Ο ριζοσπαστισμός του Ισλάμ στις ευρωπαϊκές κοινωνίες: το γενικό πλαίσιο...

Εισαγωγικό Σημείωμα: Μετά τη δολοφονία του Γάλλου Καθηγητή από τον δεκαοχτάχρονο Τσετσένο, η Ευρώπη ξαναζεί την εφιαλτική περίοδο των επιθέσεων σε μαζικό ή μεμονωμένο επίπεδο που βίωσε (πάλι) η Γαλλία και σε μικρότερο ποσοστό και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις από το

2015- 2017. Μιλούσαμε και τότε για οργανωμένο κίνημα, για Αδελφούς Μουσουλμάνους, μοναχικούς λύκους κτλ. Αρχικά, είναι επιβεβλημένο να αναφέρουμε, ότι το Ισλάμ της Ανατολής έχει πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά διάχυσης στις μάζες από αυτό της Δύσης και αυτό γιατί ο Μουσουλμανισμός στην Ευρώπη έχει εξελιχθεί σε μία νέα πολιτική ταυτότητα, σε αντίθεση από αυτήν που φέρουν οι ομόθρησκοί τους πληθυσμοί τού μεσανατολικού τόξου, οι οποίοι ζουν τον «παραδοσιακό πολιτισμό». Επιπλέον, είναι αναγκαίο να καταστεί σαφές, ότι το οργανωμένο κίνημα μουσουλμανικού εξτρεμισμού στην Ευρώπη δεν σχετίζεται με τη μετανάστευση της τελευταίας δεκαετίας, αλλά κυρίως και πρωταρχικά με τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς που διαβιώνουν στα ευρωπαϊκά περιβάλλοντα από το τέλος της αποικιοκρατίας (1955- 1970).

Ριζοσπαστικοποίηση του Ισλάμ στη Δύση (κυρίως Ευρώπη): Η πλειονότητα των ισλαμικών ομάδων που διαβιούν στα δυτικά περιβάλλοντα προέρχονται από πρώην αποικίες και προτεκτοράτα. Το κοινωνικό αυτό σύνολο των μουσουλμάνων –ως επί το πλείστον δεύτερης και τρίτης γενιάς- είτε είχαν ζήσει είτε έχουν ακούσει για το θεσμό της αποικιοκρατίας. Έτσι, αυτοί οι νεότερης γενιάς μουσουλμάνοι έχουν εξελίξει τη γενεαλογική ταυτότητά τους, η οποία είναι σύμπλεγμα του πολιτισμού που έφεραν από τις χώρες τους μαζί με τα δυτικά γνωρίσματα. Με άλλα λόγια, συνειδησιακά το χαρακτηριστικό που τους συνδέει με το «παρελθόν» τους (καθώς πολλά από τα άτομα αυτά της τρίτης γενιάς δεν έχουν ούτε καν επάρκεια γνώσης της μητρικής τους γλώσσας), δεν είναι άλλο από τη θρησκεία που τη θεωρούν ως βασικό στοιχείο της ιδεολογίας τους, χωρίς ωστόσο να είναι ακραιφνώς προσκολλημένοι στο τελετουργικό κομμάτι της, της προσδίδουν με τον τρόπο αυτό τη νεωτερικότητα που βασίζεται σε χαρακτηριστικά, ταξικά –κοινωνικά.

Ο τρόπος αυτός που διαχειρίζονται τη θρησκεία έχει να κάνει με το γεγονός, ότι οι Δυτικοί τούς αντιμετωπίζουν μέσα στον κοινωνικό ιστό των κρατών τους στη βάση της θρησκευτικής ταυτότητάς τους (ως ενιαία δηλαδή ομάδα) και όχι στη βάση της εθνικής καταγωγής τους (πχ. σχεδόν κανένας Ευρωπαίος δεν διαχωρίζει τον Σύριο από τον Πακιστανό, αλλά θα τους προσδιορίσει στη βάση του θρησκεύματος). Μία ερμηνεία που μπορεί να δοθεί, είναι ότι όλο αυτό σχετίζεται με το κοινωνιολογικό κομμάτι της αποικιοκρατίας, όπου ο άποικος Ευρωπαίος ήταν χριστιανός, ενώ ο αποικιοκρατούμενος ήταν μουσουλμάνος.

Σήμερα, οι μουσουλμάνοι αυτοί (οι οποίοι διαχωρίζονται από τους μουσουλμάνους μετοίκους της τελευταίας δεκαετίας που έχουν διαφορετικό συμπεριφορικό κοινωνισμό), ζώντας ως μειονότητες στη Δύση σε ένα περιβάλλον που τους διαχωρίζει από τα υπόλοιπα κοινωνικά μέλη, γιατί αυτοί επέλεξαν να μην εγκλιματιστούν –ως επί το πλείστον αυτοί της πρώτης και δεύτερης γενιάς-, αλλά να διατηρήσουν τα παραδοσιακά στοιχεία της θρησκευτικής ταυτότητάς τους (πχ μανδήλα), προσπάθησαν με γνώμονα τη θρησκεία να δημιουργήσουν «δικλείδες ασφαλείας», περιχαρακώνοντας τον εαυτό τους νομοτελειακά κάτω από μία επίπλαστη ταυτότητα, η οποία έχει μοναδικό σημείο αναφοράς το θρήσκευμα και σε καμία περίπτωση την εθνοτική/ εθνική καταγωγή. Με βασικό χαρακτηριστικό τη Θρησκεία (ούτε καν το δόγμα, το οποίο βλέπουμε ότι στην Ανατολή είναι το έρεισμα για μεταξύ τους πολέμους) μετάλλαξαν το ακραιφνώς θεοκρατικό κομμάτι της θρησκείας (κυρίως αυτοί της δεύτερης και τρίτης γενιάς), προσδίδοντας στην ταυτότητα που δημιούργησαν γνωρίσματα που ενώ δεν υπάρχουν στη θρησκευτική κουλτούρα τού Ισλάμ (πχ. ταξική συνείδηση) είναι απότοκα του δυτικού πολιτισμού. Αυτή η αλλαγή ονομάζεται ριζοσπαστικοποίηση του Ισλάμ.

Οι μουσουλμάνοι της Δύσης μέσω αυτής μεθοδεύουν ένα κατ’ ουσίαν πολιτικό κίνημα που μέσα από αυτό «επικρίνουν», όπως θέλουν να φαίνεται, τα κακώς κείμενα της δυτικής κοινωνίας. Μέσω του κινήματος αυτού δεν επιδιώκουν την ακραιφνή προσήλωση στη Σαρία, αλλά αντίθετα το αντιμετωπίζουν ως ακτιβιστική δράση που τα αποτελέσματά της θα στηλιτεύουν τόσο την αδικία που γίνεται σε βάρος τους όσο και εναντίον οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας. Για να το κατανοήσουμε όλο αυτό δίνουμε δύο παραδείγματα. Το πρώτο είναι, ότι στη βάση του παραπάνω πλαισίου, ερμηνεύεται η τάση πολλών νέων Ευρωπαίων, οι οποίοι ερχόμενοι σε επαφή με τους συνομηλίκους τους μουσουλμάνους που είναι οπαδοί του ισλαμικού ριζοσπαστισμού, να ασπάζονται το Ισλάμ και να πηγαίνουν να πολεμήσουν στη Μέση Ανατολή (καθώς δεν υπάρχει η πραγματική γνώση για την πολιτική διάσταση του Ισλάμ και το διαχωρισμό του Ισλάμ της Ανατολής από το αντίστοιχο της Δύσης), αφού αντιμετωπίζουν τη ριζοσπαστικοποίηση του μουσουλμανισμού ως «κατώφλι αλλαγής» ενός Κόσμου που συνεχώς εκπίπτει από τις αξίες και τα ιδανικά του.

Το δεύτερο παράδειγμα που αναδεικνύει τον τρόπο που τεχνηέντως χρησιμοποιούν οι μουσουλμάνοι της Ευρώπης, ώστε να παρουσιάσουν τη ριζοσπαστικοποίηση ως κίνημα που στόχο έχει να προστατέψει κάθε αδύναμη ομάδα είναι να αναλογιστούμε και να ξαναθυμηθούμε την τρομοκρατική ενέργεια στη Βαρκελώνη της Ισπανίας στις 17 Αυγούστου 2017, όταν ισλαμιστές χτύπησαν τον εμπορικότερο δρόμο της καταλανικής πόλης, προκαλώντας διεθνή έκπληξη, καθώς το ισπανικό κράτος δεν είχε προκαλέσει το μένος των ισλαμιστικών οργανώσεων. Η συγκεκριμένη ενέργεια έλαβε χώρα λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα για την αυτονόμηση ή μη της Καταλονίας από τον εθνικό, ισπανικό ιστό. Πολλοί γνώστες των Διεθνών Σχέσεων θεώρησαν, ότι το τρομοκρατικό χτύπημα ήταν επακόλουθο της μεγάλης μεταναστευτικής ροής από τη Βόρεια Αφρική προς την Ευρώπη, καθώς το ισπανικό κράτος χρησιμοποιείται ως ενδιάμεσος σταθμός για τη μετάβαση –κυριότατα- στη Γαλλία. Άραγε, όμως, είναι η μοναδική εξήγηση; Και η απάντηση είναι αρνητική. Οι μουσουλμάνοι που διαβιώνουν στο ευρωπαϊκό περιβάλλον εδώ και δεκαετίες αισθάνονται (τουλάχιστον η πλειονότητα που ανήκει στα χαμηλά οικονομικά στρώματα) ως μειονοτικές ομάδες που καταπατώνται τα δικαιώματά τους. Κάτω από το πρίσμα αυτό, θέλουν να αναδομήσουν πάνω σε δικά τους πρότυπα τις ευρωπαϊκές κοινωνίες στις οποίες ζουν, γι’ αυτό και παρουσιάζονται τα κριτήρια της δράσης τους υπό το γνώμονα των κοινωνικών χαρακτηριστικών, συνεπαίρνοντας κάτω από το πλαίσιο αυτό και τους νέους Ευρωπαίους.

Η Βαρκελώνη είναι μία καταλανική πόλη, η οποία θέλει να αυτονομηθεί από το Κέντρο. Οι Καταλανοί εκπροσωπούν μέσα στην ισπανική κοινωνία μία κοινωνική ομάδα με αστικά χαρακτηριστικά, αναζητώντας τη διοικητική αυτονόμηση των γεωγραφικών τμημάτων στα οποία ζουν από την υπόλοιπη χώρα και οργανώνοντας για το συγκεκριμένο λόγο αποσχιστικές πολιτικές οργανώσεις. Οι ισλαμιστές τρομοκράτες μέσω της τότε ενέργειές τους ήθελαν, εξάπτοντας τα εθνικιστικά πάθη, να παρουσιάσουν μία εικόνα στους Καταλανούς, ότι το ίδιο το ισπανικό Κέντρο δεν είναι σε θέση και δεν ενδιαφέρεται να τους προστατεύσει, επειδή λόγω της αποσχιστικής τάσης τους, τους θεωρεί «ξένο σώμα». Με λίγα λόγια, οι μουσουλμάνοι, έτσι όπως διαμορφώνουν το κίνημα του ισλαμικού ριζοσπαστισμού επιδιώκουν να «δικαιολογήσουν» και να «νομιμοποιήσουν» τις ενέργειές τους, προσπαθώντας να βρουν υποστηρικτές και σε άλλες κοινωνικές ομάδες που αισθάνονται μειονεκτικά στον κοινωνικό ιστό που διαβιώνουν.

Οι Καταλανοί, αισθανόμενοι αβοήθητοι από το ισπανικό Κέντρο, θα μπορούσαν οιωνεί να είναι ευνοϊκά διακείμενοι με κινήματα, όπως του ισλαμικού ριζοσπαστισμού, τα οποία τεχνηέντως δείχνουν να προωθούν την κοινωνική/ ταξική πάλη, ενώ όπως και ο μανδύας τους, στην πραγματικότητα το κίνητρο είναι η θρησκεία. Επίσης, ένας άλλος σημαντικός λόγος που αντικατοπτρίζει τις πραγματικές προθέσεις της ισλαμικής τρομοκρατίας, έτσι όπως έδρασε στην Ισπανία, αποτελεί το γεγονός ότι επιλέχθηκε η συγκεκριμένη χώρα, καθώς το εν λόγω κράτος, ως κατάλοιπο της αποικιοκρατικής του αντίληψης, ανέκαθεν παρουσίαζε την πρόθεση να συσπειρώνει ακόμα και τους ετεροεθνείς πληθυσμούς κάτω από ενιαία «εθνική ομπρέλα».

Το Ισλάμ στην Ανατολή (γενικά χαρακτηριστικά): Στη Μέση Ανατολή η διάσταση του εθνοτικού στοιχείου αποκολλάται από την έννοια της φυλής, έτσι όπως άρχισε να μετουσιώνεται σε ιδεολογία κατά τη διάρκεια των μεγάλων επαναστάσεων εναντίον της αποικιοκρατίας. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, ενώ πριν λίγα χρόνια –λόγου χάρη- γινόταν αναφορά στον «Πόλεμο Ισραήλ και Παλαιστίνης» (με την ταύτιση έθνους και φυλής, καθώς πίσω από την Παλαιστίνη ήσαν όλοι οι Άραβες), πλέον μιλάμε για «Πόλεμο Ισραηλινών και Παλαιστινίων». Αν και η έννοια της θρησκείας συνεχίζει να αποτελεί ισχυρό δομικό στοιχείο των μεσανατολικών λαών, ωστόσο, η έννοια του έθνους λαμβάνει ιδιαίτερη –πλέον- διάσταση σε μία μουσουλμανική κοινωνία, η οποία δεν ταυτίζεται με την έννοια της κοινής φυλετικής καταγωγής. Οι κοινωνίες της μεσανατολικής περιοχής αναγκάζονται να συμβαδίσουν με το δυτικό σκεπτικισμό ως προς την οργάνωση του νέου κατεστημένου τους, προκειμένου αφενός να προστατέψουν τα εδάφη τους από τα νεό- αποικιακά δυτικά συμφέροντα αφετέρου να συμμετέχουν ενεργά στα οφέλη που απορρέουν από τον εθνικό ορυκτό τους πλούτο. Δύο παραδείγματα, για να κατανοηθούν τα ανωτέρω είναι, οι Αιγύπτιοι που ως παραδοσιακός μουσουλμανικός λαός κρατούσαν μέχρι πρόσφατα χρονικά την «παντιέρα» του παλαιστινιακού αγώνα, σήμερα έχουν αλλάξει τη διπλωματική πορεία τους, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να αναδειχθεί, ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό το εθνικό/ εθνοτικό συμφέρον -και για τους λαούς αυτούς- είναι αυτό που υποσκελίζει τα πάντα.

Το δεύτερο παράδειγμα που δείχνει πώς λειτουργούν πλέον τα συγκεκριμένα περιβάλλοντα έχει να κάνει με το πρίσμα κάτω από το οποίο λόγου χάρη η Σαουδική Αραβία αντιλαμβάνεται το εθνικό συμφέρον σε σχέση με το φυλετικό- θρησκευτικό. Αν και θεωρείται μία παραδοξότητα, οι ισχυρές οικονομίες της Μέσης Ανατολής να διαχωρίζουν –στην πραγματικότητα- την έννοια της θρησκείας από το εθνικό συμφέρον, τουλάχιστον αυτό αποδεικνύεται από το πώς αντιλαμβάνονται τις συμμαχίες τους με τη Δύση. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η Σαουδική Αραβία που αν και θεωρείται σύμμαχος της Δύσης, εντούτοις –όχι λίγες φορές- είναι πίσω –ως χρηματοδότρια- του ένοπλου αγώνα εναντίον των δυτικών. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί υπό το πρίσμα δύο τινών. Το ένα έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι χώρες των Ιερών συμβόλων του μουσουλμανισμού είναι επιφορτισμένες με το «καθήκον» να προστατέψουν αφενός τον παραδοσιακό πολιτισμό τους αφετέρου τις ομόθρησκες χώρες από τον Δυτισμό (ως αποικιοκρατική αρχή), ενώ το δεύτερο αφορά την αντίληψη για την επιβίωση μέσα σε ένα άναρχο παγκόσμιο σύστημα.

Ισλαμιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις στη Δύση: Για να περιγραφεί η διάσταση του ισλαμικού φονταμενταλισμού στο δυτικό περιβάλλον, δεν μπορεί να παραληφθεί η αναφορά στις δύο μεγάλες στρατιωτικές οργανώσεις τού Ισλάμ (οι οποίες φέρουν παρακλάδια, πχ. Αραβική Άνοιξη, Αδελφοί Μουσουλμάνοι κτλ), την Αλ Κάιντα και τον ISIS (ή αλλιώς Ισλαμικό Κράτος) και πώς αντιλαμβάνονται τον ένοπλο αγώνα. Όπως είναι φυσικό, για την Ευρώπη οι δύο αυτοί «στρατοί» έχουν τα ίδια ακριβώς «χαρακτηριστικά γνωρίσματα», αποδίδοντας τη δράση τους στο θρησκευτικό πόλεμο. Στην πραγματικότητα, όμως, έτσι έχουν τα πράγματα ή μήπως τα δύο αυτά –επί της ουσίας- κινήματα εφορμώνται από διαφορετικά κίνητρα; Η Αλ Κάιντα (με γνωστότερο εκπρόσωπό της τον Οσάμα Μπιν Λάντεν) οργανώθηκε από μέλη της ισλαμικής ελίτ που λόγω των σπουδών τηςς στη Δύση ήθελαν να είναι διαμορφώτρια μίας νέας κοινωνίας (τουλάχιστον αυτά ήθελαν να δείχνουν τα κίνητρα οργάνωσής της). Με κύρια χρηματοδότρια τις ΗΠΑ, ξεκίνησε τον ένοπλο αγώνα της τη δεκαετία του 1980 εναντίον της πρώην ΕΣΣΔ, καθώς ο σκοπός της ήταν, με γνώμονα ένα πολιτικό σχηματισμό με ταξικά χαρακτηριστικά υπό το επιστέγασμα της μουσουλμανικής θρησκείας, να ξεσηκώσει τους ομόθρησκούς «αδερφούς» που διαβίωναν στη Σοβιετία και είχαν απωλέσει τις παραδοσιακές αξίες τους κάτω από την επίπλαστη ταυτότητα του σοβιετισμού. Ωστόσο χρονικά αργότερα και πιο συγκεκριμένα την 11η Σεπτεμβρίου 2001, με το χτύπημα των Δίδυμων Πύργων έδειξε ότι σκοπός της δεν ήταν η σύστασή της, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως μέσο των ΗΠΑ εναντίον της ΕΣΣΔ, αλλά να δημιουργήσει μία πολιτική κίνηση που θα ήταν εναντίον του «Παλαιού Κόσμου», όπως αυτός αντιπροσωπευόταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Οι στόχοι της δεν μεταβλήθηκαν με το πέρασμα των χρόνων, ακόμα και όταν στο προσκήνιο αναδύθηκε ο ISIS. Η Αλ Κάιντα έχει περιχαρακώσει την ιδεολογία της σε αυτήν, της ριζοσπαστικοποίησης του Ισλάμ που αυτήν την στιγμή προωθείται από τα παρακλάδια της στη Δύση, των οποίων σκοπός, όπως αφήνουν να διαφανεί, είναι ένας μουσουλμανικός κόσμος που θα εξελίσσεται, χωρίς να εκδυτικοποιείται. Χρησιμοποιεί τις νόρμες της παγκοσμιοποίησης, όπως είναι η επιστήμη και η γνώση  (γι’ αυτό και τα μέλη της είναι στην πλειονότητά τους μορφωμένοι ισλαμιστές) ως μέσο πάλης ενάντια στον απαρχαιωμένο κόσμο που δημιούργησε όλες αυτές τις ανισότητες, ωστόσο για να είναι εύπεπτη αυτή η ιδεολογία στις ευρείες μάζες, τη συσχετίζει με την αξία της πολιτισμικής (θρησκευτικής) παράδοσης. Και ο γεωγραφικός χώρος που κείτεται «μακριά» πολιτισμικά ως προς αυτήν την ιδεολογία είναι η Δύση, γι’ αυτόν τον λόγο αποτελεί και στρατιωτικό στόχο.

Από την άλλη πλευρά, το Ισλαμικό Κράτος, αν και «ανδρώθηκε» στους κόλπους της Αλ Κάιντα, παρόλα αυτά οι στόχοι της δράσης της είναι διαφορετικοί. Ο ISIS ταυτίζει την εθνικό-φυλετική «καθαρότητα» με τη θρησκευτική «καθαρότητα» (σουνιτισμός) και αντιστρατεύεται οποιοδήποτε πληθυσμό της μεσανατολικής περιοχής που ανήκει σε αιρετικά, θρησκευτικά σχίσματα. Το συγκεκριμένο κίνημα αποτελεί καθαρά στρατιωτικό οργανισμό, καθώς δεν περιχαρακώνεται σε ιδεολογίες φιλοσοφικού και κοινωνιολογικού χαρακτήρα, αλλά ταυτίζεται με την πολεμική παράδοση του Ισλάμ. Έτσι παρατηρείται, ότι τα μέλη του προέρχονται κυρίως από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, γιατί αφενός μπορούν να στρατολογηθούν πιο εύκολα, αφετέρουν έχουν δημιουργήσει συγκεκριμένες κοινωνικές προσλαμβάνουσες, απότοκες στην ακραιφνή προσήλωσή τους στη Σούνα. Οι νέοι, κυρίως Ευρωπαίοι, που προσκολλώνται στο Ισλαμικό Κράτος και μεταβαίνουν στην Ανατολή, εκεί βρίσκονται αντιμέτωποι με τις αρχές μίας θρησκευτικής σέκτας που ουδεμία σχέση έχει με το παγκοσμιοποιημένο Ισλάμ που «ευαγγελίζονται» οι μουσουλμάνοι της Δύσης.

Και αυτό γίνεται ακόμα περισσότερο αισθητό, καθώς στα τρομοκρατικά συμβάντα της Δύσης, η επιβεβαίωση στήριξης σε αυτά από τον ISIS είτε έρχεται αργοπορημένα είτε καθόλου. Λόγου χάρη, η επίθεση στο γερμανικό, εμπορικό κέντρο το Πάσχα του 2017, αν και έγινε από αυτοαποκαλούμενο ισλαμιστή, ωστόσο δεν έτυχε την υποστήριξη του Ισλαμικού Κράτους. Όπως επίσης, και το χτύπημα από ένοπλο «πολεμιστή» στο Λονδίνο το Δεκέμβριο του 2018. Επίσης, οφείλουμε να σημειώσουμε αυτό. Στα περισσότερα συμβάντα που λαμβάνουν χώρα στο ευρωπαϊκό έδαφος , παρατηρείται, ότι δεν υπάρχει οργανωμένη επίθεση , αλλά τα άτομα επιχειρούν ως «μοναχικοί λύκοι», γεγονός που αποδεικνύει ότι τα κίνητρα δεν έχουν να κάνουν με την ένοπλη πάλη, έτσι όπως εξελίσσεται από τον ISIS ή έχει υποκινητή αυτόν, αλλά το βαθύτερο έρεισμα των μεμονωμένων επιθέσεων εδράζεται σε πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά πλαίσια. Υπό το πρίσμα αυτό οφείλουμε να δούμε τις εξτρεμιστικές επιθέσεις «μοναχικών λύκων» στην Ευρώπη (με τελευταίο το γεγονός στη Γαλλία) και υποκινήτρια την Τουρκία. Αρκεί να αναλογιστούμε την εθνικότητα που φέρει η πλειονότητα των μεμονωμένων «μαχητών», οι οποίοι προέρχονται από κράτη που δεν έχουν αραβική παράδοση (και ως εκ τούτου ασπάζονται τα αιρετικά σχίσματα), γεγονός που φέρει ασυμβατότητα με την παραδοσιακή ιδεολογία του Ισλαμικού Κράτους (που γεννήθηκε στους αραβικούς κόλπους), ενώ παράλληλα η πλειονότητα αυτών προέρχεται από περιοχές της πρώην ομόσπονδης Ρωσίας με αναπτυγμένες πολιτικό- κοινωνικές σχέσεις με το τουρκικό κράτος. Οπότε τα κίνητρα, δεν φέρουν το «αξιακό υπόβαθρο» της διαφύλαξης του θρησκευτικού παραδοσιακού πολιτισμού, έτσι όπως επιδιώκει ο ISIS, αλλά είναι στρατευμένη πολιτική υποκίνηση.

Εκτός των ανωτέρω είναι επιβεβλημένο να σημειώσουμε, αναλογιζόμενοι τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα, έτσι όπως εξελίσσονται την τελευταία δεκαετία, στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά και γενικότερα στη Δύση, ότι τα χτυπήματα αυτά έγιναν ή γίνονται σε περιόδους που η πλειονότητα των κρατών που πλήττονται από τις επιθέσεις αυτές, είτε αντιμετωπίζουν εσωτερικής διάστασης ζητήματα ( λχ . Brexit, μεταναστευτική πολιτική των ΗΠΑ, κίτρινα γιλέκα) είτε είναι χώρες με αποικιοκρατικό υπόβαθρο. Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία πληττόμενων κρατών,  όταν σε μία χώρα επικρατεί εσωτερική αναταραχή λόγω κοινωνικών ή πολιτικών συνθηκών, εκ των πραγμάτων τα περιβάλλοντα αυτά είναι πιο εύκολοι στόχοι επιθέσεων. Καθώς εκτός των άλλων στοχεύουν οι εξτρεμιστές στην περαιτέρω αφύπνιση παθών, κάτω από την παραδοχή ότι το επίσημο κράτος δεν είναι σε θέση να προστατέψει τους πολίτες του, προκειμένου να εγκαθιδρύσουν την ιδεολογία τους, βρίσκοντας υποστηρικτές τους απογοητευμένους πολίτες. Όσον αφορά τις χώρες που ήταν πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις, εκεί η εξτρεμιστική επίθεση μπορεί να ειδωθεί υπό το πρίσμα δύο συνιστωσών. Οι μουσουλμάνοι δεύτερης και τρίτης γενιάς δεν μπορούν να ταυτιστούν απόλυτα με το Ισλαμικό Κράτος (λχ. επιστροφή στον παραδοσιακό πολιτισμό, καθώς πολλοί από αυτούς δεν έχουν, παρά ελάχιστη πολλές φορές, γνώση της παράδοσής τους), αλλά χρησιμοποιούν τον ISIS ως εμπνευστή και καθοδηγητή των ενεργειών τους και φέρουν απλά κοινή θρησκευτική κουλτούρα. Αν λόγου χάρη, οι Ευρωπαίοι αντιμετώπιζαν τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς (στα χρόνια της αποαποικιοποίησης) στη βάση της εθνοτικής/ φυλετικής καταγωγής που αυτοί έφεραν και όχι υπό το πρίσμα μίας ενιαίας ταυτότητας στη βάση του θρησκεύματος, αυτές οι πληθυσμιακές ομάδες που προέρχονταν –και πρέπει να τονιστεί αυτό- από τα πρώην προτεκτοράτα τους, θα είχαν εγκλιματιστεί με διαφορετικά κοινωνικά κριτήρια. Η δεύτερη συνιστώσα σχετίζεται με τα καθαρά πολιτικά κίνητρα και τους πολιτικούς στόχους που φέρει ένα κράτος και με το μανδύα της παράδοσης (πολιτισμικής, θρησκευτικής κτλ) στοχοποιεί χώρες με συμβολισμό για τις κοινωνικές μάζες, χρησιμοποιώντας λαούς που λόγω του κοινωνικού και οικονομικού ιδιομορφισμού τους καθίστανται ανδρείκελα των επιδιώξεών του. Αυτό πράττει αυτήν την στιγμή η Τουρκία εναντίον της Γαλλίας με υποχείρια τους μουσουλμανικούς λαούς που έχει παραδοσιακά υπό την σκέπη της (λχ. Τσετσένους, Αζέρους κτλ).

της Δρ Άννας Κωνσταντινίδου

Ιστορικού- Διεθνολόγου.

 

Για τη συγγραφή του άρθρου διαβάστηκαν:

Bary Atwan Abdel, (2006), Η μυστική Ιστορία της Αλ Κάιντα, Αθήνα: Αρχέτυπο.

Gray John N., (2004), Η Αλ Κάιντα και η Νεωτερικότητα, Αθήνα: Μεταίχμιο.

Καραμπελιάς Γιώργος, (2001), Ισλάμ και Παγκοσμιοποίηση- η θανάσιμη διελκυνστίδα, Αθήνα: εκδ. Εναλλακτικές.

Χαλαζίας Χρήστος, (2001), Το Πολιτικό Ισλάμ, Αθήνα: εκδ.Δόμιος.

Κωνσταντινίδου Άννα, (2019), Το Ισλάμ και το Ενεργειακό Ζήτημα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, Θεσσαλονίκη: Σταμούλης- Χαρπαντίδης.

[1] Η Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ και μεταδιδακτορική ερευνήτρια της ίδιας Σχολής. Επίσης, είναι εξωτερική συνεργάτιδα της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ).

 

anixneuseis.gr