Πράκτορες του FBI πραγματοποίησαν έφοδο στο σπίτι του πρώην συμβούλου εθνικής ασφαλείας του Ντόναλντ Τραμπ, Τζον Μπόλτον,
στο πλαίσιο έρευνας για ζητήματα εθνικής ασφάλειας που αφορούν την
κατοχή και κατάσχεση διαβαθμισμένων εγγράφων,
Η επιχείρηση έλαβε χώρα νωρίς το πρωί, γύρω στις 7.00 τοπική ώρα, στην κατοικία του Μπόλτον στην περιοχή Μπεθέσδα, κοντά στην Ουάσιγκτον.
Σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν την υπόθεση, 4 έως 6 πράκτορες εισήλθαν στο σπίτι με σακίδια και τσάντες, εκτελώντας δικαστική εντολή, χωρίς ωστόσο να έχει παρατηρηθεί μέχρι στιγμής η απομάκρυνση αντικειμένων.
Ο ίδιος ο Μπόλτον, όταν ερωτήθηκε από δημοσιογράφους, δήλωσε ότι δεν γνώριζε για την εν εξελίξει έρευνα και ότι «εξετάζει περαιτέρω το θέμα».
Σχεδόν ταυτόχρονα με την επιχείρηση, ο διευθυντής του FBI, Κας Πατέλ, ανάρτησε στο προσωπικό του προφίλ στο «Χ» ένα λακωνικό μήνυμα:
«Κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου… οι πράκτορες του FBI σε αποστολή».
Η ανάρτηση αυτή υπογραμμίζει τη σοβαρότητα της υπόθεσης και το σαφές μήνυμα που επιδιώκει να στείλει η ομοσπονδιακή υπηρεσία.
Η έρευνα εστιάζει σε πιθανή κατοχή απόρρητου υλικού εθνικής ασφάλειας, χωρίς να έχει διευκρινιστεί αν συνδέεται άμεσα με τα απομνημονεύματα του Μπόλτον που κυκλοφόρησαν το 2020.
Πηγές υπενθυμίζουν ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης είχε διεξαγάγει παρόμοια έρευνα τότε, για ενδεχόμενη παράνομη αποκάλυψη διαβαθμισμένων στοιχείων, η οποία όμως έκλεισε το 2021 επί κυβέρνησης Μπάιντεν, με απόσυρση της σχετικής αγωγής.
Ο Μπόλτον είχε κατηγορήσει τότε τον Τραμπ ότι επιχείρησε να μπλοκάρει την έκδοση του βιβλίου για πολιτικούς λόγους.
Στο βιβλίο «The Room Where it Happened» (Το δωμάτιο όπου συνέβη), ο Μπόλτον περιγράφει τους 17 μήνες που υπηρέτησε ως σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι ο τότε πρόεδρος ήταν «εμμονικά προσηλωμένος στην εικόνα του στα ΜΜΕ» και ότι είχε ζητήσει βοήθεια από ηγέτες της Ουκρανίας και της Κίνας για να κερδίσει τις εκλογές του 2020.
Στον πρόλογο, έγραψε: «Ο Τραμπ είναι ακατάλληλος για να είναι πρόεδρος».
Σε μεταγενέστερη έκδοση σε χαρτόδετο, πρόσθεσε:
«Αν τα πρώτα τέσσερα χρόνια ήταν άσχημα, τα επόμενα τέσσερα θα είναι χειρότερα».
«Ο Τραμπ νοιάζεται πραγματικά μόνο για την εκδίκηση για τον εαυτό του, και αυτό θα καταλάβει μεγάλο μέρος της δεύτερης θητείας του», σημείωσε, σκιαγραφώντας μια δυσοίωνη εικόνα για την Αμερική υπό δεύτερη θητεία Τραμπ.
Ο Τζον Μπόλτον, γνωστός για τις σκληρές θέσεις του στην εξωτερική πολιτική, υπηρέτησε σε δύο ρεπουμπλικανικές κυβερνήσεις.
Αρχικά, διορίστηκε πρέσβης των ΗΠΑ στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών επί προεδρίας Τζορτζ Μπους του νεότερου.
Στη συνέχεια, επί Τραμπ, ανέλαβε για περίπου ενάμιση χρόνο τον ρόλο του συμβούλου εθνικής ασφαλείας.
Η συνεργασία τους, ωστόσο, τερματίστηκε άδοξα το 2019, με τον Τραμπ να ισχυρίζεται ότι τον απέλυσε και τον Μπόλτον να δηλώνει ότι υπέβαλε παραίτηση μετά από έντονη διαφωνία.
Η έφοδος έρχεται σε μια περίοδο εντεινόμενων ρεβανσιστικών κινήσεων από την κυβέρνηση Τραμπ στη δεύτερη θητεία του, απέναντι σε πολιτικούς αντιπάλους και πρώην συνεργάτες, όπως επισημαίνει το CNN.
Ο πρόεδρος έχει χαρακτηρίσει πρόσφατα τον Μπόλτον «ηλίθιο και αποτυχημένο», ενώ στο παρελθόν τον είχε απειλήσει με φυλάκιση.
Μόλις ανέλαβε ξανά τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο, ο Τραμπ αφαίρεσε τα μέτρα ασφαλείας του Μπόλτον, συμπεριλαμβανομένης της προσωπικής φρουράς από τη Μυστική Υπηρεσία, μαζί με εκείνα άλλων αντιπάλων.
Την Παρασκευή 22/08, ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι έχει ελάχιστες πληροφορίες για την έρευνα, αλλά δεν δίστασε να χαρακτηρίσει τον Μπόλτον «ρεμάλι».
«Δεν είμαι φαν του Τζον Μπόλτον», είπε, προσθέτοντας: «Είναι πράγματι ένα ρεμάλι».
Ο πρόεδρος ανέφερε ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης πιθανώς θα τον ενημερώσει αργότερα σήμερα.
Η υπόθεση αυτή εντάσσεται σε ευρύτερο πλαίσιο κυβερνητικών ενεργειών κατά πολιτικών αντιπάλων, από την αποκάλυψη σημειώσεων εναντίον του Άνταμ Σιφ μέχρι τη δίωξη της γενικής εισαγγελέως της Νέας Υόρκης, Λετίσια Τζέιμς, ενισχύοντας τις ανησυχίες για πολιτική εκδίκηση.