της ποιότητας της δημόσιας διοίκησης αλλά και της δικαιοσύνης.
Ένα
παράδειγμα: για έναν επενδυτή, το γεγονός ότι στην Ελλάδα χρειάζονται
δέκα χρόνια για να τελεσιδικήσει μια υπόθεση στα δικαστήρια αποτελεί από
μόνο του λόγο αποφυγής επένδυσης.
Τρίτον, η
κεντρικά ελεγχόμενη κυβέρνηση πρέπει να αρχίσει να ενσωματώνει την
τοπική αυτοδιοίκηση και να κατανείμει τις ευθύνες σε περισσότερους
φορείς.
Διότι η ελκυστικότητα μιας περιοχής εξαρτάται επίσης από το τοπικό επιχειρηματικό κλίμα.
Η
σημερινή κυβέρνηση βρίσκεται πλέον στη μέση της θητείας της - τα
ποσοστά αποδοχής της, που ανέρχονταν σε 41% το 2023, έχουν πλέον μειωθεί
στο μισό εξαιτίας των πρόσφατων κρίσεων.
Υπάρχει, επομένως, επαρκής λόγος να συνεχιστεί επιτέλους η τόσο αναγκαία μεταρρυθμιστική διαδικασία, καταλήγει η Welt.
Handelsblatt: Οι έλληνες ψωνίζουν όπλα από (Γ)άλλους
Στο
φιλόδοξο ελληνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα της επόμενης δεκαετίας, ύψους
25 δισεκατομμυρίων ευρώ, αναφέρεται η Handelsblatt, που σημειώνει πάντως
ότι και για πολιτικούς λόγους η γερμανική πολεμική βιομηχανία δείχνει
να μην μπορεί να επωφεληθεί ιδιαίτερα από αυτό.
H εφημερίδα
σημειώνει ότι η Ελλάδα είναι από τις χώρες που θα υλοποιήσουν την
αμερικανική απαίτηση για αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ.
«Αντιμετωπίζουμε
τώρα ένα διαφορετικό είδος πολέμου από πριν – τουλάχιστον έναν για τον
οποίο οι ένοπλες δυνάμεις μας δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένες», δήλωσε
πρόσφατα ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Βουλή.
Ο υπουργός Άμυνας Νίκος Δένδιας
ανακοίνωσε ότι θα κάνει τον στρατό «πιο έξυπνο και πιο αποτελεσματικό»,
ενόψει και των συνεχιζόμενων εντάσεων με την Τουρκία, η οποία επίσης
επανεξοπλίζεται μαζικά.
Ο Μητσοτάκης δήλωσε ότι δεν επιδιώκει να «μπει σε μια κούρσα εξοπλισμών με την Τουρκία».
Ωστόσο,
η Ελλάδα χρειαζόταν ένα «ισχυρό αποτρεπτικό μέσο για να παραμείνει
σταθερή και ανεξάρτητη – σε έναν κόσμο που αλλάζει με απρόβλεπτο ρυθμό»
όπως επισημαίνει το δημοσίευμα.
Όπως σημειώνει, η Ελλάδα θέλει να
κάνει χρήση της πρόβλεψης να αφαιρούνται οι αμυντικές δαπάνες από τον
υπολογισμό του ελλείμματος του προϋπολογισμού.
«Η Ελλάδα παραδοσιακά
είναι μια από τις χώρες του ΝΑΤΟ με τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες
σε σχέση με την οικονομική της δύναμη. Σύμφωνα με τη συμμαχία, θα
ανέλθουν σε περίπου 2,8% του ΑΕΠ το 2025, κυρίως λόγω της δεκαετούς
αντιπαλότητας με την Τουρκία. Στη διαμάχη για την κυριαρχία και τις
οικονομικές ζώνες στην ανατολική Μεσόγειο, και οι δύο χώρες έχουν φτάσει
στο χείλος της στρατιωτικής αντιπαράθεσης αρκετές φορές από τη δεκαετία
του 1980» υποστηρίζει το ρεπορτάζ.
Προσθέτει ότι η Ελλάδα παρακολουθεί με ανησυχία την προσέγγιση Βερολίνου και Άγκυρας.
«Τον
Ιούλιο, η γερμανική κυβέρνηση έδωσε το πράσινο φως για την παράδοση 40
μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter στην Τουρκία μετά από διετή αποκλεισμό.
Ο υπουργός Εξωτερικών Γιόχαν Βάντεφουλ ανακοίνωσε
„συνεργασία με την Τουρκία σε όλους τους τομείς" κατά τη διάρκεια
επίσκεψης στην Άγκυρα. Από γερμανική οπτική γωνία, „δεν υπάρχουν
περιορισμοί", είπε. Η επιθυμία της Γερμανίας να συμμετάσχει η Τουρκία
στο πρόγραμμα εξοπλισμών SAFE της ΕΕ προκαλεί επίσης νέα σύγκρουση
μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας.
Ο Μητσοτάκης σκοπεύει να
ασκήσει βέτο σε αυτό στο Συμβούλιο της ΕΕ όσο παραμένουν οι τουρκικές
απειλές πολέμου κατά της Ελλάδας».
Mάλιστα ο δημοσιογράφος
επισημαίνει ότι οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν επιβαρυνθεί εδώ και
χρόνια όχι μόνο λόγω Τουρκίας, αλλά και εξαιτίας του ρόλου της Γερμανίας
στην κρίση χρέους της Ελλάδας.
«Η σχέση με τους Γάλλους είναι αρκετά διαφορετική: το 70% των Ελλήνων θεωρούν τη Γαλλία „φιλικό" κράτος.
Αυτή η αντίληψη αντικατοπτρίζεται και στην πολιτική εξοπλισμών.
Και οι δύο χώρες υπέγραψαν αμυντική συμφωνία το 2021, η οποία προβλέπει αμοιβαία στρατιωτική υποστήριξη σε περίπτωση επίθεσης.
Η γαλλική βιομηχανία επωφελείται από αυτό: η Ελλάδα παρήγγειλε 24 μαχητικά αεροσκάφη Rafale από την Dassault, εκ των οποίων τα 18 έχουν ήδη παραδοθεί.
Το Ναυτικό παρήγγειλε τρεις φρεγάτες Belharra από την Naval Group.
Μια τέταρτη προστέθηκε πρόσφατα, η οποία χρηματοδοτήθηκε από δάνεια από το πρόγραμμα SAFE. Επιπλέον, οι δύο υπουργοί Άμυνας συμφώνησαν τον Απρίλιο για την παράδοση 16 πυραύλων Exocet.
Οι γερμανικές εταιρείες, από την άλλη πλευρά, έχουν μέχρι στιγμής μικρή παρουσία».
www.bankinngews.gr