Αφού η ερχόμενη σε λίγες μέρες χρονιά, το 2021, είναι επετειακή –διακόσια χρόνια από την Επανάσταση των τότε Ελλήνων και την αποτίναξη του ζυγού δουλείας στους Τούρκους– ας θυμηθούμε συνωδά και μία ακόμα συντυχία: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο 99ος πρωθυπουργός στο συμβατικό ελληνώνυμο κρατίδιο, αυτό που προέκυψε από τα κόκαλα τα ιερά των Ελλήνων, μυριάδων, θυσιασμένων στο όραμα της ελευθερίας.
Ενενήντα εννέα πρωθυπουργοί σε διακόσια χρόνια: περίπου ένας πρωθυπουργός κάθε δύο χρόνια. Επειδή κάποιοι πρωθυπούργευσαν περισσότερες από μία φορές, ας χαλαρώσουμε την ασφυκτική στενότητα της διαδοχής που παραμένει, ωστόσο, εντυπωσιακή. Οπως ζωτικό και πολύ γονιμότερο παραμένει το ερώτημα: Αυτή η πληθώρα των πρωθυπουργών, οι άνθρωποι που έφτασαν στο ανώτατο αξίωμα, τι άφησαν πίσω τους; Γιατί τόση η αποτυχία της χώρας και τόση η καχεξία; Γιατί οι ανήκεστες βλάβες; Γιατί σε δυναμικό πλεονασμό η πανουργία, η ψευτιά, η ανημπόρια στο κρατίδιο;
Η θέση που παίρνει στην Ιστορία ένας ηγέτης, όπως και κάθε δημιουργός, δεν κρίνεται από εφήμερα τεχνάσματα συγκυριακής καπατσοσύνης, αλλά από τη δημιουργία θεσμών – δομών – προϋποθέσεων κοινωνικής ευρυθμίας και προόδου. Δεν είναι η οικονομία που χειραγωγεί την Ιστορία, είναι κυρίως η προτεραιότητα καλλιέργειας των ανθρώπων, η ανάγκη για ποιότητα της ζωής. Ο Τζον Ντ. Ροκφέλερ έμεινε στην Ιστορία σαν εκπληκτική περίπτωση αμύθητου πλούτου – σήμερα τον ξεπερνάνε πολλοί. Ενώ ο άσημος, όσο ζούσε, αεροπόρος Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ θα σημαδεύει την ευαισθησία και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων, σε ολόκληρο τον πλανήτη, για γενεές γενεών. Εικόνα ο αντιθετικός παραλληλισμός, απλή ένδειξη.
Πάντως, η απορία γεννιέται αυθόρμητη: Οι ζώντες πρώην πρωθυπουργοί μας, Σημίτης, Κώστας Καραμανλής, Γιωργάκης Παπανδρέου, Παπαδήμος, Πικραμμένος, Σαμαράς, Τσίπρας, Θάνου και ο επί σκηνής Κυριάκος Μητσοτάκης, πώς σκέπτονται την καταχώρισή τους στις δέλτους της Ιστορίας; Συνέκριναν ποτέ την περίπτωσή τους με το προηγούμενο του Αλέξανδρου Ζαΐμη (πέντε φορές πρωθυπουργού), του Δημητρίου Ράλλη (έξι φορές), του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου (δέκα φορές!), ολότελα ξεχασμένους όλους; Ακουσαν ποτέ τα ονόματα, έστω, του Κωνσταντίνου Δεμερτζή, Νικόλαου Καλογερόπουλου, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, Σωτήριου Σωτηρόπουλου, επίσης πρωθυπουργών κάποτε;
Να φτάσεις στο αξίωμα του πρωθυπουργού και να απομείνεις ανύπαρκτος στις συνειδήσεις, πρέπει να συνιστά εφιάλτη. Σίγουρα, κάθε μετριότητα επαγγελματία πολιτευτή, βολεμένου κομματανθρώπου, δεν «γράφει Ιστορία». Ακόμα και άνθρωποι ταλαντούχοι φτάνουν σε ανώτατα αξιώματα με νοοτροπία υπαλληλικής προαγωγής – υποκλίνονται μπροστά σε ευτελείς κομματάρχες. Για να «γράψεις Ιστορία», σε μια παρακμιακή κοινωνία, πρέπει «να σπάσεις αβγά»: να διακινδυνεύσεις ανατροπές, να τολμήσεις τομές, να μη φοβάσαι την αλήθεια. Οχι από «νταϊλίκι» ή για τον κομπασμό του σπουδαίου και ξεχωριστού, αλλά μόνο για το όραμα της αξιοπρέπειας αυτού του λαού, για μια ανάσα παρηγόριας των τσαλαπατημένων από την αναίδεια της κομματοκρατίας πολιτών.
Για να επιλεγεί ένας διακεκριμένος πολίτης στην εφήμερη θητεία υπηρεσιακού πρωθυπουργού, τα κόμματα τον έχουν «τεστάρει», έχουν βεβαιωθεί ότι είναι εγγυημένα ακίνδυνος. Δεν μπορεί να νομοθετήσει (η Βουλή προεκλογικά διαλύεται), αλλά θα μπορούσε να μιλήσει. Και τις ενδεχόμενες καταγγελίες ενός πρωθυπουργού, την εύτολμη δημοσιοποίηση (π.χ. με πυκνά διαγγέλματα) της κακουργίας των κομμάτων, θα την εμπόδιζαν οι κομματάνθρωποι, ακόμα και με πρακτικές υποκόσμου. Αν η επίκριση είχε προλάβει να κατατεθεί, θα σημάδευε ανεξίτηλα τους ενόχους.
Τα κόμματα είναι η απόλυτη, ανεξέλεγκτη, ολοκληρωτικού χαρακτήρα εξουσία. Γι’ αυτό και δεν διανοήθηκε ποτέ υπηρεσιακός πρωθυπουργός την παραμικρή, υπηρετική της κοινωνίας πρωτοβουλία, αντιτασσόμενος στα κόμματα: Να δημοσιοποιήσει αριθμούς διορισμένων χωρίς ΑΣΕΠ στο Δημόσιο. Να ξεγυμνώσει αδιαφανείς συναλλαγές των Τραπεζών με τα κόμματα. Να εγκαλέσει κόμματα για αδιαφανή χρηματοδότησή τους από εργολήπτες δημοσίων έργων. Ή όποια (πολλά) εφιαλτικά ανάλογα.
Η κοινωφελής λογική μιας οργανωμένης συλλογικότητας προϋποθέτει (και κατοχυρώνει με το Σύνταγμα) τη διάκριση των εξουσιών, την ανεξαρτησία κάποιων κοινωνικών λειτουργιών. Αυτός που κυβερνάει δεν μπορεί και να νομοθετεί τους όρους διακυβέρνησης. Στη μετα-πασόκ Ελλάδα (με την ανοχή όλων των κομμάτων, αλλά και των Δικαστών, των ΜΜΕ, των Ενόπλων Δυνάμεων, των «Πνευματικών Ιδρυμάτων») το πολίτευμα είναι η απόλυτη πρωθυπουργική μοναρχία. Ο πρωθυπουργός διορίζει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων, την Ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Δύσκολο να υπάρξει προκλητικότερη διακωμώδηση της Δημοκρατίας.
Εχουν δεχθεί ώς τώρα αδιαμαρτύρητα τη διακωμώδηση, τριαντατέσσερα ολόκληρα χρόνια, τέσσερις Πρόεδροι της Δημοκρατίας και δέκα πρωθυπουργοί. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: Η ανοχή αυτή μπορεί να ερμηνευθεί ως πρόβλημα πολιτικής ανωριμότητας του ηγετικού δυναμικού της χώρας, σύμπτωμα μειωμένης δημοκρατικής ευαισθησίας; Ή να διαγνώσουμε στο σύμπτωμα μια δραματική χρεοκοπία θεσμών, όπως το σχολείο, το πανεπιστήμιο, ο συνδικαλισμός, η δημοσιογραφία, οι Ενοπλες Δυνάμεις; Και για μια τέτοια χρεοκοπία, τι μπορούμε να κάνουμε οι πολίτες; Τα «στραβά μάτια»;