Σε συνθήκες πανδημίας ένα κρίσιμο ζήτημα αποτελούν οι περιορισμοί της
ελευθερίας του λόγου. Είναι ανεκτοί ενόψει του κινδύνου διασποράς ψευδών
ειδήσεων ή της έκφρασης απόψεων που μπορεί να επιδράσουν αρνητικά στην
τήρηση των περιοριστικών μέτρων; Πώς επηρεάζει η περιορισμένη πολυφωνία
των ΜΜΕ τον δημόσιο διάλογο για την πανδημία; Στην κριτική δεν είναι
συνταγματικά ανεκτό ούτε εν μέσω πανδημίας να τίθενται όρια. Η κριτική
δεν μπορεί παρά να είναι απεριόριστη σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου,
όπου κατοχυρώνονται και προστατεύονται τα θεμελιώδη δικαιώματα του
προσώπου. Η κριτική εξ ορισμού δεν μπορεί να οριοθετηθεί, εφόσον ως
κριτική αντιλαμβανόμαστε την αξιολογική κρίση για τον δημόσιο λόγο, στον
οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι επιστημονικές απόψεις των ειδικών
συμβούλων των κυβερνήσεων.
Οι προηγούμενες επισημάνσεις θεμελιώνονται στην ερμηνεία του Συντάγματος
και της ΕΣΔΑ, όπως αυτή εφαρμόζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αν δεχόμασταν την αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή
οι δυσμενείς χαρακτηρισμοί σε βάρος προσώπων και των απόψεών τους είναι
ανεπίτρεπτοι, τότε θα οδηγούμασταν αναπότρεπτα είτε στην αποδοχή ως
θεμιτής και νόμιμης μόνο της θετικής κριτικής είτε σε μια διαβάθμιση της
έντασης της δυσμενούς κριτικής, απαγορεύοντας ενδεχομένως την οξεία
κριτική. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι συνταγματικά νοητό, ακόμη και υπό
συνθήκες έκτακτης ανάγκης.
Πότε ο λόγος παύει να αποτελεί κριτική και εκτρέπεται σε ποινικά
κολάσιμη συκοφαντική δυσφήμηση; Ο δικαστής οφείλει να κρίνει την αλήθεια
και το ψέμα του κριτικού λόγου; Η απάντηση έχει δυο όψεις. Κατ’ αρχάς,
ως αξιολογικός, ο κριτικός λόγος δεν επιδέχεται δικαστικής ή άλλης
αποτίμησης με βάση το κριτήριο της αλήθειας και του ψεύδους. Μια
αξιολογική κρίση είναι κολάσιμη μόνο σε αυταρχικά καθεστώτα, όπου ο
λόγος περιορίζεται ή ποινικοποιείται όταν ενοχλεί τους κρατούντες.
Από την άλλη πλευρά όμως, όταν ο δυσφημιστικός λόγος περιβάλλεται με τον
μανδύα της οξείας κριτικής, με πρόθεση μείωσης της ηθικής και
κοινωνικής αξίας του κρινόμενου, χρησιμοποιώντας ως όπλο ψευδή γεγονότα,
τότε δεν πρόκειται πλέον για εκφορά κριτικού λόγου, αλλά για
διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Υπό αυτό ακριβώς το πρίσμα το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εισήγαγε τη θεμελιώδη
διάκριση μεταξύ γεγονότων και αξιολογικών κρίσεων για δημόσιες πράξεις. Η
ψευδής αναφορά σε δήθεν γεγονότα με πρόθεση συκοφάντησης ή εξαπάτησης
δεν συνιστά κριτική. Ωστόσο, κάθε πρόσωπο που αποφασίζει να εκτεθεί στη
δημόσια σφαίρα είναι υποχρεωμένο να ανέχεται την κριτική,
συμπεριλαμβανομένων των επιστημόνων που παίρνουν θέση για τη διαχείριση
της πανδημίας. Διαφορετικά θα έπαυε να υφίσταται αυτή η σφαίρα δημοσίου
διαλόγου και θα επιστρέφαμε σε σκοτεινές εποχές αυταρχικών καθεστώτων.
Στο πλαίσιο της πανδημίας η ελευθερία του λόγου, η ελεύθερη πρόσβαση
στην πληροφόρηση και η πολυφωνία στα ΜΜΕ αποτελούν σημαντικό αντίβαρο
απέναντι στους ακραίους περιορισμούς των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Κράτη
που αναστέλλουν ή περιορίζουν ασφυκτικά την ελευθερία της κίνησης, το
δικαίωμα συνάθροισης, την ιδιωτικότητα, τη θρησκευτική λατρεία, τα
προσωπικά δεδομένα και άλλα δικαιώματα, επιβάλλοντας παράλληλα
περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου στερούν από τους πολίτες τη
δυνατότητα να εκφράσουν κριτική και τείνουν να μετατραπούν σε αυταρχικά
καθεστώτα. Το παράδειγμα της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας, που με
πρόσχημα την πανδημία επέβαλαν λογοκρισία και ποινικές διώξεις για την
εκφορά κριτικού λόγου, επιβεβαιώνει τον κίνδυνο αυτό.
Πηγή: