Μοιάζει νόμος φυσικός, ιδίωμα της φύσης του ανθρώπου: όσο
λιγότερα ξέρει ο άνθρωπος τόσο περισσότερες βεβαιότητες να έχει. Ισως
είναι από τα συμπτώματα που ο Φρόιντ χαρακτήρισε «μεταστροφή της
ενόρμησης στο αντίθετό της» (Verkehrung ins Gegenteil) – κάποιος ειδήμων
θα μπορούσε να μας το φωτίσει.
Πάντως, η ενορμητική δοκησισοφία στην ελλαδική κοινωνία μοιάζει να έχει διαστάσεις λοιμικής. Η αμάθεια που ακκίζεται σαν γνώση, η ασχετοσύνη που αυτοβεβαιώνεται σαν προσωπική εμπειρία, η υπόνοια που εκφέρεται σαν πεποίθηση, η φήμη που λογαριάζεται σαν πληροφόρηση, είναι συμπτώματα πληθωρικά, τα συναντάει κανείς σε κάθε του βήμα.
Ολοι, στη σημερινή Ελλάδα, τα ξέρουμε όλα – αυτή την εντύπωση δίνουμε.
Συντηρούμε και κάποια έγνοια τεκμηρίωσης των λεγομένων μας, αλλά συνήθως προσχηματική, έως και γελοιώδη. Ξέρουμε τα «μυστικά» της οικονομίας και, κυρίως, το τι πρέπει να γίνει. Αναλύουμε τους χαρακτήρες των επαγγελματιών της πολιτικής και τους αξιολογούμε, ωσάν να τους έχουμε συναναστραφεί, σαν φιλαράκια. Αποφαινόμαστε για την οργάνωση και λειτουργία των θεσμών, αιτιολογούμε την παγιωμένη (βασανιστική για όλους) διάλυση και αναποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, του Σωφρονιστικού Συστήματος, της Δημόσιας Διοίκησης, την ξέφρενη σπατάλη του κοινωνικού προϊόντος για χάρη του κομματικού κράτους. Υποφέρουμε, μας δηλητηριάζει την ύπαρξη η χαμοζωή. Ομως η βεβαιότητα ότι «ξέρουμε» τις αιτίες, και με αναπόφευκτες τις διαφοροποιήσεις των βεβαιοτήτων του καθενός, εξαφανίζεται κάθε περιθώριο συν-εννόησης, συν-εργασίας. Το αδιέξοδο γίνεται νομοτέλεια, αναπότρεπτη «μοίρα».
Το πρόβλημα «παντογνωσίας» του κάθε αυτοβεβαιωμένου ελληνώνυμου αντανακλά το πολιτικό μας πρόβλημα: Εδώ, στο «προοδευτικά» εκσυγχρονιζόμενο Ελλαδιστάν, η πολιτική είναι, αποκλειστικά και μόνο, διαχειριστική, εύκολη για όλους επιδεξιότητα. Στον πολιτικό λόγο, κοινοβουλευτικό και δημοσιογραφικό, δεν υπάρχει απαίτηση (ούτε καν υποψία) για συστηματική ανάλυση και στρατηγικό σχεδιασμό – η πολιτική εξαντλείται στην αναζήτηση ευφυέστερης (δηλαδή εντυπωσιακότερης) διαχείρισης υφιστάμενων θεσμών και λειτουργιών. Τουλάχιστον τα τελευταία σαράντα έξι χρόνια, μεταρρυθμιστικές τομές, ρηξικέλευθες καινοτομίες, τόλμη αλλαγής στοχεύσεων δεν υπάρχουν, είναι αδιανόητο να υπάρξουν.
Ο φόβος για το καινούργιο, ο μεθοδικός αποκλεισμός του (ίσως για να πειθαρχεί η χώρα σε σχεδιασμούς διεθνών κέντρων εξουσίας) συντηρεί, σαν αυτονόητο μονόδρομο, τη διαχειριστική εκδοχή και πρακτική της πολιτικής. Εχει παγιωθεί και μια καινούργια γλώσσα: «Προοδευτική» πολιτική λέμε αυτήν που βελτιώνει τους οικονομικούς δείχτες, όχι τους όρους επιβίωσης και συμβίωσης. Γι’ αυτό και η μονομανία που τιτλοφορείται «προσέλκυση επενδύσεων»: Να εισέρχεται (υποτίθεται) χρήμα στη χώρα από το ξεπούλημα της χώρας.
Η έκκληση «ελάτε να επενδύσετε» σημαίνει: ελάτε να μας αγοράσετε, πουλιόμαστε φτηνά. Αγοράστε τα εκπληκτικά, φυσικά μας λιμάνια, τα αεροδρόμια, το οδικό μας δίκτυο, το ηλεκτρικό που παράγουμε, το νερό που πίνουμε, τις παραλίες μας και τα έκπαγλα νησιά μας, τις ομορφιές των βουνών μας. Αγοράστε μας, να εισρεύσει λίγο χρήμα στα ταμεία της όποιας κυβέρνησης, μήπως προλάβει να αγοράσει κι αυτή ψήφους για την επανεκλογή της διορίζοντας αργόμισθη δημοσιοϋπαλληλία. Αγοράστε μας και θα είμαστε πειθήνιοι σκλάβοι σας, οφειλέτες για μια τρίτη εκατονταετηρίδα.
Τέτοια ρεαλιστικά δεδομένα δεν τα συζητούν οι «προοδευτικές» πολιτικές (δήθεν) παρατάξεις στη χώρα μας. Διότι «όλοι ξέρουν» ότι πρόκειται για «ψευδοπροβλήματα», φληναφήματα «συντηρητικών κύκλων». Ολοι «είναι βέβαιοι» ότι ο πατριωτισμός ταυτίζεται απόλυτα με την Ακροδεξιά και τον Νεοναζισμό. Συνεχίζει, λοιπόν, η διακομματική «προοδευτική» ολιγαρχία, δίχως αιδώ ή λύπην, τον ανέμελο αυτισμό της, το ιδιοτελέστατο ξεπούλημα της χώρας.
Δεν υπάρχει κόμμα, πολιτικός σχηματισμός που να διακηρύξει ότι το πέρασμα (η μετάβαση) από τη φενάκη των μεθοδευμένων εντυπώσεων στον ρεαλισμό των πολιτικών μεταρρυθμίσεων μπορεί να ξεκινήσει μόνο από τη ριζική αλλαγή του Δημοτικού Σχολείου. Οχι για να περιμένουμε να διαμορφωθεί μια «άλλης νοοτροπίας γενιά», αλλά επειδή μια πραγματική σχολική μεταρρύθμιση (όχι λουστραρίσματα εντυπωσιασμού) αλλάζει τη σύνολη κοινωνική νοοτροπία.
Μία και μόνη κυβέρνηση τετραετίας, που θα τολμήσει μεταρρυθμιστική και όχι διαχειριστική πολιτική, μπορεί να αναχαιτίσει το αναπότρεπτο πια ιστορικό τέλος του Ελληνισμού. Το πεδίο της μάχης είναι τετραπλό. Ενα εντελώς διαφορετικό Δημοτικό Σχολείο, αμείλικτη επιβολή συνταξιοδοτικής δικαιοσύνης, άτεγκτη εκκαθάριση του ραδιοτηλεοπτικού κοπρώνα, επιστροφή στην αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα.
Τέτοια κυβέρνηση δεν πρόκειται ποτέ να προκύψει, όσο η εξουσία είναι αυτονομημένη από τη λαϊκή βούληση, μονοπώλιο μιας οικονομικής ολιγαρχίας και οικογενειών που υπουργοποιούν μειονεκτικούς βλαστούς τους μέχρι και τέταρτη γενιά. Η αφροσύνη πραξικοπημάτων έχει πια εξαλειφθεί από τον ορίζοντα των κοινωνικών πιθανοτήτων. Υπάρχουν όμως θεσμικές δυνατότητες να εκφραστεί και να τελεσφορήσει η απαίτηση υψηλόβαθμων κρατικών στελεχών για χαλιναγώγηση των μανιακών της εξουσίας κομματανθρώπων.
Πηγή: