Η αμφισβήτηση αυτή δεν περιορίστηκε σε φραστικές αναφορές ή σε παραστάσεις σε διεθνή forum. Από την αρχή συνοδεύτηκε με ένα ευρύ φάσμα ενεργειών. Οι ενέργειες αυτές περιλαμβάνουν από επικίνδυνες και προκλητικές παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου, αεροναυτικές ασκήσεις στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, επαπειλούμενες έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας μέχρι στημένες κρίσεις τύπου Ιμίων. Στην παρούσα φάση έχουμε μια κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας, η οποία ξεκίνησε μετά τη σύναψη του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου τον Νοέμβριο του 2019.
Η κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας εκδηλώνεται έντονα τόσο με δηλώσεις της τουρκικής ηγεσίας όσο και με προκλητικές ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο. Αποκορύφωμα των ενεργειών αυτών είναι η διεξαγωγή ερευνών από το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «Oruc Reis» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, ανατολικά του 28ου μεσημβρινού, τον Αύγουστο. Ακόμη μεγαλύτερη είναι η τουρκική πρόκληση στην Κύπρο, όπου εκεί πλέον μιλάμε για γεωτρήσεις εντός της αναγνωρισμένης κυπριακής ΑΟΖ. Δηλαδή μιλάμε για μια βάναυση παραβίαση της θαλάσσιας κυριαρχίας του ελεύθερου τμήματος της Κύπρου, αφού ουσιαστικά η Τουρκία έχει κάνει έναν θαλάσσιο «Αττίλα 3».
Τι ζητά η Τουρκία από την Ελλάδα στη θάλασσα
Το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο ορίζεται από πέντε άξονες:
1. Η Τουρκία αρνείται στην Ελλάδα την άσκηση του αποκλειστικού δικαιώματός της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Για να αποτραπεί μάλιστα κάτι τέτοιο, η Τουρκική Εθνοσυνέλευση διακήρυξε το 1995 ότι αυτό θα αποτελούσε αιτία πολέμου (casus belli).
2. Η Τουρκία αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία σε έναν απροσδιόριστο αριθμό νήσων και νησίδων. Η σχετική αμφισβήτηση τέθηκε εντονότερα μετά το περιστατικό των Ιμίων και πλέον επεκτείνεται σε ένα μεγάλο πλήθος νήσων, με αναφορές ακόμη και σε κατοικημένα μικρά νησιά.
3. Η Τουρκία δεν δέχεται την ύπαρξη στρατιωτικών δυνάμεων στα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης και της Λήμνου, και ζητά την αποστρατιωτικοποίησή τους.
4. Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα της Ελλάδας να διενεργεί επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης (SAR) στο Ανατολικό Αιγαίο. Παρεμφερής με αυτήν τη διεκδίκηση είναι και η άρνηση του δικαιώματος της Αθήνας να ελέγχει τις εναέριες συγκοινωνίες στο FIR Αθηνών.
5. Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει ότι τα ελληνικά νησιά έχουν δικαιώματα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, αγνοώντας το Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο δίνει και στα νησιά πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα.
Από τα παραπάνω ζητήματα η Ελλάδα δέχεται να συζητήσει μόνο το πέμπτο, δηλαδή τον προσδιορισμό υφαλοκρηπίδας – ΑΟΖ στη βάση του διεθνούς δικαίου. Αντιθέτως, η Τουρκία θέλει να υποχρεώσει την Ελλάδα να συζητήσει για όλα αυτά τα ζητήματα αλλά και για πολλά άλλα που συνεχώς προσθέτει. Ενδεικτικά αναφέρεται το θέμα εκλογής μουφτήδων στη Θράκη.
Είναι προφανές ότι η τακτική της Τουρκίας είναι να εμπλουτίζει συνεχώς την ατζέντα των διεκδικήσεών της, ώστε αν κάτσει σε ένα τραπέζι διαλόγου με την Ελλάδα να κερδίσει όσο γίνεται περισσότερα. Αντίστοιχα είναι σαφές ότι από μια τέτοια εξέλιξη η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει, αφού στο σχετικό τραπέζι θα συζητηθούν μόνο τα κυριαρχικά της δικαιώματα.
Να ζητήσουμε την εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάννης
Αν η Ελλάδα επιμείνει στο ότι συζητά μόνο ένα ζήτημα, είναι πιθανόν τελικά, υπό την πίεση της Τουρκίας και του διεθνούς παράγοντα, να υποχρεωθεί να συζητήσει πολύ περισσότερα. Για να αντιρροπήσει έναν τέτοιο κίνδυνο, η Ελλάδα θα πρέπει να εγείρει κι εκείνη δικά της θέματα. Και δεν εννοούμε να προβάλει τον δικό της επεκτατισμό, αλλά απλώς να ζητήσει κατ’ ελάχιστον την τήρηση των Συνθηκών. Και αναφερόμαστε βεβαίως στο ότι η Τουρκία έχει παραβιάσει βάναυσα και επανειλημμένως τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Επ’ αυτού μάλιστα δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, αφού αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στις δύο μειονότητες τις οποίες αναγνώριζε η Λωζάννη.
Σήμερα στη Θράκη εξακολουθεί να υπάρχει η μουσουλμανική μειονότητα, απολαμβάνοντας μάλιστα πλήρη δικαιώματα. Αντίθετα, δεν υπάρχει πια η ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, η οποία εξανδραποδίστηκε μετά από δεκαετίες τουρκικών διωγμών.
Ειδικά όσον αφορά την Ίμβρο και την Τένεδο, υπενθυμίζεται ότι τα δύο αυτά νησιά παραχωρήθηκαν στην Τουρκία το 1923 για την ασφάλεια των Στενών. Επειδή όμως είχαν αμιγώς ελληνικό πληθυσμό, υπήρξε ειδική πρόνοια στη Συνθήκη της Λωζάννης ώστε οι έλληνες κάτοικοι των δύο αυτών νησιών να διατηρήσουν την αυτονομία τους. Αυτό προέβλεπε ρητώς το άρθρο 14 της Συνθήκης της Λωζάννης, το οποίο αναφερόταν στα ειδικά δικαιώματα των χριστιανών ιθαγενών πληθυσμών των δύο νησιών και στην προστασία των περιουσιών τους.
Να λοιπόν ένα θέμα που η Ελλάδα θα όφειλε να θέτει συνεχώς. Ένα θέμα το οποίο αναφέρουμε ενδεικτικά, αφού φυσικά υπάρχουν και πολλά άλλα. Ας προχωρήσει λοιπόν προς αυτήν την κατεύθυνση η κυβέρνηση. Κάτι τέτοιο δεν το επιτάσσει μόνο η λογική των διαπραγματεύσεων αλλά και το δίκαιο.
Του
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΛΑΥΡΕΝΤΖΟΥ
Συμβούλου επιχειρήσεων – Συγγραφέα