Η πολιτική Ευρώπη και το δίλημμα του Πολυβίου (ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ)...

1.     Όταν ο Πολύβιος θέτει το ερώτημα γιατί μια απλή πόλη, η Ρώμη, κατέκτησε σε ελάχιστο χρόνο έναν ολόκληρο κόσμο, τον ελληνικό, που ενσάρκωνε το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα της εποχής, συμπεραίνει: λόγω του πολιτεύματός της. Παρόλον ότι ο Πολύβιος εστιάζει σε άλλο σημείο του πολιτεύματος την επισήμανσή του αυτή, συγκρατούμε ότι η Ρώμη ήταν συγκροτημένη ως μια πόλη και το πολίτευμά της, τής έδινε το πλεονέκτημα της εσωτερικής συνοχής, της νομιμοποίησης του ολιγαρχικού ηγετικού της σχήματος και τη δυνατότητα συγκρότησης εκτατικής στρατηγικής με ορίζοντα την ηγεμονία.
Στον αντίποδα, στους Έλληνες έλλειπαν οι προϋποθέσεις αυτές. Ήσαν συγκροτημένοι ως κοσμοσύστημα, που μολονότι βίωναν την μετα-κρατοκεντρική του φάση, δηλαδή την οικουμένη, διατηρούσαν εμμονικά την κρατοκεντρική τους λειτουργία[1]. Οπότε, στις μεταξύ τους σχέσεις προείχε ο διακρατικός ανταγωνιστικός στόχος με πρόσημο την ηγεμονία, αντί της πολιτειακής συνάντησης των κοσμοπόλεων και των πόλεων κρατών υπό το πρίσμα της εθνικής ελευθερίας.
Με άλλα λόγια, το διακύβευμα της ηγεμονίας, στις κοινωνίες του ελληνικού κόσμου, που είχαν εθισθεί στην βίωση της ελευθερίας, συνεπήγετο την εσωτερική σύγκρουση και, εντέλει, τη διαιτησία του “άλλου”. Ο Πολύβιος αντιτείνει στην καταστροφική αυτή επιλογή, που κατέτρωγε τις σάρκες του ελληνισμού, το παράδειγμα των πόλεων της Πελοποννήσου, οι οποίες συγκρότησαν την Αχαϊκή συμπολιτεία: μια ένωση κρατών, με θεμέλιο τη δημοκρατία, που εμπραγματώνει επομένως την ελευθερία των συστατικών κοινωνικών συλλογικοτήτων (εν προκειμένω των πόλεων) και την καθολική (ατομική, κοινωνική και πολιτική) ελευθερία των κοινωνιών τους.
Το τίμημα της εμμονής του ελληνικού κόσμου να μην ολοκληρώσει την οικουμενική του μετάβαση, με την ανασυγκρότησή του σε μια ενιαία κοσμόπολη/ κοσμοκράτος, ήταν να προκαλέσει ο ίδιος (τα πολεοτικά  μέλη του) τη διαιτησία και, κατ’επέκταση, την ηγεμονία της ολιγαρχικής Ρώμης. Με αποτέλεσμα την ασύμμετρη οπισθοδρόμηση του δημοκρατικού του κεκτημένου, την απώλεια της ηγεσίας του στην οικουμένη και της εθνικής του ελευθερίας. Μολονότι ο ελληνικός κόσμος, θα εξέλθει νικητής, με την καταπιστευματική οικειοποίηση της Ρώμης, ουδέποτε θα ανακτήσει την παλαιά δυναμική του, μέχρις ότου, μετά από πολλούς αιώνες, μια νέα πραγματικότητα εδρασμένη στην εταιρική οικονομία και στην απόρριψη της ώνιας εργασίας/δουλείας, σε συνδυασμό με μια νέα ιδεολογία, που θα επικαλεσθεί ως όχημα τη νέα θρησκεία, το χριστιανισμό, θα επαναφέρουν τη δημοκρατία ως βίωμα και θα τον προικίσουν με νέα οικουμενική φιλοδοξία.
Για να κατανοήσουμε και ιδίως να τοποθετήσουμε ορθά το δίλημμα αυτό –ελευθερία ή ηγεμονία– στην εποχή μας και, συγκεκριμένα, στην προβληματική μας για το μακροσκοπικό μέλλον της πολιτικής Ευρώπης, οφείλουμε να διευκρινίσουμε ορισμένες κρίσιμες απορίες.
(α) Τη διευκρίνιση της πραγματικής φύσης της πολιτικής Ευρώπης -ιδίως δεν του πολιτικού της συστήματος και του σκοπού της πολιτικής- σε παραβολή με την φάση που βιώνει ο κόσμος της εποχής μας.
(β) Την απόφανση για το στάδιο που διέρχεται η εποχή μας, υπό το πρίσμα της κοσμοσυστημικής αποτίμησης της κοσμοϊστορίας.
(γ) Τη διευκρίνιση της κατεύθυνσης της εξέλιξης του κόσμου, ήτοι της βιολογίας του, ώστε αφενός να γνωρίζουμε εάν τελικά κινείται και προς τα πού κινείται, και στο πλαίσιο αυτό, ποιες επιλογές εναπόκεινται για την πολιτική Ευρώπη.
(δ) Έχοντας διαλευκάνει τις ανωτέρω απορίες, θα δυνηθούμε να αποφανθούμε για τον χαρακτήρα της κρίσης που διέρχεται ο δυτικός κόσμος, σήμερα, ιδίως δε η πολιτική Ευρώπη, και να σκιαγραφήσουμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα πρέπει να αναζητηθούν οι λύσεις.
Σε τελική ανάλυση, μόνον έτσι υποθέτω ότι δυνάμεθα να απαντήσουμε στο ερώτημα τι πρέπει να γίνει, σε συνάρτηση με το ποιά Ευρώπη θέλουμε, κυρίως όμως ποιά Ευρώπη είναι εφικτή και, κατά τούτο, εναρμονισμένη με το μέλλον της εξέλιξης. Από την απόφανση αυτή, θα προκύψει εάν η πολιτική Ευρώπη θα συνεχίσει να υπάρχει, θα εκφυλισθεί σε ένα σύμφυρμα ηγεμονίας ή θα εκραγεί, και σε κάθε περίπτωση, πώς αξιολογούνται οι επιλογές στο περιβάλλον της κρίσης, υπό το πρίσμα της προόδου.
2.     Σε ό,τι αφορά στην πρώτη απορία συνάγουμε ότι η πολιτική Ευρώπη συγκροτεί ένα πολιτικό σύστημα χωρίς κράτος, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και αυτών με την Ένωση, καθώς και για το σκοπό της πολιτικής που έχει ταχθεί να υπηρετήσει. Ο σκοπός αυτός, είναι εξαρχής οριοθετημένος με γνώμονα την προτεραιότητα της οικονομικής ενοποίησης, πράγμα που σημαίνει ότι οι λοιπές διαστάσεις των δημοσίων πολιτικών, εναίς και της ελευθερίας, καλούνται να εναρμονισθούν στο σκοπό και την ελευθερία της οικονομίας.
Ως προς τη φύση του, το πολιτικό σύστημα της πολιτικής Ευρώπης συγκροτεί μια ένωση κρατών που προσομοιάζει με το ομόλογο σύστημα της συμπολιτείας, που εμφανίζεται στον ελληνικό κόσμο των πόλεων κατά τη μετάβασή του στη μετα-κρατοκεντρική οικουμένη. Τότε, όπως και μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι χώρες οι οποίες ηγεμόνευαν προηγουμένως στο παγκόσμιο σύστημα, αποφάσισαν να συνασπισθούν για να μην περιέλθουν στο περιθώριο, και να θωρακισθούν οι μεν έναντι των κοσμοπόλεων που ακολούθησαν τον θάνατο του Αλεξάνδρου, οι δε κατέναντι ιδίως του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Εντούτοις, η ευρωπαϊκή συμπολιτεία είναι ατελής, καθόσον πέραν του ότι δεν συγκροτεί κράτος, υπό την καθαρή έννοια του όρου, απουσιάζει από αυτήν πλήρως η κοινωνία, ενώ τα θεσμικά της όργανα δεν διαθέτουν καν εκλογική νομιμοποίηση, τη στιγμή που συγχρόνως κυβερνούν και νομοθετούν, κατά τον τρόπο του παλαιού καθεστώτος. Υπό το πρίσμα αυτό, το πολιτικό σύστημα της Ένωσης, υπολείπεται ανθρωποκεντρικά της εποχής μας, δηλαδή του πολιτικού συστήματος των κρατών μελών. Η συμπολιτειακή του συγκρότηση δεν είναι τυχαία, αφού η ομοσπονδία θα ήταν εφικτή τον 19ο αιώνα και, εν μέρει, στις αρχές του 20ού, όταν τα κράτη έθνη δεν είχαν ακόμη παγιώσει τη δυναμική τους, όχι όμως το β’ ήμισυ του 20ου και τον 21ο αιώνα.
Η ατελής υποστασιοποίηση του συμπολιτειακού συστήματος της Ένωσης, κάνει ώστε να αντλεί από το διακρατικό περιβάλλον τη λογική της πολιτικής λειτουργίας του. Προσεγγίζει την πολιτική διαδικασία υπό το πρίσμα των σχέσεων δύναμης μεταξύ των κρατών μελών. Επομένως, η ευρωπαϊκή ταυτότητα και ο ευρωπαϊκός δημόσιος χώρος, τι συμφέρει και τι όχι εντέλει στην Ευρώπη και στους λαούς της, ανήκει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, όχι της Ένωσης. Και συγκεκριμένα, στους μεταξύ τους συσχετισμούς, που αποτυπώνονται από τους φορείς της πολιτικής εξουσίας στο επίπεδο των θεσμών της.
Με διαφορετική διατύπωση, το πρόβλημα δεν είναι η συμπολιτειακή συγκρότηση της Ένωσης, αλλά το αναντίστοιχο ήδη πολιτικό της σύστημα και ο σκοπός της, προς το ανθρωποκεντρικό ανάπτυγμα της εποχής μας: η μη κρατική της ολοκλήρωση, η απουσία της κοινωνίας από το σκοπό της και η κατά το παλαιό καθεστώς συγκρότηση της κεντρικής εξουσίας. Αυτή καθεαυτή η συμπολιτεία, αξιολογείται ως ένα βήμα προς τα εμπρός σε σχέση με την ομοσπονδία, καθώς συνεκτιμά περισσότερο από αυτήν την θεμέλια ιδιοσυστασία (και ελευθερία) των μελών της. Κατά τούτο, είναι εγγύτερα στη φάση που διέρχεται ο κόσμος σήμερα και, προφανώς, πλέον συμβατή με το μέλλον της εξέλιξης.
Οι ανωτέρω επισημάνσεις εξηγούν γιατί το ζήτημα δεν ετέθη ενόσω οι πραγματικοί συσχετισμοί δύναμης μεταξύ των κρατών της Ένωσης, δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις πολιτικών με συνέργειες εδρασμένων σε συνθέσεις συμφερόντων και στη λογική της ομοφωνίας. Ο γαλλογερμανικός άξονας, αποτέλεσε το θεμέλιο της ισορροπίας αυτής. Εντούτοις, οι εξελίξεις που ακολούθησαν, το τέλος της δεκαετίας του 1980, στο σύνολο κοσμοσυστημικό περιβάλλον, οδήγησαν εντέλει στην ανατροπή των συσχετισμών, πρωταρχικά στο πλαίσιο των κρατών και, συνακόλουθα, στο επίπεδο της Ε.Ε. Οι εξελίξεις αυτές, που αποδόθηκαν με το προσωνύμιο της παγκοσμιοποίησης, ορίζονται εν ολίγοις ως το αποτέλεσμα της αυτονόμησης της οικονομίας από την κρατική επικράτεια και της διακτίνωσής της στο σύνολο του πλανήτη. Αυτονόμηση, η οποία θα προκαλέσει βαθύτατους μετασχηματισμούς: στην ιδιοσυστασία της αστικής τάξης, καθώς ανέλαβε την ηγεσία της το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, στη σχέση της με το παραγωγικό μέρος της οικονομίας, στη  σημειολογία της συνάντησής της με τις δυνάμεις της εργασίας, στο πεδίο της εθνικής κοινωνίας, στη θέση της με το κράτος κλπ. Οι μετασχηματισμοί αυτοί, οφειλέτες ευρέως του νέου τεχνολογικού επικοινωνιακού συστήματος, που απομειώνει τον κλειστό χαρακτήρα των συνόρων του κράτους, συνάδουν επίσης με μια καίρια κινητικότητα αλλά και μεταμόρφωση του καθεστώτος της εργασίας που αναγγέλλει τη μετάβαση αφενός από την εργασία του πολίτη στην εργασία εμπόρευμα και αφετέρου από την παροχή εργασίας στην παροχή έργου.  Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι η πλήρης διάρρηξη των πολιτικών ισορροπιών εντός των κρατών, την περιέλευση της κοινωνίας των πολιτών σε πολιτική αδυναμία, που θα επιβάλει το συμφέρον των αγορών ως κυρίαρχο σκοπό της πολιτικής.
Η θεσμοθέτηση του σκοπού αυτού από την πολιτική Ευρώπη, διευκολύνθηκε μεν από τον ιδρυτικό σκοπό της. Όμως, σε συνδυασμό με την παγκόσμια εξέλιξη, ενθάρρυνε τη Γερμανία να επανέλθει στο παλαιό της όνειρο, της ηγεμονίας. Η κρίση, που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και στην Ευρώπη συμβολίσθηκε από την Ελλάδα, ήταν η αφορμή να εκδηλωθεί με σαφήνεια η βούληση αυτή. Μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο τελευταίος  σταθμός μιας διαδικασίας που έχει μεγάλο χρονικό βάθος. Προετοιμάσθηκε υπομονετικά από το τέλος της δεκαετίας του 1980.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η πολιτική Ευρώπη σήμερα είναι ανάλογο με εκείνο των κρατών μελών, τοποθετημένο εντούτοις σε ένα άλλο επίπεδο. Οι δυνάμεις της χρηματοπιστωτικής οικονομίας, δεν έχουν απλώς θέσει σε ομηρία την πολιτική τάξη και επιβάλει το συμφέρον της ως σκοπό της πολιτικής. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η Γερμανία, έχοντας εναγκαλισθεί το σκοπό τους, αναδεικνύει την λογική της ισχύος σε τρόπο του πολιτεύεσθαι. Έτσι, θα υπενθυμίσει, για μια ακόμη φορά, στους λαούς της Ευρώπης ότι δεν έχει αίσθηση των ορίων της δύναμης. Η Γερμανία, εν προκειμένω, έχασε πολλές φορές την ευκαιρία να ηγεμονεύσει στην Ευρώπη για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Κατέστρεψε όχι μόνο το εγχείρημά της, αλλά και την Ευρώπη.
3.     Οι επισημάνσεις αυτές, εγείρουν επιτακτικά την ανάγκη να αποφασίσουμε για την θέση της εποχής μας στην κοσμοϊστορία. Εάν συγκεκριμένα αποτελεί το τέλος, την καταληκτική ολοκλήρωση του κοινωνικού ανθρώπου ή ένα απλό στάδιο στην εξελικτική του πορεία. Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό θα κριθεί εάν ζητούμενο είναι να ρυμουλκήσουμε απλώς την πολιτική Ευρώπη εγγύτερα στο πολιτικό σύστημα του κράτους έθνους και στο σκοπό που υπηρετούν ακόμη, έστω μερικώς, τα κράτη μέλη, ή θα πρέπει να αναστοχασθούμε τις βεβαιότητές μας και να συνομολογήσουμε ότι το σύστημα αυτό εξεπλήρωσε ήδη την αποστολή του.
Θα κριθεί πιο συγκεκριμένα, εάν οι λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η πολιτική Ευρώπη (και τα κράτη μέλη) θα αναζητηθούν στο πλαίσιο του κρατούντος συστήματος, με γνώμονα τις υπαγορεύσεις των συσχετισμών, που διέρχονται από αυτό, ή θα συμφωνήσουμε πως όσα συμβαίνουν κατ’αυτάς στην Ευρώπη (και στον κόσμο) προ-αναγγέλλουν την υπέρβασης εποχής μας και τη μετάβαση σε μια άλλη, τυπολογικά διαφορετική φάση. Οπότε και οι επιλογές μας θα είναι, αναγκαστικά, ανάλογες.
Για να απαντήσουμε στην απορία αυτή απαιτούνται δύο τινά: Πρώτον, η διευκρίνηση του χαρακτήρα του κόσμου της εποχής μας. Και δεύτερον, η αξιολόγηση των νέων φαινομένων που εκτυλίσσονται ραγδαία ενώπιόν μας.
Η “νεοτερικότητα” στο ζήτημα αυτό δεν τρέφει αμφιβολίες: αντιπροσωπεύει το ανώτερο, το πιο ολοκληρωμένο και, μάλιστα, το τελικό στάδιο, στο οποίο εισήλθε η ανθρωπότητα. Εξού και διαλογίζεται στη βάση μορφολογικών διαρρυθμίσεων στο πλαίσιο του θεμελίου περιβάλλοντός της, δεν συζητά το ενδεχόμενο ενός περαιτέρω, τυπολογικού διαμετρήματος, μετασχηματισμού της. Το αύριο, είναι το σήμερα με ορισμένες ίσως διορθωτικές υποσημειώσεις.
Το γεγονός αυτό, εξηγεί τη βεβαιότητα του νεότερου ανθρώπου ότι αναντιλέκτως σήμερα, αλλά και όταν ήταν αντιμέτωπος με την κυρίαρχη απολυταρχία, το πολίτευμά του ήταν/είναι δημοκρατικό. Ότι δηλαδή με την απόσειση της δεσποτείας, εισήλθε απευθείας στη φάση της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης. Πράγμα που δηλώνει, για τους μεν ότι η μόνη ατομική ελευθερία είναι ανώτερη της καθολικής (ατομικής, κοινωνικής και πολιτικής) ελευθερίας, για τους δε ότι η νεοτερικότητα βιώνει ήδη την καθολική ελευθερία στην πληρέστερη έκφρασή της.
Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί από μόνος του ένα παράδοξο, καθώς αντίκειται στη λογική της ανθρωποκεντρικής βιολογίας. Είναι σαν να λέμε ότι ένα έμβρυο δύναται να γεννηθεί στην τελική φάση της ωριμότητας του ανθρώπου, δηλαδή στην ηλικία των 50 ή των 60 ετών, χωρίς να διέλθει τα ενδιάμεσα στάδια. Συνομολογεί, ωστόσο, ότι η σύγχρονη επιστήμη πάσχει στον πυρήνα της γνωσιολογίας της, καθώς αδυνατεί να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ ελευθερίας (ως αυτονομίας) και (ετερονομικού) δικαιώματος ή τον σωρευτικό (και όχι αντιθετικό) χαρακτήρα των πεδίων (ατομικού, κοινωνικού και πολιτικού) της ελευθερίας.
Δεν είναι του παρόντος η ενασχόλησή μου με το μείζον αυτό ζήτημα και την αιτιολογία του. Θα περιορισθώ στην επισήμανση ότι η προσέγγιση αυτή της εποχής μας, έχει καίριες επιπτώσεις στον τρόπο που προσεγγίζουμε τα μεγάλα θέματα, με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη. Εάν, για παράδειγμα, δεχθούμε ότι βιώνουμε την φάση της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης, που αποτυπώνει η δημοκρατία, τότε η αμφισβήτησή της μας οδηγεί ευθέως στη μοναδική εναλλακτική πρόταση, στον αυταρχισμό ή στον ολοκληρωτισμό. Υπό την ίδια έννοια, εάν αποδεχθούμε ότι η ατομική ελευθερία είναι ασύμβατη με την πολιτική ελευθερία και ότι, συνακόλουθα, δεν είναι εφικτή η βίωση τους σωρευτικά, τότε ορθώς αποδεχόμαστε ότι η νεοτερικότητα δεν είναι η αρχή, αλλά το τελικό στάδιο της ανθρωποκεντρικής εξέλιξης και ότι, επομένως, ο άνθρωπος δεν δύναται να αναμένει κάτι περισσότερο από αυτό που βιώνει στις ημέρες μας. Ορθώς, περαιτέρω, η νεοτερική σκέψη ορίζει την μεν ατομική ελευθερία ως αυτονομία, την δε κοινωνική και πολιτική ελευθερία ως απλό (ετερονομικό) δικαίωμα. Θα συνομολογήσουμε, εντέλει, ομού με τους μεγάλους στοχαστές της νεοτερικότητας, ότι εάν οι κοινωνίες διεκδικήσουν τον επανακαθορισμό της πολιτικής ελευθερίας ως αυτονομίας και όχι ως δικαιώματος, και απαιτήσουν, υπό το πρίσμα αυτό, την εφαρμογή της (την αυτοκυβέρνηση), θα υποβάλλουν την ατομικότητά τους στο καθεστώς της μη ελευθερίας, δηλαδή του δουλοπάροικου. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί εντέλει ο ισχυρισμός του Μπενζαμέν Κονσντάν που δεσπόζει και σήμερα.
Εντούτοις, η προσέγγιση αυτή της εποχής μας και της εννοιολόγησης των φαινομένων που βιώνει, αρνείται να αποδεχθεί αυταπόδεικτες στοιχειώδεις αλήθειες. Ότι λχ η δημοκρατία δεν είναι προ-νεοτερική ούτε μια πολιτεία που προσιδιάζει αποκλειστικά στη μικρή κοσμοσυστημική κλίμακα της πόλης κράτους, ούτε προϋπόθεσή της είναι η κατάλυση της μεγάλης κλίμακας του κράτους έθνους για να επανέλθουμε σ’αυτήν. Η δημοκρατία της Αθήνας αξιολογείται ως η εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής στη μικρή κλίμακα της πόλης. Ομοίως, και το αντιπροσωπευτικό σύστημα, που εισήγαγε ο Σόλων ογδόντα επτά χρόνια νωρίτερα, και αφού ο ίδιος είχε ανέλθει στην εξουσία με την καθολική ψήφο των πολιτών για ορισμένη θητεία δίκην εκλεγμένου μονάρχη (το ανάλογο του προέδρου της πολιτείας). Άρα, το ζητούμενο, εν προκειμένω, είναι να αντλήσουμε από την πόλη τις αρχές, το σκοπό, τους θεσμούς της δημοκρατίας, την αιτιολογία, τις προϋποθέσεις και τον χρόνο της. Και, περαιτέρω, να διακρίνουμε τη θεμελιώδη διαφορά της με την αντιπροσώπευση και τα ποικίλα όσα προ-αντιπροσωπευτικά συστήματα, ενοίς και εκείνο της αιρετής μοναρχίας. Η προβληματική αυτή, θα μας επιτρέψει να διερωτηθούμε γιατί η δημοκρατία δεν εγκαθιδρύθηκε κατά τη μυκηναϊκή εποχή της πόλης (περίοδος της κρατικής/απολυταρχικής δεσποτείας), αλλά ακολούθησε τα στάδια της αιρετής μοναρχίας και της αντιπροσώπευσης, με ολιγαρχικό ή μη πρόσημο.
Θέλω να πω με αυτό, ότι ο ελληνικός κόσμος παραμένει επίκαιρος όχι τόσο για τα επιτεύγματά του, όσο γιατί συγκρότησε ένα πλήρες ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα, με την εξέλιξη και τις μεταμορφώσεις του οποίου ταυτίσθηκε στην κοσμοϊστορία μέχρι την ολοκλήρωσή του και, μάλιστα, μέχρι τη μετάβασή του στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα της εποχής μας. Κατά τούτο, η κοσμοσυστημική ανάγνωση του ελληνισμού μας προσφέρει τη μοναδική δυνατότητα να επεξεργασθούμε μια αξιόπιστη ανθρωποκεντρική γνωσιολογία, ικανή να μας φωτίσει: για την εννοιολογία των φαινομένων, την αιτιολογία τους, μια τυπολογία της εξέλιξης των κοινωνιών εν ελευθερία, για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά συστήματα που μέλλεται να γνωρίσουν κλπ. Πράγμα που δεν δύναται να μας προσφέρει η νεότερη εποχή λόγω του μικρού ιστορικού της βάθους.
Στο πλαίσιο αυτό, η εξελικτική βιολογία των κοινωνιών της μικρής κοσμοσυστημικής κλίμακας, μας επιτρέπει να στοχασθούμε, με όρους αναλογίας, τις εξελίξεις στις κοινωνίες της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας. Θα συμπεράνουμε, για παράδειγμα, γιατί η δημοκρατία (και η αντιπροσώπευση) δεν αποτελεί αίτημα της εποχής μας, θα εντοπίσουμε τον χρόνο της στο πεδίο της ανθρωποκεντρικής βιολογίας και, κατ’επέκταση, στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα. Θα διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι δεν είναι ουτοπική ή εξ αντικειμένου ανέφικτη ή προ-νεοτερική, αλλ’απλώς ανεπίκαιρη. Θα συναγάγουμε επίσης ότι η δημοκρατία αποτελεί μια τυπολογικά διαφορετική πολιτεία από εκείνη της  αντιπροσώπευσης ή ότι το πολιτικό (και οικονομικό) σύστημα της εποχής μας δεν είναι ούτε αντιπροσωπευτικό ούτε δημοκρατικό ή ότι ο ισχυρισμός της ταύτισης της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας αποτελεί παρά φύσιν σύλληψη[2].
Από την άλλη, διευκρινίζουμε ότι η δημοκρατία, όπως και κάθε άλλη πολιτεία, δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά η θεσμική, αξιακή και ιδεολογική βάση για την εμπραγμάτωση του σκοπού. Για τη δημοκρατία, αυτοσκοπός είναι η καθολική ελευθερία. Το σημερινό πολιτικό σύστημα ομολογεί ότι επιδιώκει τη διασφάλιση της ατομικής ελευθερίας, ενώ η αντιπροσώπευση τοποθετείται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην αιρετή μοναρχία, που βιώνει η εποχή μας, και στη δημοκρατία. Εξού και σ’αυτήν διαμορφώνεται μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής μια σχέση εντολέα και εντολοδόχου, με την πρώτη να μεταλλάσσεται σε θεσμική παράμετρο της πολιτικής διαδικασίας. Στον αντίποδα, στην μεν σημερινή πολιτεία, οι δύο αυτές ιδιότητες κατέχονται αδιαιρέτως από τον φορέα της πολιτικής εξουσίας, το πολιτικό προσωπικό, με την κοινωνία να τοποθετείται στη θέση του ιδιώτη. Στην δε, δημοκρατία, η σχέση αυτή καταργείται, προκειμένου η κοινωνία να αναλάβει η ίδια την καθολική πολιτική αρμοδιότητα.
Τα ανωτέρω ολίγα συνομολογούν ότι η αποκάθαρση των εννοιών από τις αδυναμίες ή τις ιδεολογικές αναγομώσεις, στις οποίες τις υπέβαλε το βρεφικό στάδιο της νεότερης στοχαστικής εποχής, ο Διαφωτισμός, αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να συλλογισθούμε το μέλλον της ανθρωπότητας και, στο πλαίσιο αυτό, της πολιτικής Ευρώπης. Και τούτο διότι, πολύ απλά, η αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ κοινωνίας, πολιτικής και οικονομίας, η οποία έχει καταφανώς ανατραπεί στις ημέρες μας, μπορεί να επισυμβεί μόνον με την υπέρβαση των πρωτο-ανθρωποκεντρικών θεμελίων της εποχής μας, και όχι με διορθωτικές συμβάσεις στο πλαίσιο του παρόντος συστήματος.
Καταλήγουμε ότι η εποχή μας, πρώτον δεν είναι στατική και ανεξέλικτη, δεύτερον αντιπροσωπεύει το πρώιμο στάδιο της ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης στο επίπεδο της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας και τρίτον, με μέτρο την κοσμοσυστημική γνωσιολογία, είναι εφικτή η ανίχνευση της περαιτέρω εξελικτικής της πορείας. Άλλωστε, η στατική αντίληψη της εποχής μας διαψεύδεται από την ίδια την εξέλιξη του κόσμου της, από την Αναγέννηση έως σήμερα.
Όντως, εάν παρατηρήσει κανείς την εξέλιξη αυτή, θα συμπεράνει ότι προς το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ο Δυτικός κόσμος εμφανίζεται να ολοκληρώνει την πρωτο-ανθρωποκεντρική του οικοδόμηση. Η ολοκλήρωση αυτή, συνίσταται στην απόσειση των δεσποτικών θεμελίων -ή ως προς άλλα στην περιθωριοποίησή τους- και στην εδραίωση στο δυτικό κόσμο της ατομικής ελευθερίας και ορισμένων κοινωνικοπολιτικών δικαιωμάτων. Όμως, η θέσμιση της σχέσης του ελεύθερου ατόμου με τα κοινωνικά υποσυστήματα (λχ της οικονομίας) και με το πολιτικό σύστημα, εξακολουθεί να γίνεται υπό το πρίσμα του παλαιού καθεστώτος. Ο ιδιοκτήτης του (οικονομικού και του πολιτικού) συστήματος συμβάλλεται με το άτομο σε ένα πλαίσιο όπου το τελευταίο παραμένει εκτός συστήματος δηλαδή στην ιδιωτεία. Θα σταθούμε ιδιαίτερα στο πολιτικό σύστημα για να διαπιστώσουμε ότι το ενσαρκώνει ταυτολογικά, δίκην ιδιοκτησίας, το κράτος, ενώ η κοινωνία προσλαμβάνεται ως άθροισμα ιδιωτών, ως λαός, και όχι ως θεσμημένη συλλογικότητα που μετέχει της πολιτικής διαδικασίας.
Αν όμως το πολιτικό σύστημα των κρατών μελών (των κρατών της εποχής μας) δεν αποτελεί παρά μια, με περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, αιρετή μοναρχία με ισχυρή ολιγαρχική θεμελίωση, η πολιτική Ευρώπη είναι, όπως προείπαμε, μια αυστηρά ολιγαρχική συμπολιτεία. Στην Ευρώπη, η ολιγαρχική δομή είναι διφυής: ως σύστημα και ως λογική που διέρχεται από το σκοπό της (τον προσανατολισμό της στις πολιτικές των αγορών) και από τη γλωσσική μονολογία.
Εάν, ωστόσο, έτσι έχουν τα πράγματα στην πολιτική Ευρώπη, σε τι μας χρησιμεύει η συζήτηση για τη δημοκρατία ή, έστω, για την αντιπροσώπευση;
Η απορία αυτή, μας εισάγει ευθέως στο περιεχόμενο των αλλαγών που καταγράφονται στον κόσμο σήμερα, με αφετηρία τη δεκαετία του 1980. Ότι δηλαδή διαγράφεται στον ορίζοντα η προοπτική υπέρβασης της φάσης στην οποία εισήλθε η ανθρωπότητα με την Αναγέννηση, και της εισόδου της σε μια νέα φάση, της οποίας οι δυναμικές υπαγορεύονται από τη διακτίνωση θεμελιωδών ανθρωποκεντρικών παραμέτρων, όπως η οικονομία και η επικοινωνία, πέραν του κράτους, στο περιβάλλον του συνόλου κοσμοσυστήματος. Η νέα αυτή περίοδος της ανθρωποκεντρικής ανθρωπότητας, προόρισται να θέσει σε εντελώς διαφορετικές βάσεις το ζήτημα των συσχετισμών μεταξύ των δυνάμεων της κοινωνίας, που αποτυπώνουν οι ισορροπίες στο επίπεδο των πολιτικών του κράτους. Οι οποίες, δεν αναγγέλλουν προφανώς την υπέρβαση του κράτους ως επικράτειας που στεγάζει την κοινωνική συλλογικότητα του έθνους, αλλά την υπέρβαση ιδίως του πολιτικού συστήματος της αιρετής μοναρχίας.
Όντως, σε αντίθεση με ότι πιστεύεται μέχρι σήμερα, το νέο αυτό περιβάλλον,  καταδεικνύει ότι το είδος του πολιτικού συστήματος αποτελεί τον θεμέλιο παράγοντα που καθορίζει το διακύβευμα του σκοπού της πολιτικής και όχι οι απλοί συσχετισμοί που αποτυπώνονται στην εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Με απλούστερη διατύπωση,  η προσέγγιση της κοινωνίας ως ιδιώτη, που αποτιμάται ως το άθροισμα των μελών του, και όχι ως μια θεσμική συλλογικότητα που μετέχει οργανικά στο πολιτικό σύστημα, τέμνει τη διαφορά μεταξύ της κοινωνίας-μάζας που κινείται εξωθεσμικά (διαδηλώνει στους δρόμους ή απεργεί) για να υπομνήσει στην εξουσία (στον ιδιοκτήτη του συστήματος) την βούλησή της, και της κοινωνίας των πολιτών (δήμου), που από τη θέση της ως συστατικού εταίρου της πολιτείας, μετουσιώνει η ίδια την βούλησή της σε πολιτική πράξη.
Πράγματι, η περίοδος που διανοίγεται εμφανώς από το τέλος της δεκαετίας του 1980, με κορύφωση την τωρινή κρίση της πολιτικής Ευρώπης δεν εγγράφεται στην φάση που εισήλθε ο κόσμος με την Αναγέννηση (για την ολοκλήρωση της πρωτο-ανθρωποκεντρικής εποχής), αλλά στην υπέρβασή της. Η φάση αυτή, ολοκληρώθηκε με την επέκταση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στο σύνολο του πλανήτη και τη διαμόρφωση της γεωγραφίας του αφενός, και αφετέρου, με την εδραίωση των πραγματολογικών (θεσμικών, ιδεολογικών κ.ά.) θεμελίων που υποστασιοποιούν την ατομική ελευθερία και τα κοινωνικοπολιτικά δικαιώματα. Έως τη δεκαετία του 1980 οι συσχετισμοί που διαμόρφωσαν τις πολιτικές ισορροπίες και τους εξ αυτών απορρέοντες συμβιβασμούς, αναπτύχθηκαν εντός της κρατικής επικράτειας. Η αστική τάξη είχε ως θεμέλια περίμετρο της επικράτεια και ήταν συνδεδεμένη με την παραγωγική βάση της οικονομίας. Οι κοινωνικές αντιθέσεις είχαν ως κοινό πεδίο συνάντησης τον χώρο της παραγωγής. Το επικοινωνιακό σύστημα εξαντλείτο ουσιωδώς εντός της κρατικής επικράτειας. Άλλωστε οι πολιτικές του κράτους κατεγίνοντο στο εγχείρημα της ομοιογενοποίησης του κοινωνικού, οικονομικού και επικοινωνιακού χώρου του κράτους. Ακόμη και οι χώρες που ενεπλάκησαν στην αποικιοκρατία, ενέτασσαν τις νέες χώρες στην μητροπολιτική επικράτεια προκειμένου να την επεκτείνουν.
Από την περίοδο αυτήν όμως ολοκληρώθηκε η δυναμική κατά την οποία θεμέλιες παράμετροι όπως της οικονομίας και της επικοινωνίας χειραφετήθηκαν από την περίμετρο του κράτους, αυτονομήθηκαν από την εξουσία του, αναπτύχθηκαν στο επίπεδο του συνόλου κοσμοσυστήματος και μεταβλήθηκαν σε συντελεστές της διακρατικής διαδικασίας. Στο πεδίο αυτό, όμως, η οικονομική και η πολιτική δυναμική εδράζεται προεχόντως στις σχέσεις δύναμης, που υπερβαίνουν το κανονιστικό περιβάλλον του κράτους, αξιώνοντας την “αυτορρύθμισή” τους. Συγχρόνως, την ηγεσία της αστικής τάξης ανέλαβαν οι φορείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ενώ η παραγωγική βάση της οικονομίας διακτινώθηκε επίσης στο σύνολο του πλανήτη, με προτεραιότητα στις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Έτσι, ενώ άλλοτε, ο πλούτος παρήγετο στη Δύση, η οποία από τον τρίτο κόσμο εισήγε μόνο τις πρώτες ύλες, τώρα ο πλούτος αυτός παράγεται ουσιαστικά στον τρίτο κόσμο, από τις δυνάμεις της Δύσης, οι οποίες καρπώνονται εντούτοις την υπεραξία.
Η κοσμοσυστημική διακτίνωση της οικονομίας και της επικοινωνίας, σε συνδυασμό με την αποδόμηση των παραδοσιακών κοινωνιών στον τρίτο κόσμο και την εμπλοκή των κρατών στον έλεγχο της διεθνούς τάξης, γίνεται η αιτία μιας ασύμμετρης κινητικότητας των δυνάμεων της εργασίας. Το κοινωνικό πρόβλημα επιδιώκεται να επιλυθεί δια της μεταφοράς της πάσχουσας μερίδας του στη Δύση, πιέζοντας με τη σειρά του την εργασία του πολίτη της χώρας υποδοχής, ώστε να μεταβληθεί από σχέση δημοσίου δικαίου σε εργασία εμπόρευμα. Στις εξελίξεις αυτές, προστίθεται και η ραγδαία μετάλλαξη της έννοιας της εργασίας καθώς και η μετάβαση από την έννοια της (εξαρτημένης) εργασίας στην έννοια του έργου. Η κοινωνία των πολιτών στο πλαίσιο αυτό, υφίσταται πολύπλευρη πίεση με αποτέλεσμα να απολέσει σε ελάχιστο χρόνο κατακτήσεις που απαιτήθηκαν δύο αιώνες για να κερδηθούν και εντέλει να περιέλθει σε απόλυτη πολιτική αδυναμία.
Πού οφείλεται η ανατροπή αυτή των συσχετισμών; Προφανώς στο γεγονός ότι οι μεν θεμέλιες παράμετροι της οικονομίας και της επικοινωνίας μετέβησαν στο μέλλον, εξελίχθηκαν κατά την ανθρωποκεντρική δικαιοταξία, ενώ οι κοινωνίες παρέμειναν έγκλειστες στις ιδεολογικοπολιτικές και θεσμικές βεβαιότητες της εποχής της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον ανθρωποκεντρισμό. Στο γεγονός δηλαδή ότι οι κοινωνίες εννοούν να παραμένουν εκτός πολιτείας και να αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με την πολιτική ως μια καθαρά εξωθεσμική λειτουργία. Στο μέτρο, επομένως, που οι πολιτικές δυνάμεις δεν συμπλέκονται θεσμικά με την βούληση της κοινωνίας, κατά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων, οι αγορές παραμένουν οι μοναδικοί συνομιλητές της πολιτικής εξουσίας.
Στο σημείο αυτό, αποβαίνει εξαιρετικά επίκαιρη η διαπίστωση ότι στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι κοινωνίες των κρατών μελών δεν επιτελούν ουδέ καν μια απλή νομιμοποιητική πολιτική παρέμβαση, μέσω της εκλογικής διαδικασίας, στα πολιτικά της δρώμενα. Έτσι, ο κοινωνικός σκοπός της Ένωσης, ήταν αναπόφευκτο να υποχωρήσει υπό την πίεση της ευρωπαϊκής ηγεσίας, η οποία εναγκαλίσθηκε το συμφέρον των αγορών και το προέβαλε ως σκοπό της πολιτικής Ευρώπης.  Έτσι εξηγείται γιατί στο μέσον της κρίσης η επίκληση του κοινωνικού συμφέροντος εγκαλείται ως ακραία πολιτική θέση.
Η φύση του πολιτικού συστήματος ως ατελούς συμπολιτείας, που αναθέτει στα κράτη και, συγκεκριμένα, στους κορυφαίους πολιτικούς φορείς των κρατών μελών, τη διαμόρφωση και τη διαχείριση του ευρωπαϊκού δημοσίου χώρου, λειτουργεί ως καταλύτης, αφενός για την προβολή του συμφέροντος του ηγεμόνα ως σκοπού της Ένωσης και αφετέρου, για την μετακύλυση της ρηγμάτωσης της ισορροπίας μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας, προς ζημίαν της πρώτης, στο εσωτερικό των κρατών. Διότι, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στη σχέση της με τα επιμέρους κράτη, δεν υπάρχει τρίτος αντισταθμιστικός φορέας εξουσίας για να υπενθυμίσει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς το συμφέρον των κοινωνιών.
Κατά τούτο, η Ένωση προόρισται να επιταχύνει την ήδη συντελεσθείσα ανατροπή της σχέσης που παρατηρείται στο εσωτερικό των κρατών, συνεπεία των εξελίξεων που επιβάλει η μετάβαση θεμελιωδών παραμέτρων στο κοσμοσυστημικό μέλλον. Ώστε, η πολιτική Ευρώπη μεταβάλλεται ραγδαία, από Ευρώπη των εθνών/λαών σε Ευρώπη των κρατών και, περαιτέρω, των κρατών που αξιώνουν να ηγεμονεύσουν με πρόσημο τις αγορές, ήτοι στη βάση συγκεκριμένων συμφερόντων που υπερβαίνουν τα κράτη και γίνονται α-εθνικά, δηλαδή κοσμοσυστημικά.
Στο παρελθόν, η ισορροπία που επιτεύχθηκε με την πάροδο του χρόνου στο εσωτερικό ενός εκάστου κράτους μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας με το μέσον της πολιτικής, έγινε εφικτή με την εξωθεσμική μεν, πλην όμως απειλητική, για την συνοχή της χώρας, μαζική πολιτική παρέμβαση της πρώτης (οι διαδηλώσεις, απεργίες κλπ) στα κοινωνικά δρώμενα. Η πολιτική οριοθετούσε το αντικείμενό της με γνώμονα τις προτεραιότητες της άρχουσας τάξης. Όμως, στο μέτρο που η κοινωνική συναίνεση εκρίνετο αναγκαία για να λειτουργήσει το σύστημα, επιδιώκετο επίσης ένας κάποιος συμβιβασμός, που είχε ως μέτρο την ικανοποίηση ενός ελάχιστου ελευθερίας και ευημερίας της κοινωνίας των πολιτών.
Η αυτονόμηση των αγορών από το περιβάλλον του κράτους θα έχει ως αποτέλεσμα να εισέρχονται εφεξής σ’αυτό, διασχίζοντάς το οριζοντίως, χωρίς ουσιαστικά να υπόκεινται στην κανονιστική του εξουσία. Η κοινωνική συνοχή, στο μέτρο που δεν αποτελεί την αναγκαία συνθήκη της αναγκαστικής συνύπαρξης στο περιβάλλον της οικονομίας εντός της κρατικής επικράτειας, δεν επιζητείται με μέτρο το βαθμό ικανοποίησης του κοινού λαού, αλλά τις ανοχές στην απομείωση του κεκτημένου των μελών του, χωρίς εξέγερση. Υπό την έννοια αυτή, ακόμη και αν παρ’ελπίδα επιτευχθεί μια κάποια συμφωνία, ως προς το σκοπό της πολιτικής, μεταξύ των κρατών της Ένωσης, αυτό δεν είναι καθόλου προφανές ότι θα επαναφέρει τον σκοπό της πολιτικής σε μια ισορροπία που θα προάγει το συμφέρον επίσης της κοινωνίας ή, σε ότι αφορά στην Ένωση, των κοινωνιών της.
4.     Εάν συμφωνήσουμε ότι βρισκόμαστε στο μεταίχμιο της μετάβασης, με αφετηρία τον δυτικό κόσμο, σε μια νέα περίοδο που σηματοδοτεί στις απαρχές της την ανατροπή της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και οικονομικής ιδιοκτησίας, θα πρέπει εντέλει να συνομολογήσουμε ότι και οι λύσεις των προβλημάτων που γεννά η νέα εποχή δεν μπορεί να αναζητηθούν στο εσωτερικό του παλαιού συστήματος. Διότι προφανώς τα κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε η νεοτερικότητα (η πρωτοανθρωποκεντρική φάση του νεότερου κόσμου) έχουν πια ξεπερασθεί.
Το γεγονός αυτό, προκύπτει αβίαστα σε όλα τα επίπεδα: σε ό,τι αφορά στις παλαιές αξίες και ιδεολογίες (του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού), που απώλεσαν ολοσχερώς τον επιχειρησιακό τους χαρακτήρα, όπως  επίσης και στον τρόπο της πολιτικής δράσης (οι διαδηλώσεις κλπ.) που διαπιστώνεται ότι αδυνατούν απολύτως να παραγάγουν πολιτικό αποτέλεσμα υπέρ των συντελεστών τους.
Εν προκειμένω επανέρχεται η προβληματική για τη βιολογία των κοινωνιών. Το ερώτημα, στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι προεχόντως το “μέσον” -το οικονομικό ή το πολιτικό σύστημα-, αλλά το ανθρωποκεντρικό “μέτρο”, δηλαδή η ελευθερία (ως αυτονομία), που στο όνομα της χειραφέτησης του ανθρώπου, στο εύρος που υπαγορεύουν οι περιστάσεις (οι ανθρωποκεντρικές παράμετροι), θα αξιώσουν την εναρμόνιση του “μέσου”/του συστήματος ώστε να ανταποκριθεί στις νέες αναγκαιότητες.
Στο πλαίσιο αυτό, ποια είναι τα θεμελιώδη προαπαιτούμενα που οφείλει να συνεκτιμήσει ο σημερινός ανθρωποκεντρικός άνθρωπος;
Πρώτον, να διεκδικήσει μια θέση εταίρου στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα, ώστε να συμμετέχει στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων και όχι να συνάπτει συμβάσεις εκχώρησης οικονομικής και ιδίως πολιτικής κυριαρχίας, έναντι προστασίας της ατομικής του ελευθερίας. Οι οποίες υποκρύπτουν την παραίτησή του από την κοινωνική και την πολιτική του ελευθερία.
Δεύτερον, να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι η εξέλιξη δεν συναρτάται με την θέληση ή τις επιλογές του, αλλά με την ανάπτυξη των παραμέτρων του ανθρωποκεντρικού περιβάλλοντος. Όπως όταν ωρίμασε ο χρόνος της καθολικής ψήφου ή της ψήφου των γυναικών, στη διάρκεια του 19ου ή του 20ού αιώνα, έγιναν πραγματικότητα, έτσι και οι κοινωνίες του 21ου αιώνα θα εναγκαλισθούν την αντιπροσώπευση και προοπτικά τη δημοκρατία, όταν θα ωριμάσει ο χρόνος τους θα τις φέρει στο προσκήνιο η αναγκαιότητα. Η συνείδηση του γεγονότος αυτού είναι πιθανόν να επισπεύσει τις εξελίξεις.
Το γεγονός αυτό διακρίνει μεταξύ ουτοπίας και χρόνου μιας πολιτείας. Η πολιτεία του Πλάτωνα ταξινομείται ως ουτοπική, διότι δεν θα συναντηθεί ποτέ με τον κοσμοσυστημικό χρόνο. Η αντιπροσώπευση και προφανώς η δημοκρατία, είναι ανεπίκαιρες στις ημέρες μας. Εξού και ουδείς διαδηλώνει για αυτές. Εντούτοις, δεν είναι ουτοπικές πολιτείες αφού απαντώνται στον κοσμοσυστημικό χρόνο. Οι ανατροπές που καταγράφονται στο κοσμοσυστημικό γίγνεσθαι, αφήνουν να διαφανεί ότι στον προβλεπτό ορίζοντα θα αποτελέσουν σε τάξη διαδοχής την αναγκαία συνθήκη για τη διαμόρφωση νέων ισορροπιών, ικανών να θεραπεύσουν το κοινό συμφέρον.
Τρίτον, να προσχωρήσει στο ρεαλισμό, απωθώντας στο παρελθόν τη βεβαιότητά του ότι η εποχή μας αποτελεί το καταστάλαγμα της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης. Ο κοινωνικός άνθρωπος θα κληθεί στο κοντινό μέλλον να εισέλθει μόλις στην προσολώνεια εποχή της ανθρωποκεντρικής βιολογίας, τη φορά αυτή όμως στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα. Θα συναποκομίσει έτσι ότι οι νόμοι της κοινωνικής βιολογίας είναι σαφείς: δεν γεννιέται κανείς  στην ηλικία της ωριμότητας, δεν δύναται να πραγματοποιήσει εξ αποφάσεως άλματα υπέρβασης του χρόνου, ούτε και να μείνει στάσιμος, επειδή δεν επιθυμεί να εξελιχθεί ή φοβάται το μέλλον. Η διαπίστωση αυτή είναι εξίσου ισχυρή για την κοινωνία όσο και για τις δυνάμεις της πολιτικής και της οικονομίας.
Από την άλλη, το ερώτημα της επανάστασης των εννοιών και της επιτακτικότητας μιας τυπολογίας της εξέλιξης, που επικαλέσθηκα, δεν ανάγεται σε μια διαδικασία που θα σηματοδοτήσει από μόνη της το μέλλον. Αφορά στην ανάγκη να απεμπλακεί ο σύγχρονος άνθρωπος από τις βεβαιότητες του παρελθόντος για να αποκτήσει αφενός αυτογνωσία -για την ηλικία της νεοτερικότητας- και επίγνωση του μέλλοντός της. Τούτο καθίσταται ιδιαίτερα αναγκαίο σε ότι αφορά στην πνευματική τάξη. Θέλω να πω με αυτό ότι η διανόηση δεν δικαιούται να αντικειμενικοποιεί το γνωσιολογικό της έλλειμμα, αποδίδοντάς το στην απροσδιοριστία της ανθρώπινης εξέλιξης. Εντούτοις, φοβάμαι ότι η διανόηση αυτή δεν είναι έτοιμη να επιδοθεί σε αυτό το εγχείρημα. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι στοχάζεται ακολουθώντας τις εξελίξεις, περιοριζόμενη να τα διαπιστώνει δίκην παρατηρητή όταν συμβαίνουν. Η διαπίστωση αυτή, εξηγεί την απουσία μιας σφαιρικής γνωσιολογίας του κοινωνικού φαινομένου, που δεν θα ικανοποιείται με το να διακινεί το παρόν ως αρχετυπικό παράδειγμα, αλλά θα προέκρινε ένα σύστημα εννοιών, μια τυπολογία των φαινομένων, ένα εξελικτικό γίγνεσθαι του κοινωνικού ανθρώπου, συμβατά με την βιολογία της ανθρώπινης κατάστασης[3].
5.     Οι ανωτέρω επισημάνσεις, μας επιτρέπουν να στοχασθούμε την πολιτική Ευρώπη υπό προοπτική. Πρώτον, το διακύβευμα ελευθερία ή ηγεμονία δεν μπορεί να αφορά το διακρατικό περιβάλλον, όπου είναι αυτονόητη η πρόσληψη της πολιτικής υπό το πρίσμα της ισχύος, αλλά στο εσωτερικό της Ένωσης. Πράγμα που, όπως τίθεται σήμερα, εγείρει το ερώτημα εάν η πολιτική Ευρώπη θα ταυτοποιήσει οριστικά το πολιτικό της σύστημα με το διακρατικό περιβάλλον, δηλαδή με τις σχέσεις δύναμης που υπαγορεύει η βαρύτητα των κρατών μελών στο επίπεδο της Ένωσης ή θα μετεξελιχθεί σε πλήρες κράτος.
Στον άμεσο χρόνο είναι προφανές ότι ο πειρασμός της ηγεμονίας συμβαδίζει με τον κοινωνικό κανόνα που διδάσκει ότι το κενό πολιτικής που δημιουργεί η εξέλιξη το καλύπτουν πρώτα οι δυνάμεις που εισέρχονται νωρίτερα στο μέλλον, που εν προκειμένω είναι οι δυνάμεις της αγοράς και οι χώρες που αντλούν συμφέρον από αυτές.
Εντούτοις, η εμμονή στην ηγεμονία, ιδίως όταν δεν προκύπτει ότι ο φορέας της φιλοδοξίας έχει συνείδηση των ορίων της, εγκυμονεί τον κίνδυνο να οδηγήσει στην έκρηξη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Αφενός, διότι η προοπτική αυτή αντιφάσκει με το περιβάλλον της Ένωσης. Ουδείς εισήλθε σ’αυτήν για να υποβληθεί στην ηγεμονία του άλλου, για την αποτροπή της οποίας μάλιστα εισέφερε το αίμα του στο πρόσφατο παρελθόν, ούτε για να απεκδυθεί της ευημερίας και της ελευθερίας που κατέκτησε πριν από την είσοδό του σ’αυτήν. Και αφετέρου, διότι, όπως ήδη ειπώθηκε, η επιλογή στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος της ηγεμονίας αντιβαίνει προς την εξελικτική βιολογία του σύγχρονου ανθρωποκεντρικού ανθρώπου.
Εντούτοις, η εναρμόνιση με την ανθρωποκεντρική εξέλιξη δεν είναι υποχρεωτική, με την έννοια ότι οι ειδικότερες συνθήκες στο επίπεδο των θεσμών της Ένωσης είναι δυνατόν να την φέρουν αντιμέτωπη με το μέλλον. Οπότε, η βούληση του ηγεμόνα δεν αποκλείεται να λειτουργήσει ως εμβρυουλκός για την άρση των αγκυλώσεων που εμποδίζουν την κίνηση ή για την αναίρεσή της. Εάν η Αθήνα είχε οδηγήσει στην οικουμένη τον ελληνικό κόσμο, η κεντρική πολιτεία της κοσμόπολης θα ήταν δημοκρατική. Θα είχε κατά πάσα πιθανότητα αποτραπεί τόσο η ελληνιστική μοναρχία όσο και η ολιγαρχική Ρώμη.
Υπό την έννοια αυτή, η διερώτηση για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπερβαίνει το απλό ερώτημα “τι Ευρώπη θέλουμε” και εστιάζεται στο ποιά Ευρώπη είναι εφικτή ή, ορθότερα, αν η πολιτική Ευρώπη θα εναρμονισθεί με τις εξελίξεις. Έτσι όπως τίθεται το ερώτημα, δεν αμφισβητείται η έννοια της ηγεσίας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, αλλά η ηγεμονία που ακυρώνει τον λόγο της συνάντησης των κρατών μελών υπό την κοινή ευρωπαϊκή ταυτοτική στέγη.
Με διαφορετική διατύπωση, δεν είναι η απουσία μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας, που εμποδίζει τη συμπόρευση των πολιτικών της Ένωσης με τον κοινωνικό σκοπό της πολιτικής ή τη συστέγαση των εθνικών πατριωτισμών με πρόσημο το κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον. Ούτε εκτιμώ ότι είναι ανέφικτη η εξισορρόπηση του κοινωνικού συμφέροντος των λαών της Ένωσης με τα συμφέροντα των ομάδων που ηγούνται της οικονομίας ή που διαμορφώνουν τις εξελίξεις.
Επιμένω ότι το πρόβλημα της Ένωσης είναι πρωτογενώς πολιτικό. Αφορά συγκεκριμένα στο πολιτικό της σύστημα, το οποίο αδυνατεί να ολοκληρώσει το σκοπό της, να μετεξελιχτεί σε κράτος, να παραγάγει ισορροπίες μεταξύ των κρατών μελών και να υπηρετήσει το κοινό συμφέρον των λαών της Ένωσης. Κατά τούτο, το πολιτικό σύστημα της Ένωσης όχι μόνον υπολείπεται ως προς την ανθρωποκεντρική του σημειολογία, ακόμη και αυτού των κρατών μελών, αλλά και συμπορεύεται μαζί τους, στην εμμονή της νεοτερικότητας να βιώνει ένα καθεστώς που κλήθηκε να υπηρετήσει καταστάσεις του 19ου και του 20ού αιώνα, είναι όμως καταφανώς αναντίστοιχο με το ανθρωποκεντρικό στάδιο που ανέδειξε η είσοδος στον 21ο αιώνα.
Ώστε, η είσοδος στη νέα αυτή περίοδο, που οδηγεί η πλανητική διακτίνωση των θεμελίων παραμέτρων (ιδίως της οικονομίας και της επικοινωνίας) του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και η ανατροπή των συσχετισμών που προκαλεί αναπόφευκτα, δεν θα επανέλθει σε ένα σημείο της ισορροπίας με την απαγόρευση της εξέλιξης, αλλά με τη μετάβαση στο μέλλον και των λοιπών του παραμέτρων, ιδίως δε του πολιτικού συστήματος και των αξιών που θα συνάδουν με αυτό. Μόνον με την ολοκληρωτική μετάβαση στο μέλλον του κόσμου της πρωτοπορίας της εποχής μας, θα αποκατασταθεί η εσωτερική συνοχή με πρόσημο την ελευθερία, που θα επαναφέρει το συμφέρον της κοινωνίας των πολιτών στο προσκήνιο της πολιτικής. Ας αναλογισθούμε, εν προκειμένω, ποιες θα ήταν οι πολιτικές της Ένωσης εάν οι μείζονες πολιτικές αποφάσεις για να ισχύσουν θα έπρεπε να υποβληθούν στην έγκριση της κοινωνικής βούλησης ή να υιοθετηθεί η ευθύνη του πολιτικού προσωπικού για τα πεπραγμένα του. Η διερώτηση αυτή, θέτει όντως τη νεοτερικότητα αντιμέτωπη με ένα  μείζον ζήτημα: σε ποιο βαθμό η κοινωνία, που αποτελεί τον λόγον ύπαρξης των λοιπών παραμέτρων (της οικονομίας, της πολιτικής κλπ) οφείλει να συνεκτιμάται στο σκοπό της πολιτικής ή όχι. Ή ακόμη περισσότερο, να μετέχει ως θεσμικός εταίρος στην πολιτική διαδικασία.
Εν ολίγοις, το πρόβλημα αυτό γίνεται εμφανές μέσω του διαλόγου που άνοιξε σχετικά με το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Αυτοί οι οποίοι επιχειρηματολογούν υπέρ της εμβάθυνσης της Ευρώπης υποστηρίζουν ότι πρέπει να μετεξελιχθεί προς την κατεύθυνση της ομοσπονδίας. Ή τουλάχιστον, προς μια πιο ισχυρή συγκέντρωση εξουσίας στο επίπεδο των κεντρικών θεσμών της Ένωσης.
Εντούτοις, το σχέδιο αυτό αποκαλύπτεται αναχρονιστικό και είναι υπόλογο ηγεμονικών προθέσεων, για πολλούς λόγους: Πρώτον, η ομοσπονδία, όπως προείπα, δεν είναι επιχειρησιακή στις ημέρες μας, λόγω του ότι τα κράτη είναι τελειωτικά εδραιωμένα. Στη συνέχεια διότι δεν απαντάει στην ανάγκη μιας μεθάρμοσης της πολιτικής Ευρώπης, σε κράτος. Και τέλος επειδή, η παρούσα κρίση απέδειξε ότι το πρόβλημα της πολιτικής Ευρώπης είναι ταυτόσημο με εκείνο των κρατών μελών. Η ενσάρκωση του πολιτικού συστήματος από το κράτος που συνεπάγεται τον αποκλεισμό των κοινωνιών από το πολιτικό γίγνεσθαι και τις εγκιβωτίζει στο καθεστώς του ιδιώτη, επωφελούμενη έτσι από τις σχέσεις δύναμης που υφαίνονται στο επίπεδο της εξουσίας.
6.     Καταλήγουμε ότι το ζήτημα της εμβάθυνσης της πολιτικής Ευρώπης οφείλει να δίδει απάντηση σε ένα δίλημμα το οποίο υπερβαίνει τη διερώτηση «εμβάθυνση η διεύρυνση», για να τεθεί με γνώμονα το πρόσημο της προόδου που διδάσκει η ανθρωποκεντρική βιολογία. Στο πλαίσιο αυτό το ερώτημα είναι εάν η πολιτική Ευρώπη θα αποτελέσει το όχημα μιας ανθρωποκεντρικής υποχώρησης των λαών της σε ένα καθεστώς ισχύος από το οποίο υπέφερε στο παρελθόν ή θα επωφεληθεί του ρόλου της ως της ιστορικής πρωτοπορίας για να επιταχύνει τη μετάβασή της στην επόμενη φάση, η οποία θα επιφυλάσσει στην κοινωνία των πολιτών μια μεγαλύτερη ελευθερία. Ελευθερία, που στο πολιτικό επίπεδο, θα καλείται να εμπραγματώσει μια πολιτεία, εφεξής κατά το μάλλον ή ήττον αντιπροσωπευτική. Για να συμβεί όμως αυτό, είναι αναγκαίο η πολιτεία να επανέλθει σε μια τελεολογία επικεντρωμένη στο κοινωνικό συμφέρον.
Ώστε, εάν θα είχα να διαβλέψω το μέλλον της πολιτικής Ευρώπης στο βάθος του 21ου αιώνα θα έλεγα ότι εάν ακολουθήσει το διατακτικό της ανθρωποκεντρικής βιολογίας, στο οποίο έχει ήδη εισέλθει ο κόσμος της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας (του κράτους έθνους), θα οδηγηθεί αναπόφευκτα σε μια συμπολιτεία/κράτος που θα διασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας στο επίπεδο μιας αντιπροσωπευτικής πολιτείας και, μακροσκοπικά, σε περιβάλλον δημοκρατίας. Εντούτοις, η εξέλιξη αυτή, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι οι κοινωνίες των κρατών μελών πρώτα, και μαζί τους η πολιτική Ευρώπη, θα εναρμονισθούν με το μέλλον της προόδου, θα επιβάλουν τη μετάλλαξή τους σε δήμο με αντιπροσωπευτικό πρόσημο, και περαιτέρω σε ευρωπαϊκό δήμο, έτσι ώστε να ακυρώσουν τον πειρασμό ορισμένων κρατών να οδηγήσουν τις εξελίξεις υπό το πρίσμα της ηγεμονίας τους.
Συγκρατούμε εντούτοις ότι η πολιτική Ευρώπη, θα αναζητήσει καταρχήν λύσεις στο κρατοκεντρικό πλαίσιο που βιώνει ο κόσμος της εποχής μας. Δηλαδή στο εσωτερικό του πολιτειακού της μορφώματος, σε συνδυασμό με την προβληματική μιας ολοένα πιο ισχυρής χειραφέτησης της κοινωνίας, με ορίζοντα την (κοινωνική και πολιτική) ελευθερίας. Χειραφέτηση, η οποία εγγράφεται εξ αντικειμένου στην τελεολογία μιας πολιτειακής θεσμοθέτησης της κοινωνίας των πολιτών, και κατ’επέκταση, την κατά το μάλλον ή ήττον εγγραφή της ως εντολέως της πολιτικής εξουσίας. Η μεταβολή της κοινωνίας σε διαρκή πολιτειακό θεσμό, θα εγκαταστήσει τη βούλησή της μέσα στο πολιτικό σύστημα, δίκην εταίρου, έτσι ώστε  να συνεκτιμάται με πραγματικούς όρους στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων. Οπότε το άτομο, από ιδιώτης που τοποθετείται απέναντι στη συλλογικότητα, την οποία εκφράζει κατά τρόπο μονοσήμαντο ο κάτοχος του πολιτικού συστήματος και του κράτους, θα μεταλλαχθεί σε οργανικό εταίρο της.
Εν κατακλείδι, η κοσμοσυστημική γνωσιολογία διδάσκει ότι όσο οι δυνάμεις της οικονομίας αυτονομούνται και διαπερνούν το κράτος διακτινούμενες στο σύνολο κοσμοσύστημα, τόσο οι κοινωνίες επιζητούν να εισέλθουν ως εταίροι στο πολιτικό σύστημα στην προσπάθειά τους να εξισορροπήσουν την ισχύ τους. Πρόκειται για μια δυναμική η οποία ακολουθείται έως ότου εξαντλήσει τη δυνατότητά της να ισορροπεί τη σχέση μεταξύ οικονομίας και κοινωνίας. Οπότε το πολιτικό σύστημα, θα επιζητήσει να αναπτυχθεί, συνακόλουθα προς την οικονομία και την επικοινωνία, στο περιβάλλον του συνόλου κοσμοσυστήματος. Υπαινίσσομαι τη μετάβαση από την κρατοκεντρική στην οικουμενική εποχή του ανθρωποκεντρικού κόσμου, από το κράτος της κοινωνικής κοινότητας στην κοσμόπολη/κοσμοκράτος.
Υπό το πρίσμα αυτό, η αμφισβήτηση του παλαιού καθεστώτος από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, που ήδη διαφαίνεται στον ορίζοντα, θα αναγκάσει την πολιτική Ευρώπη όπως και τις πολιτικές ελίτ των κρατών μελών, να απαντήσουν στο δίλημμα εάν θα παραμείνουν σε ένα πολιτικό καθεστώς όπου κυριαρχούν οι σχέσεις δύναμης που χρεώνονται με τα δεινά τα οποία προκάλεσαν στον ευρωπαϊκό κόσμο στο παρελθόν ή θα εναρμονισθούν στο κλίμα της ανθρωποκεντρικής εξέλιξης που διαγράφεται ήδη στον ορίζοντα. Εξέλιξη που αφήνει να εννοηθεί ότι το αξιακό σύστημα, οι ιδεολογίες και προφανώς το σύστημα του 18ου αιώνα, που εξακολουθεί να ευαγγελίζεται η εποχή μας, αδυνατούν πια να απαντήσουν στις εξελίξεις και ιδίως στις προσδοκίες των κοινωνιών της πολιτικής Ευρώπης.
Εν ολίγοις, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν το πλεονέκτημα της Ευρώπης, ότι μετά από μια στιγμή ανέλαβε τον ρόλο της πρωτοπορίας στην ανθρωποκεντρική εξέλιξη τον οποίο διατηρεί υπό μια έννοια στις ημέρες μας, μπορεί να διασκεδάσει τη διαπίστωση ότι το πολιτειακό της οικοδόμημα ευρίσκεται σε προφανή υστέρηση ακόμη και έναντι της ίδιας της εποχής μας. Εάν επομένως η δυσαρμονία αυτή θα της επιτρέψει να υπερβεί τις εγγενείς αγκυλώσεις της και να εισέλθει στο μέλλον.
Το διακύβευμα, εντέλει είναι εάν η πολιτική Ευρώπη θα επιλέξει το μέρος της προόδου, δηλαδή την αρμονία της ελευθερίας, συννόμως προς τη λογική της εξέλιξης ή την οδό της ηγεμονίας, η οποία σε τελική ανάλυση θα προσδιορίσει τον χαρακτήρα της, κυρίως όμως την ίδια της την ύπαρξη.
[1] Για τις έννοιες αυτές παραπέμπω στα έργα μου, Το ελληνικό κοσμοσύστημα, τ. Α. Η κρατοκεντρική περίοδος της πόλης, και τ. Β Η περίοδος της οικουμενικής οικοδόμησης, Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα, 2006-2014.
[2] Ενδεικτικά στο έργο μου, Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2007.
[3] Περισσότερα στο έργο μου Γνώση και μέθοδος, 29 ερωτήματα για την κοσμοσυστημική γνωσιολογία, Εκδόσεις Παρουσία/ Αρμός, Αθήνα, 2017.

Πηγή: