Η ζωή και ο θάνατος του Τάσου Τούση. Πρώτου νεκρού του Μάη του '36...




Ο Τάσος Τούσης γεννήθηκε στο Ασβεστοχώρι το 1906, ανήμερα πρωτοχρονιά. O παππούς του, ο γερο Τούσης είχε μαζέψει από βραδίς στο πατρικό το σπίτι, όπως συνήθιζε να κάνει κάθε χρόνο, τα 6 παιδιά του, τις νύφες του, τους γαμπρούς του και τα εγγόνια του για να γιορτάσουν μαζί τον ερχομό του καινούργιου χρόνου. Σαν ήρθε ο καινούργιος χρόνος έκοψαν τη βασιλόπιτα κι ο γέρο Τούσης μοίρασε τα
κομμάτια σε όλους για να δουν σε ποιον θα πέσει το φλουρί. Η Κατίνα, η νύφη του, γυναίκα του Γιώργου, δεν πρόλαβε να ψάξει για το φλουρί. Την έπιασαν οι πόνοι της γέννας. «Απόψε θα γεννήσω», είπε στον άνδρα της κι εκείνος την πήρε, την πήγε στο δωμάτιό τους κι έτρεξε να φωνάξει τη μαμή. Ως το πρωί η Κατίνα γέννησε ένα όμορφο και υγιές αγοράκι.
Το πρωί της πρωτοχρονιάς, μετά τη λειτουργία, το Τουσέικο γέμισε κόσμο. Ο παππούς συνήθιζε να καλεί εκείνη τη μέρα για κεράσματα κι ευχές τον παπά του χωριού, τους ψάλτες, τον καντηλανάφτη, όλη τη δημογεροντία, φίλους και συγγενείς. Την ώρα που τσούγκριζαν τα ποτήρια κι εύχονταν ο ένας τον άλλο «καλή χρονιά» μπαίνει ο Γιώργος στο δωμάτιο, ξαναμμένος και χαρούμενος. «Η Κατίνα γέννησε! Γέννησε αγοράκι!» φώναξε. Παππούς και γιαγιά παράτησαν τους καλεσμένους κι έτρεξαν να δουν το νεογέννητο. Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας αλλά το πρώτο αγόρι. Ο παππούς κρέμασε με καμάρι στα φασκιά του μωρού ένα μαλαματένιο σταυρό και στη νύφη του, την Κατίνα, έδωσε μια χρυσή λίρα. Η γιαγιά η Τούσαινα κρέμασε στο μωρό ένα φλουρί κωσταντινάτο. Το μωρό αυτό θα είναι πολύ τυχερό, είπαν όλοι. Αφού γεννήθηκε ανήμερα πρωτοχρονιά, χώμα θα πιάνει και μάλαμα θα γίνεται…



Οικογενειακή φωτογραφία Ο Τάσος Τούσης (πάνω αριστερά) οι γονείς και οι τέσσερις αδερφές του
Και πράγματι, τα δυo παιδιά της Κατίνας και του Γιώργου, η Τασούδα (Αναστασία) και το μωρό μεγάλωναν μέσα στα χάδια και στα καλούδια. Βάφτισαν και το μωρό και το είπαν Αναστάσιο. Μια μέρα, λίγο μετά τη βάφτιση, ο παππούς σωριάστηκε στο πάτωμα. Προσπάθησαν να τον σηκώσουν αλλά ο παππούς δεν κουνούσε το ένα χέρι και το ένα πόδι, ίσα- ίσα ψέλλιζε μερικές ασυνάρτητες λέξεις και δεν αναγνώριζε κανέναν. «Αποπληξία» είπε ο γιατρός. Έπεσαν όλοι επάνω του και με τα μέσα και τα φάρμακα της εποχής κατάφεραν να τον συνεφέρουν για ένα διάστημα. Ο παππούς ήρθε στα συγκαλά του και ξαναβρήκε τη λαλιά του. Φώναξε τότε τα παιδιά του και τους μοίρασε την περιουσία του, ό, τι κτήματα είχε, κατά πώς έκρινε αυτός. Το σπίτι του, που ήταν μεγάλο, το μοίρασε σε κάθετα μερίδια, έθεσε τα όρια και όρισε ποιο μέρος θα έπαιρνε το καθένα απ’ τα παιδιά του. Επιθυμία του ήταν να μείνει αυτός και η γυναίκα του με τον Γιώργο και την Κατίνα. Έτσι κι έγινε.
Δεν πέρασε καλά – καλά ένας χρόνος από το πρώτο εγκεφαλικό κι ο γέρο Τούσης έπαθε ένα δεύτερο, πιο δυνατό, κι απ’ αυτό δεν κατάφεραν να τον γλιτώσουν. Σχεδόν ούτε ένα χρόνο μετά τον ακολούθησε και γριά η Τούσαινα, όπως γίνεται συχνά στα πολύ δεμένα ζευγάρια.

«Από τότε η δυστυχία μπήκε στο σπίτι μας με το τσουβάλι» έλεγε αργότερα η Κατίνα. Ο Γιώργος που μέχρι τότε δεν είχε δουλέψει στη ζωή του, πήγε να δουλέψει στ’ ασβεστοκάμινα, όπως έκαναν τότε οι περισσότεροι νέοι στο χωριό. Αλλά η δουλειά ήτανε σκληρή και τα λεφτά ελάχιστα. Άμαθος όπως ήταν ο Γιώργος από σκληρή δουλειά, γρήγορα τα παράτησε και πήρε το δρόμο της ξενιτιάς για να βρει καλύτερη τύχη. Πριν φύγει από το σπίτι, έδωσε υπόσχεση στην Κατίνα πως τα πρώτα λεφτά που θα ‘βγαζε, θα τα ‘στελνε σ’ εκείνην.
Ένας θεός ξέρει πού πήγε και πού κατέληξε ο Γιώργος. Γράμματα έστελνε αριά και πού απ΄ την ξενιτιά στην Κατίνα, αλλά από λεφτά ούτε δεκάρα τσακιστή. Ό, τι είχε και δε είχε η Κατίνα, λίρες και κωσταντινάτα που της χάρισαν τα πεθερικά της στο γάμο, τα πούλησε για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Ο πατέρας εμφανίστηκε κάποτε στο σπίτι, απένταρος, έμεινε ένα διάστημα στο χωριό, άφησε έγκυο την Κατίνα και ξανάφυγε. Ένα κοριτσάκι, η Υπαπαντή προστέθηκε στην οικογένεια, τα χρήματα που πήρε η μάνα απ’ τα χρυσαφικά τέλειωσαν και τα παιδιά μεγάλωναν με κουρέλια, ξερό ψωμί και χόρτα βραστά.
Ο πατέρας ξαναγύρισε, είδε την αθλιότητα της οικογένειας, αλλά πια δεν τον χωρούσε τ’ Ασβεστοχώρι. Είχε μάθει στη ρέμπελη ζωή. Ξανάφυγε και ξαναήρθε. Κάθε φορά που έφευγε άφηνε την Κατίνα έγκυο. Την τελευταία φορά έφυγε με την υπόσχεση ότι αυτή τη φορά θα πήγαινε στη Βουλγαρία, θα τους έστελνε και του πουλιού το γάλα και θα γύριζε από κει πλούσιος. Όμως από τότε ο Γιώργος δεν ξαναγύρισε. Στο μεταξύ είχαν προστεθεί άλλα δυο μέλη στην οικογένεια, δυο ακόμη κοριτσάκια, η Μαρικούλα και η Ζωίτσα.

Όταν κηρύχθηκε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος η οικογένεια δεν είχε πια ούτε να φάει. Ο Τάσος πήγαινε τότε Τρίτη Δημοτικού και ήταν άριστος μαθητής. Αλλά έπρεπε κάτι να κάνει. Παράτησε το σχολείο και πήγε βοηθός μάγειρα στους Άγγλους που στρατοπέδευαν στην περιοχή. Τους έκανε και διάφορα θελήματα κι οι Άγγλοι τον συμπάθησαν και του ‘διναν κονσέρβες, σοκολάτες, γλυκά, πράγματα που δεν είχε γευτεί στη ζωή του. Έφταναν για την οικογένεια και περίσσευαν. Κι απ’ τα περισσευούμενα η μάνα του μοίραζε και στις γειτόνισσες.
Ο πόλεμος τέλειωσε, οι Άγγλοι έφυγαν κι ο Τάσος δεν ξαναγύρισε στο σχολείο. Έπιασε δουλειά σ’ ένα καροποιείο και συντηρούσε την οικογένεια. Τα χρόνια πέρασαν κι έγινε παλικάρι. Ένα ωραίο, γεροδεμένο παλικάρι που παρά την ταλαιπώρια του ήξερε να χαμογελάει και να τραγουδάει. Ήταν ξύπνιος και δουλευταράς κι ανήσυχο μυαλό, μα στο καροποιείο έπαιρνε όλο-όλο 5 δραχμές τη μέρα και το φαγητό του. Η Παπαντή, έπιασε δουλειά υπηρέτρια σ’ ένα πλούσιο σπίτι, μα και πάλι τα λεφτά ήταν λίγα, δεν έφταναν για την οικογένεια. Στα 17 του έφυγε απ’ το καροποιείο κι έπιασε δουλειά σ’ ένα βαρελάδικο και ποτοποιείο μαζί, όπου εκεί πληρώνονταν καλύτερα. Έπαιρνε 12 δραχμές τη μέρα. Βρήκε καλά αφεντικά, καλούς ανθρώπους που τον αγάπησαν και δίπλα τους έμαθε την τέχνη του βαρελοποιού και του ποτοποιού.


Πριν να τον καλέσουν για φαντάρο, ο Τάσος πήγε μόνος του και κατατάχτηκε εθελοντής στην Αεροπορία, που τότε έκανε τα πρώτα της βήματα. Έδωσε ένα είδος τεχνικής εξέτασης όπου ήρθε πρώτος και προσλήφθηκε τεχνικός στο μηχανοστάσιο. Συγχρόνως παρακολουθούσε μαθήματα στις μηχανές των αεροπλάνων και στο πιλοτάρισμα. Σαν έμαθε να πιλοτάρει, αυτή ήταν η μεγάλη του χαρά. «Μόνο εκεί πάνω ξεχνιέμαι αδερφή μου», έλεγε στην αδερφή του τη Μαρίκα, «βλέπω αλλιώτικα τον κόσμο, χωρίς τη φτώχεια, την κακία και τη δυστυχία που τον δέρνει». Ριψοκίνδυνος κι ανήσυχο πνεύμα όπως ήταν, πολλές φορές πετούσε χαμηλά πάνω από το σπίτι τους κι η μάνα του κι οι αδερφές του τον καμάρωναν αλλά και σφίγγονταν η ψυχή τους. Με ό, τι καταπιάνονταν ο Τάσος πάντα διακρίνονταν. Του πρότειναν μάλιστα απ’ την αεροπορία να τον στείλουν στη Γερμανία για μετεκπαίδευση, αλλ’ αυτός αρνήθηκε να πάει. Ποιος θα φρόντιζε την οικογένεια αν έφευγε αυτός;
Όταν απολύθηκε κι έφυγε με βαριά καρδιά απ’ την αεροπορία, με τις γνώσεις που απέκτησε απ’ τ’ αεροπλάνα, πήρε δίπλωμα επαγγελματία οδηγού αυτοκινήτου κι έπιασε δουλειά σε γκαράζ σα μηχανικός αυτοκινήτων. Εκεί βρήκε ένα σαραβαλιασμένο κι εγκαταλειμμένο Φορντ, το αγόρασε απ’ τον ιδιοκτήτη για 3000 δραχμές και βάλθηκε να το φτιάξει αυτοκίνητο. Ήξερε απ’ αυτά ο Τάσος κι είχε πείσμα και μεράκι. Το πάλεψε τρεις μήνες και τα κατάφερε. Μ’ αυτό το σαράβαλο το φορντάκι ο Τάσος ξεκίνησε να κάνει δρομολόγια και να μεταφέρει κόσμο στη γραμμή Θεσσαλονίκη – Ασβεστοχώρι – Σανατόριο πρώτος και πάλι αυτός. Το φορντάκι βέβαια αναστέναζε στην ανηφόρα και πολλές φορές τον άφηνε στο δρόμο. Έτσι, έξοδα κι έσοδα ήρθαν ίσα – ίσα τον πρώτο καιρό. Αλλά ο Τάσος δεν έλεγε να το εγκαταλείψει. Πού λεφτά για να πάρει άλλο, καλύτερο…
Ήρθε ο χειμώνας. Μια μέρα το χιόνι έπεφτε πυκνό. Τρεις ασθενείς του Σανατορίου, είχαν βγει με άδεια στην πόλη κι έπρεπε να επιστρέψουν οπωσδήποτε στο νοσοκομείο. Παρακάλεσαν το Τάσο να τους μεταφέρει. Φιλότιμος και ριψοκίνδυνος όπως ήταν, δεν του πήγαινε η καρδιά να τους αρνηθεί. Τους ανέβασε στο φορντάκι και ξεκίνησε με την ψυχή στο στόμα. Όταν έφτασαν στο Ασβεστοχώρι το χιόνι είχε φτάσει το μισό μέτρο και το αυτοκίνητο σταμάτησε. Δεν πήγαινε παραπέρα. Ο Τάσος δε δίστασε ούτε στιγμή. Έπρεπε πάση θυσία να φέρει σε πέρας την αποστολή που ανέλαβε. Έβαλε τον έναν από τους τρεις, τον πιο γερό, να προχωρεί μπροστά για ν’ ανοίγει δρόμο στα χιόνια, έπιασε τους άλλους δυο απ’ τη μέση κι αυτοί κρεμάστηκαν απ΄ τους ώμους του και ξεκίνησαν με τα πόδια. Περπάτησαν 2 ώρες για μια διαδρομή που τη διανύει κανείς πεζή σε κανονικές συνθήκες σε 15 -20 λεπτά κι όταν έφτασαν έξω από την πόρτα του Σανατορίου έπεσε λιπόθυμος μπροστά στο φρουρό τσολιά της εισόδου. Τέτοιος ήταν ο Τάσος.
Το φορντάκι του δεν επιδέχονταν πια άλλης επισκευής. Το διέλυσε με πόνο ψυχής και το πούλησε για παλιοσίδερα. Άλλο αυτοκίνητο δεν μπορούσε να πάρει. Δούλεψε τότε οδηγός στο πρώτο και μοναδικό λεωφορείο της συγκοινωνίας που είχε αρχίσει να εκτελεί το δρομολόγια Θεσσαλονίκη – Σανατόριο – Χορτιάτη. Δούλευε απ’ τα ξημερώματα ως το βράδυ για 500 δραχμές το μήνα. Τα λεφτά ήταν τιποτένια ανάλογα με τη δουλειά και μέσα του φούντωνε η αγανάκτηση.

Τότε ήταν που γνώρισε την Έλλη Ρετετάκου. Η Έλλη ήταν καπνεργάτρια από την Αίγινα αλλά είχε προσβληθεί από φυματίωση και νοσηλευόταν στο Σανατόριο. Ήταν όμορφη κοπέλα η Έλλη, αν και πολύ μεγαλύτερη απ’ τον Τάσο, αλλά άτυχη κι αυτή. Ήταν ανάπηρη, με ένα πόδι ξύλινο απ’ το μηρό και κάτω. Ο Τάσος τη συμπάθησε την Έλλη, τη συμπόνεσε κι αναπτύχθηκε μια φιλία μεταξύ τους που σύντομα εξελίχθηκε σε ερωτική σχέση. Η Έλλη έφυγε απ’ το Σανατόριο, χωρίς ακόμη καλά – καλά να θεραπευθεί, νοίκιασε ένα δωμάτιο στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Ιουλιανού 22 κι ο Τάσος άρχισε να λείπει τα βράδια απ’ το σπίτι της Κατίνας.
Γρήγορα κυκλοφόρησε η φήμη στο χωριό πως ο Τάσος θα παντρεύονταν εκείνη τη γυναίκα. Την Κατίνα την έζωσαν τα μαύρα φίδια. Μια και δυο πάει στον πρόεδρο του χωριού και μετά στον παπά. Αλλά τα γεγονότα την είχαν προλάβει. Ο Τάσος είχε ήδη βγάλει άδεια γάμου. Είχε αποφασίσει να την παντρευτεί.
Μια μέρα πήγε στο σπίτι με ψώνια. Καινούργιο κουστούμι, πουκάμισο και παπούτσια. «Μάνα βαρέθηκα πια να εκμεταλλεύονται τους κόπους μου και τη δουλειά μου. Η Έλλη μου έδωσε τις οικονομίες της, 15.000 δραχμές. Αύριο θα πάω ν’ αγοράσω δικό μου αυτοκίνητο. Βρήκα ένα πενταθέσιο μεταχειρισμένο αλλά σε καλή κατάσταση. Τα λεφτά της Έλλης είναι ίσα για την προκαταβολή. Τα υπόλοιπα, 35.000, θα δουλέψω και θα τα δίνω λίγα – λίγα, με δόσεις. Δε θα σας παρατήσω, μάνα, στ’ ορκίζομαι. Θα ζούμε καλύτερα τώρα, θα δεις…».
Μάταια έκλαψε μπροστά του και πλάνταξε και τον παρακάλεσε η Κατίνα ν’ αλλάξει γνώμη, να μη τον κάνει αυτό το γάμο. Δεν τον χαλάλιζε το γιο της, το παλικάρι της, τα νιάτα και τη ζωντάνια του γι’ αυτή την κοπέλα. Ο Τάσος είχε πάρει την απόφασή του. Κι όταν ο Τάσος έδινε το λόγο του, έπρεπε να τον τηρήσει. Μετά από λίγες μέρες ζήτησε τα καινούργια ρούχα του, άφησε στη μάνα και στις αδερφές του ένα κατοστάρικο και τις φίλησε. «Μεθαύριο παντρεύομαι στο σπίτι της Έλλης, σας περιμένω» είπε κι έφυγε τρέχοντας.
Στο γάμο πήγαν μόνο οι δυο αδερφές του, η Μαρικούλα και η Τασούδα. Η Κατίνα δεν άντεξε να πάει. Την επόμενη μέρα του γάμου ο Τάσος αγόρασε και τ’ αυτοκίνητο.
Στο μεταξύ η Μαρικούλα και η Ζωίτσα είχαν πιάσει δουλειά στο εργοστάσιο της ΜΕΖΑΠ, στο Βαρδάρη. Έτσι δεν είχαν λόγο πια να μένουν κι αυτές στο χωριό. Νοίκιασαν ένα δωμάτιο στην πόλη, πήραν και τη μάνα τους κι εγκαταστάθηκαν εκεί.

Ο θάνατος του Τάσου Τούση
Ο χειμώνας του 36 ήταν θυελλώδης. Φτώχεια, ακρίβεια και απολύσεις, εξαθλίωση, εξεγέρσεις, τραυματισμοί, συλλήψεις, εξορίες. Αυτό ήταν το σκηνικό απ’ τις αρχές εκείνης της φοβερής χρονιάς. Λιμενεργάτες, αυτοκινητιστές, τροχιοδρομικοί, οι εργάτες βενζίνης (Σελλ, Γκρεκοπετρόλ), οι καπνεργάτες της Καβάλας και της Δράμας, οι κλωστοϋφαντουργοί, το ένα μετά το άλλο τα σωματεία ξεσηκώνονταν. Ακολούθησαν οι φοιτητές.
Στις 28 Μαρτίου τρεις μεγάλες εταιρίες καπνού στη Θεσσαλονίκη απολύουν ξαφνικά 200 εργάτες. Την άλλη μέρα, στις 29, οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης αποφασίζουν γενική απεργία. Ζητούν οκτάωρο και καλύτερο μεροκάματο. Την άλλη μέρα η απεργία γενικεύεται σε όλη τη χώρα. Την 1η Μαΐου, γιορτάζεται η εργατική πρωτομαγιά με συγκεντρώσεις στο Σέιχ σου και στο Μπεχτσινάρ. Τις επόμενες μέρες μπαίνουν κι άλλα σωματεία στην απεργία, κατεβαίνουν στους δρόμους, συγκρούονται με την αστυνομία. Η Θεσσαλονίκη είναι ένα πραγματικό καζάνι που βράζει. Ο Ιωάννης Μεταξάς φτάνει στη Θεσσαλονίκη από το Βελιγράδι και δίνει εντολή για την καταστολή των διαδηλώσεων.
Στις 8 Μαΐου, μέρα Παρασκευή, η Θεσσαλονίκη θυμίζει πεδίο μάχης. Χιλιάδες εργάτες συγκρούονται με την αστυνομία στην Εγνατία και αλλού. Εβδομήντα οι τραυματίες, εκατό οι συλλήψεις. Κηρύσσεται 24ωρη γενική απεργία.

Στις 9 Μαΐου το πρωί, ο Τάσος δεν πήγε στη δουλειά. Οι αυτοκινητιστές είχαν κηρύξει απεργία και το αυτοκίνητό του ήταν στο συνεργείο. Στάθηκε σ’ ένα περίπτερο, έριξε μια ματιά στο εξώφυλλο του Ριζοσπάστη, όπως συνήθιζε, και πέρασε να δει τη μάνα του. Η Κατίνα τον είδε ξαφνικά μπροστά της στην κουζίνα, να την κοιτάει χαμογελαστός με το δερμάτινο σακάκι του ριγμένο ανέμελα στον ώμο. Ο γιος μου, ευτυχώς δε χάνει το κέφι του και το χαμόγελο, σκέφτηκε και ζεστάθηκε η ψυχή της. Ήπιαν τον καφέ μαζί. «Θέλεις να σου τηγανίσω κανένα αυγό με λίγο τυρί, γιόκα μου;» τον ρώτησε. Δεν ήθελε. Της άφησε ένα πενηντάρικο, να πάρει καφέ και χαλβά. Τη χάιδεψε στην πλάτη. «Γεια σου μάνα λεβέντισσα», της είπε, όπως συνήθιζε.
Έκοψε ένα κόκκινο γεράνι απ’ τη γλάστρα κι έφυγε. Να μην ανησυχεί, της είπε, θα πήγαινε στο συνεργείο να δει για τ’ αυτοκίνητο, μετά θα περνούσε απ’ το πρακτορείο του χωριού και με τ’ άλλα παιδιά, θ’ ανηφόριζε για την Εξοχή. Τη χαιρέτησε κουνώντας το λουλούδι κι έφυγε.
Πράγματι, αυτά που είπε ο Τάσος στην μάνα του τα ‘κανε. Αλλά όχι όλα. Πήγε στο συνεργείο κι από κει ευθεία στη Συγγρού όπου ήταν τότε το πρακτορείο του Ασβεστοχωρίου. Ένα αυτοκίνητο της γραμμής, παρά την απεργία των αυτοκινητιστών, είχε ξεκινήσει για το δρομολόγιο. Ο Τάσος με δυο άλλους οδηγούς το σταμάτησαν. Άνοιξε το καπό του αυτοκινήτου, κάτι έκανε στη μηχανή και το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε. «Μέρα απεργίας σήμερα, φίλε, πού πας; Δε βλέπεις τι γίνεται;» είπε στον οδηγό με το γνωστό του χαμόγελο.
Τη μέρα εκείνη τα μαγαζιά ήταν όλα κλειστά και οι εργάτες κι οι αστυνομικοί στους δρόμους. Και φυσικά ο Τάσος δεν έφυγε για την Εξοχή, όπως είχε πει στη μάνα του, έμεινε εκεί. Κατηφόρισε τη Συγγρού, πέρασε μέσα από μια ομάδα καπνεργατών που διαδήλωνε και μπήκε σ’ ένα καφενείο. Σε λίγο οι καπνεργάτες ήρθαν αντιμέτωποι με μια αστυνομική δύναμη. Ένοιωσε μέσα του να φουντώνει η οργή, όλη εκείνη η οργή που είχε νοιώσει τα προηγούμενα χρόνια απ’ την ταλαιπωρία, την εκμετάλλευση της δουλειάς του, τη φτώχεια και την αδικία. Έβαλε τον εαυτό του στη θέση τους. Δεν τον χωρούσε το καφενείο. Βγήκε στο δρόμο και μπήκε μέσα στην ομάδα τους. Άρπαξε μερικά κομμάτια σπασμένα τούβλα από τα μπάζα μιας οικοδομής και τα πέταξε στους αστυνομικούς. Ένα τούβλο βρήκε έναν αστυνομικό στο χέρι. Οι καπνεργάτες σκορπίστηκαν τρέχοντας από δω κι από κει. Η συμπλοκή σταμάτησε προς το παρόν κι ο Τάσος ξαναμπήκε στο καφενείο. Σε λίγη ώρα ακούστηκαν πυροβολισμοί στο δρόμο. Οι καπνεργάτες είχαν επιστρέψει κι οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα για εκφοβισμό. Ο Τάσος πετάχτηκε σαν ελατήριο απ’ το καφενείο και ξαναβγήκε στο δρόμο. Λίγα μέτρα πιο πέρα, στη γωνία Συγγρού και Πτολεμαίων, μπροστά στο ξενοδοχείο «Μητρόπολις», ακούστηκε κι άλλος πυροβολισμός. Μια σφαίρα διαπέρασε το κρανίο του, απ΄ το ‘να αυτί στο άλλο. «Ωχ μάνα μου, μάνα μου!» έκανε ο Τάσος, έβαλε το χέρι στα μάτια κι έπεσε στο πεζοδρόμιο.
Οι καπνεργάτες μαζεύτηκαν γύρω του, σοκαρισμένοι. Ύστερα κάποιοι ξήλωσαν μια πόρτα από ένα μαγαζί, έβαλαν τον Τάσο επάνω, έβαψαν τα μαντήλια τους και μερικά κομμάτια ψωμιού που είχαν μαζί τους με το αίμα που έτρεχε απ’ τους κροτάφους του, σήκωσαν την πόρτα στους ώμους τους και ανηφόρισαν σε νεκρική πομπή για το Διοικητήριο.

Η Κατίνα δεν ανησυχούσε για τον Τάσο. Αυτός την είχε διαβεβαιώσει ότι θα ‘φευγε για την Εξοχή. Για τις κόρες της ανησυχούσε. Είχαν φύγει για το εργοστάσιο και θα δούλευαν κρυφά, παρά τη γενική απεργία. Το εργοστάσιο είχε πολύ δουλειά εκείνες τις μέρες. Ετοίμαζε κάτι καραμέλες, «τιπ-τοπ» τις έλεγαν, που είχαν μεγάλη ζήτηση γιατί τις κέρδιζες αγοράζοντας λαχνούς. Έτσι τις είχαν υποχρεώσει να πάνε στη δουλειά εκείνη τη μέρα. Η κυρά Κατίνα έπιασε να συγυρίσει το σπίτι αλλά το σπίτι δεν τη χωρούσε. Ο νους της ήταν στις δυο τις κόρες της. Οι γειτόνισσες έλεγαν ότι θα γινόταν σήμερα μεγάλο κακό. Όλοι οι εργάτες ήταν στους δρόμους και οι αστυνομικοί με τα όπλα στα χέρια. Πώς θα γύριζαν τα κορίτσια στο σπίτι;
Δεν την άντεχε άλλο αυτή την αγωνία. Παράτησε το συγύρισμα, ντύθηκε, έφτιαξε όπως-όπως τα μαλλιά της και πήρε το δρόμο να πάει να τα βρει. Κατηφόρισε την οδό Ρακτιβάν και βγήκε στη Διοικητηρίου. Εκεί, μπροστά στο Διοικητήριο, ήταν μαζεμένος κόσμος πολύς κι αγριεμένος και φώναζε συνθήματα. Κάτι διέκρινε στη μέση του πλήθους αλλά δεν έδωσε σημασία και προχώρησε ανάμεσα στον κόσμο. Στο μυαλό της είχε μόνο τα κορίτσια.
Ξαφνιάστηκε όταν είδε μπροστά της τρία παιδιά απ’ το χωριό, να την κοιτάζουν. Ήταν φίλοι και συνάδελφοι του Τάσου. Μέσα της ένοιωσε μια ανακούφιση που δεν είδε το Τάσο μαζί τους. «Το παιδί μου, δόξα τω Θεώ , δεν είναι εδώ», σκέφτηκε.
– Τι θες εδώ κυρά Κατίνα, είπε ο ένας. Τα πρόσωπά τους ήταν παγωμένα, κάτασπρα.
– Τα κορίτσια δουλεύουν σήμερα και πάω να τα πάρω, είπε.
Τα παιδιά δεν είπαν τίποτε για λίγο. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κι ύστερα ο ένας είπε:
– Κι αυτόν εδώ που είναι ξαπλωμένος πάνω στην πόρτα δεν τον βλέπεις;
– Ποιος είν’ αυτός; έκανε η Κατίνα.
– Ο Τάσος είναι, ο γιος σου.
– Ο γιος μου ο Τάσος; είπε η Κατίνα. Τι θέλει εδώ ο γιος μου; Ο Τάσος είναι στην Εξοχή.
– Ο Τάσος είναι κυρά Κατίνα, ο Τάσος….
Η Κατίνα όρμηξε προς τα κει. Τα παιδιά προσπάθησαν να την κρατήσουν, αλλ’ αυτή ούρλιαζε και φώναζε ανάμεσα στον κόσμο και χτυπιόταν μέχρι να φτάσει στον Τάσο της. Να βεβαιωθεί. Δεν ήταν δυνατόν, λάθος έκαναν.
Οι εργάτες είχαν σηκωμένη την πόρτα πάνω στους ώμους τους αλλά η Κατίνα δεν χρειάστηκε να πάει κοντά. Μόνο ένα τσουλούφι απ’ τα μαλλιά του να έβλεπε από μακριά, αρκούσε για να τον αναγνωρίσει. Τα χέρια του που κρέμονταν κάτω, το σακάκι του, όλα. Ήταν αυτός, ο γιος της. Οι εργάτες δεν άφηναν κάτω την πόρτα με το νεκρό κι η Κατίνα ούρλιαζε και χτυπιόταν κι έσκιζε τις σάρκες της κάτω απ’ την πόρτα. Εκείνοι πήγαν να κινήσουν. Τότε ακούστηκαν πυροβολισμοί κι όλοι οι συγκεντρωμένοι έπεσαν κάτω στο χώμα. Οι εργάτες ακούμπησαν τον Τάσο καταγής, στις ράγες του τραίνου, έπεσαν κι αυτοί κάτω κι απόμεινε όρθια μόνο αυτή, η Κατίνα. Όρθια κι ολομόναχη μέσα στο πλήθος να βλέπει το παιδί της νεκρό, αγνώριστο.
– Πέσε κάτω κυρούλα, πέσε κάτω, της φώναζαν.
Γονάτισε κι έπεσε πάνω στον Τάσο κι άρχισε να του φιλάει το πρόσωπο, να χαϊδεύει τα μαλλιά, να φιλάει το στόμα, να του δώσει πνοή ζωής. Δε μπορεί να πέθανε ο Τάσος της. Δε μπορεί. Τι έκανε το παιδί της και το σκότωσαν; Τι έκανε; Ούτε κατάλαβε η Κατίνα για πόσο χρόνο ήταν πεσμένη πάνω του και χτυπιόταν. Ούτε κατάλαβε το τι γινόταν γύρω της. Το αίμα που έτρεχε απ΄ τα γδαρμένα της μάγουλα είχε γίνει ένα με το χώμα και το αίμα του Τάσου. Δεν καταλάβαινε πόνο η Κατίνα. Τίποτε.
Όταν την τράβηξε ένα χέρι και τη σήκωσε, δεν ακούγονταν πια πυροβολισμοί, άνθρωποι δεν υπήρχαν γύρω. Είχε απομείνει μόνη της, αυτή κι ο Τάσος, σαν την Παναγιά κάτω απ’ το σταυρό, όταν έφυγε το πλήθος. Όχι, δεν είναι δίκιος ο Θεός. Κι εσύ Παναγιά μου γιατί δεν τον προστάτεψες; Ήξερες αυτό τον πόνο της μάνας. Γιατί τον έδωσες και σ’ εμένα;
Αλήθεια που πήγε όλο εκείνο το πλήθος; Δυο τρεις άνθρωποι υπήρχαν γύρω της και μερικά πτώματα στο χώμα. Μια γυναίκα της σκούπισε το πρόσωπο κλαίγοντας και της έδωσε το μαντήλι του κεφαλιού της που είχε γίνει κόκκινο. Ύστερα ένοιωσε ένα ανδρικό χέρι να την τραβάει δυνατά. Την έσυρε παραπέρα και την έβαλε μέσα σ΄ ένα αυτοκίνητο. Εκείνη έσκουζε και πάλευε και χτυπιόταν. Φώναζε να μη της τον πάρουν. Να της τον δώσουν να τον θάψει στο χωριό. Κανένας δεν την άκουγε. Σα να μην ήταν δικός της ο Τάσος, σα να ανήκε αλλού…
«Ο Τάσος έφυγε, φτάνει πια, μη χτυπιέσαι. Ο Τάσος θα μείνει αθάνατος», είπε εκείνος ο άνδρας και την οδήγησε στο σπίτι της.

Εκείνη η περίφημη φωτογραφία της Κατίνας να στέκεται γονατιστή και να θρηνεί πάνω στο νεκρό πια Τάσο, έκανε το γύρο της Ελλάδας, ίσως και του κόσμου κι έγινε σύμβολο.
Εννιά ήταν οι νεκροί εκείνη τη μέρα, 32 οι βαριά τραυματισμένοι και 250 ελαφρότερα.
Την άλλη μέρα, παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας, μια πραγματική λαοθάλασσα ακολουθεί τους νεκρούς στην τελευταία τους κατοικία, στην Ευαγγελίστρια. Λέγεται πως ήταν 150.000 άνθρωποι.
Τρεις μέρες μετά, η εφημερίδα Ριζοσπάστης δημοσιεύει αποσπάσματα από τον «Επιτάφιο».
Ο Γιάννης Ρίτσος συγκλονισμένος από τη φωτογραφία της μάνας εμπνεύστηκε κι έγραψε αυτό το συγκλονιστικό έργο.
Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου
Πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου…

Ισάξιο κι ισότιμο με το «Ω! γλυκύ μου έαρ…»
Στις 8 Ιουνίου το ποίημα κυκλοφόρησε και εξαντλήθηκε μέσα σε 2 μήνες.
Στις 4 Αυγούστου εγκαθιδρύεται η δικτατορία του Ι. Μεταξά. Η δικτατορία θα κάψει και τα τελευταία αντίτυπα του Επιτάφιου μπροστά στις στήλες του Ολυμπίου Διός.

Εικοσιδύο χρόνια αργότερα, το 1958 ο Μίκης Θεοδωράκης θα μελοποιήσει 8 από τα είκοσι τραγούδια του Επιτάφιου. Η ιστορία το Τάσου θα ξαναζωντανέψει κι ολόκληρη η Ελλάδα θα ανατριχιάσει και θα δακρύσει πολλές φορές ακούγοντας τη συγκλονιστική φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση και της Μαίρης Λίντα, το εκπληκτικό μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη κι εκείνα τα λόγια, τα λόγια που σου σκίζουν την καρδιά…
«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω…»
Το 1975, η Μαρίκα Μπόχαλη Τούση, η αδερφή του Τάσου, τυφλή πλέον, κατάφερε να μάθει να γράφει. Το πρώτο γράμμα που έγραψε η Μαρίκα ήταν μια ευχαριστήρια επιστολή στο Γιάννη Ρίτσο. Ο ποιητής θα απαντήσει με ιδιόχειρη επιστολή με καλλιτεχνικά γράμματα:
Αθήνα, 29. Χ. 75 Αγαπητή φίλη Κυρία Μπόχαλη, Με εξαιρετική συγκίνηση διάβασα το απρόσμενο γράμμα σας. Επιτρέψτε μου λοιπόν, να σας θεωρώ αδελφή μου, όπως σαν αδελφό μου ένοιωσα και τραγούδησα τον ήρωα και μάρτυρα αδερφό σας Τάσο Τούση. Τους θερμούς χαιρετισμούς μου στο σύζυγό σας. Αδελφικά Γιάννης Ρίτσος
Η Μαρίκα θα γράψει με το δικό της τρόπο την ιστορία του αδερφού της, όπως την έζησε εκείνη, οι αδερφές της και η μάνα της. Το βιβλίο της με τίτλο «Ο Τάσος Τούσης. Ο θάνατος ενός ήρωα για τα δικαιώματα των εργαζομένων», που κυκλοφόρησε το 1983, θα το αφιερώσει στο Γιάννη Ρίτσο, το μεγάλο δάσκαλο και ποιητή, που όπως λέει η ίδια «σαν αδελφός έκλαψε και τραγούδησε τον Τάσο».
Η γυναίκα του Τάσου, η Έλλη θα πεθάνει λίγα χρόνια μετά, πάμφτωχη, από σηψαιμία.

Σημ: Ευχαριστώ τον κ. Ευάγγελο (Λάκη) Κλακάλα που μου διέθεσε αντίγραφο του βιβλίου της Μαρίκας Μπόχαλη Τούση, στο οποίο στηρίχθηκε κυρίως αυτό το κείμενο.

*Η Ρούλα Γκόλιου είναι βιολόγος. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση. Πριν διοριστεί εργάστηκε αρκετά χρόνια στην εφημερίδα “Θεσσαλονίκη”
Πηγή: