Τα
πρόσφατα γεγονότα στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου με αφορμή το
μεταναστευτικό-προσφυγικό έδειξαν, με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, πως
παράγεται η Πολιτική στις μέρες μας. Αναφέρομαι όχι τόσο σε κυβερνητικές
αποφάσεις και διαχειριστικά ζητήματα, τα οποία ούτως ή άλλως σηκώνουν
συζήτηση, αλλά στο πως κατανοεί ο πολίτης τη συμμετοχή του στα κοινά, εξ
ού και η Πολιτική με κεφαλαίο Π.
Αυτή η πραγματικότητα προσέκρουσε στην
άγρια αντίδραση των νησιωτών απέναντι στην επίδειξη πυγμής των
αστυνομικών δυνάμεων. Τι άλλαξε, λοιπόν; Έχει δημιουργηθεί κάποια
περιφερειακό κίνημα αντίστασης των πολιτών; Είναι η αντίδραση απέναντι
στην υπερβολική επίδειξη δύναμης του «αθηναϊκού κράτους»;
Πέρα από την ζωντανή καθημερινότητα που
θέλει οι νησιώτες να έχουν μετατραπεί σε «σάκο του μποξ» ή σε μία sui
generis «buffer zone» ανάμεσα στα γεωπολιτικά παιχνίδια της Τουρκίας, το
Ευρωπαϊκό βόλεμα και την ελληνική έλλειψη ορθολογικής πολιτικής,
υπάρχουν και κάποιες άλλες επισημάνσεις- είναι αυτή η περιβόητη
Πολιτική.
Η αμηχανία των συστημικών «διανοουμένων» δεν πρέπει να ξενίζει: «Η
ανθρωπογεωγραφία των αντιδρώντων είναι, λίγο ή πολύ, γνωστή. Έχουμε
τους πολιτικά υποκινούμενους (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΜΚΟ, αναρχικοί,
αδέσποτοι ακροδεξιοί), τα οικονομικά συμφέροντα που έχουν αναπτυχθεί
γύρω από τη διαπλοκή των ΜΚΟ με τους τοπικούς προμηθευτές και τις
τοπικές αρχές και, τέλος, τους αιρετούς που ακολουθούν το ρεύμα του
λαϊκισμού, με πρώτο και καλύτερο τον κ. Μουτζούρη. Από όλους αυτούς, όμως,
τη μάχη εναντίον των αστυνομικών χθες την έδωσαν οι ακροδεξιοί, η μανία
των οποίων, αλλά και το γεγονός ότι είναι όχλος χωρίς ηγεσία και
οργάνωση, έκανε τον κίνδυνο απωλειών πολύ σοβαρό. Κάποιοι από αυτούς
έχουν μαζί τους κυνηγετικά όπλα, ορισμένοι μάλιστα τα χρησιμοποιούν» (Σ.
Κασιμάτης, Ανασύνταξη και Περισυλλογή, Καθημερινή, 27.2.2020)
Σε μία «σκάρτη» παράγραφο μπήκαν όλα τα
φοβικά στερεότυπα των αμήχανων «διανοουμένων» που δεν λένε να καταλάβουν
ότι η Πολιτική έχει αλλάξει άρδην, και με ευθύνη δική τους. Το
consensus μίας ορθολογικής Πολιτικής που είχε εκπονηθεί στα συντρίμμια
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, κράτησε μέχρι τη δεκαετία του
1990. Η άναρχη κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων συνοδεύτηκε από τον
άναρχο όσο και βίαιο διαμελισμό χωρών (ας θυμηθούμε την Γιουγκοσλαβία)
και την επέκταση ως lingua franca της ιδεολογίας του «αριστερού
νεοφιλελευθερισμού», δηλαδή ενός υβριδίου που στο οικονομικό επίπεδο
πρεσβεύει την πλήρη απελευθέρωση των αγορών και την απορρύθμιση του
κράτους και στο κοινωνικο- πολιτισμικό επίπεδο σαγηνεύει με τις θεωρίες
περί δικαιωμάτων και αυτοκαθορισμού. Με πραγματικούς όρους: μπορείς να
βομβαρδίζεις τη Σερβία ή να επιβάλλεις μνημονιακές πολιτικές στους
«τεμπέληδες» Έλληνες, αλλά να είσαι υπέρ των ομοφυλοφίλων, της ζωοφιλίας
και της προστασίας του περιβάλλοντος.
Αυτό το μίγμα Πολιτικής εκπέμφθηκε εδώ
και δεκαετίες και απόκτησε μία κοινωνική αποδοχή. Την ίδια ώρα,
ολόκληρες περιοχές της Ευρώπης έχασαν τα εργοστάσια τους, τις εργατικές
κοινοτικές τους παραδόσεις, την αγροτική τους συνιστώσα και μετατράπηκαν
σε περιφερειακά Mall’s (χαρακτηριστική λογοτεχνική περιγραφή η Μέση
Αγγλία, του Τζόναθαν Κόου, εκδόσεις Πόλις, και η Σεροτονίνη του Μισέλ
Ουελμπέκ, εκδόσεις Εστία).
Η αντίδραση των λαϊκών ανθρώπων απέναντι
σε αυτό το μήνυμα είναι μία: η οργή. Είναι η αντίδραση όλων αυτών που
ρίχνονται στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας. Και φυσικά δεν είναι η
πρέπουσα αντίδραση για τα μεσαία, συνήθως «μορφωμένα», στρώματα των
ευρωπαϊκών πόλεων: είναι τα (δημογραφικά λίγα) «παιδιά- επενδυτικά
κεφάλαια» των γονιών τους της μεταπολεμικής περιόδου, στελέχη ανερχόμενα
στον υπερπληθωρισμό πτυχίων, άτομα- νομάδες που θέλουν να ταξιδεύουν με
ένα Labtop. Τη δημογραφική τους υστέρηση θεραπεύουν και την πραγματική
τους επιβολή και κυριαρχία κατοχυρώνουν με το άνοιγμα της τάξης τους
στους ταξικά όμοιους τους μετανάστες από τις αναπτυσσόμενες χώρες
(Ινδία, Πακιστάν, Κίνα), αλλά και με τα πλήθη των «προσφύγων» ή
μεταναστών από όλο τον κόσμο, που θα τους κάνουν όλες τις δουλειές που
αυτοί δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κάνουν. Οι ειδήσεις, που δεν
πολυσυγκεντρώνουν την προσοχή των κατά τα άλλα πολυσχιδών αναλυτών, ότι
το βιοτικό επίπεδο της Ευρώπης για να στηριχθεί απαιτεί την είσοδο ακόμα
περισσοτέρων εργατικών χεριών από τον «τριτοτέταρτο» κόσμο, περνούν
απαρατήρητες, ακόμα και αν καταγράφονται σε περιοδικά όπως ο Economist
και η Die Zeit. Αυτός είναι ο «πυρήνας» του λεγόμενου προσφυγικού-
μεταναστευτικού προβλήματος. Είναι μία ακόμα ωραία αφορμή για να
σπρώχνουν πιο βαθιά στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας όλους που δεν έχουν
κάτι να κερδίσουν από όλα αυτά.
Η «λουμπενοποίηση» των άλλοτε
ευχαριστημένων μεσαίων τάξεων της Ευρώπης συνοδεύεται από οργή και άγριο
ακτιβισμό: ας δει κάποιος την κοινωνική βάση του Brexit, τον ακροδεξιό
ακτιβισμό στην (πρώην) Ανατολική Γερμανία, ακόμα ακόμα και τις διαρκείς
εξεγέρσεις των «κίτρινων γιλέκων» στη Γαλλία. Αυτή την οργή δεν μπορούν
να εκφράσουν ούτε τα αριστερά κόμματα και συνδικάτα, ούτε οι αστικές
δυνάμεις των «δημοκρατικών τόξων». Αποτυγχάνουν επίσης και όλοι αυτοί
που ναι μεν έχουν συλλάβει το πρόβλημα, όμως ζουν ακόμη στην εποχή των
ιδεολογημάτων της «πατρίδας» και της «ισλαμιστικής απειλής». Η οργή δεν
ενδιαφέρεται για τους «νέο-οθωμανισμούς» ή για την ρύθμιση της δράσης
των Μ.Κ.Ο. Είναι άλογη, απωθημένη και καταστροφική, όπως ανάλογες είναι
και οι πολιτικές που εφαρμόζονται πάνω της. Βλέποντας την καθημερινή ζωή
τους να υποβαθμίζεται δραματικά, άνθρωποι που δεν έχουν συνηθίσει να
ζουν στην Ντάκκα του Μπαγκλαντές, άνθρωποι των οποίων οι οικογένειες
τους έχουν μοχθήσει, πολεμήσει και καταστραφεί στους ευρωπαϊκούς
πολέμους, δεν έχουν άλλη διέξοδο από το να ασκήσουν βία σε όποιον τους
ασκεί βία.
Η περίπτωση της Ελλάδας και των νησιών
εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο. Είναι όμως ακόμα χειρότερη, διότι ήδη από
το 2010- επίσημα και τυπικά- η χώρα δεν αποτελεί κράτος με την έννοια
της πολιτικής φιλοσοφίας. Η πλήρης κατάρρευση, οικονομική που ακολούθησε
την πολιτισμική, δεν «φτιασιδώνεται» με αυταπάτες εκσυγχρονισμών,
δικαιωματισμών και μεταμοντέρνων σχεδίων κυβερνητικής δράσης. Ο Τούρκος
που δεν ζει με αυταπάτες, φροντίζει κάθε μέρα να στο θυμίζει. Οπότε, ο
«φτιασιδωμένος» Έλληνας προτιμά να ατενίζει την χώρα- πρότυπο της
Εσθονίας (sic!)
Μανώλης Γ. Βαρδής