Λέμε συχνά ότι ο χρόνος «ρέει», «κυλά» και
«φεύγει», χωρίς ποτέ να προσδιορίζουμε επακριβώς τι είδους «πράγμα»
είναι αυτό που κυλά και φεύγει ασταμάτητα ή, τουλάχιστον, ποιος ή πώς
μπορεί κανείς να μετρά την αδιάκοπη ροή του.
Αναμφίβολα, ο «χρόνος»
αποτελεί το πιο σκοτεινό και άπιαστο αντικείμενο της ανθρώπινης σκέψης
(φυσικής και μεταφυσικής): πρόκειται για κάτι που υπάρχει «πραγματικά»
ή, αντίθετα, είναι ένας βολικός τρόπος να «μετράμε» ό,τι συνεχώς
μεταβάλλεται και παρέρχεται γύρω από εμάς και μέσα μας; Αραγε, θα
συνεχίσει να κυλά αιωνίως, αδιαφορώντας για τις αδυναμίες και τις
αγωνίες των ανθρώπων, ή κάποτε θα «τελειώσει», επαναφέροντας στο μηδέν
το Σύμπαν και τους κατοίκους του;Λέγεται ότι όταν ρώτησαν τον Αϊνστάιν «τι είναι ο χρόνος;», αυτός απάντησε χωρίς περιστροφές: «Ο,τι μετράνε τα ρολόγια μας». Με αυτή την προκλητική δήλωση, ο μεγάλος ανανεωτής των παραδοσιακών εννοιών του χώρου και του χρόνου ήθελε πιθανά να μας υπενθυμίσει ότι ο χρόνος δεν είναι «κάτι τι» που μπορεί να συλληφθεί ανεξάρτητα από τον τρόπο που το μετράμε, δηλαδή ανεξάρτητα από το πώς καταγράφουμε την παρουσία του.
Εξάλλου, ο Αϊνστάιν δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επαναλαμβάνει ό,τι, πριν από δύο χιλιετίες, είχε υποστηρίξει πρώτος και ρητά ο Αριστοτέλης στο έργο του «Φυσικά» ή «Φυσική Ακρόασις»: «Διότι τούτο είναι ο χρόνος, το αριθμήσιμο ποσό (αριθμός) της κίνησης στη διάρκειά της από ένα πρότερο σε ένα ύστερο» («Φυσικά», 219 b, τόμος 2, μτφ. Β. Μπετσάκος, εκδ. Ζήτρος).
Ο χρόνος λοιπόν, σύμφωνα με τον μεγάλο Σταγειρίτη, δεν είναι παρά «αριθμός» που μετρά τη κίνηση, και μόνο ως μετρήσιμο μαθηματικό μέγεθος έχει το ακριβές φυσικό νόημα που καταγράφεται στις ενδείξεις των ρολογιών και των ημερολογίων μας! Απορρίπτοντας την επικρατούσα στην εποχή του κυκλική σύλληψη του χρόνου και τα παράδοξα της αιώνιας επιστροφής που αυτή γεννά, ο Αριστοτέλης ανοίγει πρώτος τον δρόμο για την εκκοσμίκευση και τη φυσικοποίηση της μέχρι τότε επικρατούσας μετα-φυσικής σύλληψης του χρόνου. Και είναι απορίας άξιον γιατί χρειάστηκε να περάσουν τόσοι αιώνες ώσπου να υιοθετηθεί η αριστοτελική «λύση» (με τη διττή έννοια της επίλυσης αλλά και της διάλυσης) των λογικών παραδόξων που γεννά η αιωνιότητα, δηλαδή η ιδέα ενός άχρονου κυκλικού χρόνου.
Αιωνιότητα: ο άχρονος χρόνος
Κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αλλά και αργότερα, η κυκλικότητα του χρόνου εθεωρείτο δεδομένη και προφανής. Ηταν μάλιστα κάτι που μπορούσε να το διαπιστώσει κάποιος «ιδίοις όμμασι» από την εύρυθμη και περιοδική επανάληψη των ίδιων πάντα αστρικών φαινομένων (π.χ. από την περιφορά του Ηλιου και της Σελήνης, την επανεμφάνιση σε τακτά χρονικά διαστήματα των ουράνιων σωμάτων στον ουράνιο θόλο κ.ο.κ.)
Μολονότι το ποτάμι του χρόνου φαινόταν να ρέει αδιάκοπα, ο ίδιος ο χρόνος ήταν «άπαυστος», «ατέλεστος» και «ανώλεθρος». Με άλλα λόγια ήταν αιώνιος. Ο Πλάτων τα συνοψίζει όλα αυτά θαυμάσια στον «Τίμαιο»: ο πατέρας του Σύμπαντος, δηλαδή ο Κοσμικός Νους που ενυπάρχει και ταυτίζεται με τη Φύση, «σκέφτηκε να δημιουργήσει κάποια κινητή εικόνα της αιωνιότητας. Ενώ λοιπόν έβαζε τάξη στον ουρανό, έφτιαξε και τη ρυθμικά κινούμενη εικόνα της ακίνητης στην ενότητά της αιωνιότητας – το δημιούργημα που έχουμε ονομάσει χρόνο… Ο χρόνος λοιπόν γεννήθηκε μαζί με τον ουρανό· και αφού γεννήθηκαν μαζί, θα διαλυθούν μαζί, αν βέβαια χρειαστεί ποτέ να διαλυθούν» («Τίμαιος» 37 d και 38 b, μτφ. Β. Κάλφας, εκδ. Πόλις).
Σύμφωνα με την πλατωνική κοσμογονία, ο κοσμικός Δημιουργός ρυθμίζει το ρολόι του χρόνου από τη «στιγμή» που δημιουργεί τον ουρανό, μόλις δηλαδή θέτει σε τάξη και σε εύρυθμη κίνηση το συν-παν. Συνεπώς, ο χρόνος, ως αιώνια παρών, δεν είναι κάτι μετρήσιμο αλλά, αντίθετα, είναι αυτό που μετρά την τελειότητα των προκαθορισμένων κινήσεων των ουράνιων σωμάτων, οι οποίες βέβαια δεν θα μπορούσαν παρά να είναι κυκλικές και αέναες.
Αν, όπως ισχυρίζεται ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλωτίνος, η αιωνιότητα είναι το αρχέτυπο ή το πρότυπο του χρόνου («Εννεάς Τρίτη»), τότε η ιδέα του «απείρου» αποτελεί το πρότυπο της αιωνιότητας. Πράγματι, το άπειρο δεν είναι καθόλου μια «αθώα» μαθηματική έννοια· αλλά, η έκφραση της ασίγαστης επιθυμίας του ανθρώπινου νου για αιωνιότητα. Η αφηρημένη μαθηματική ιδέα του απείρου αν χωροποιηθεί, γεννά τον απόλυτο χώρο. Ενώ αν χρονοποιηθεί, γεννά τον απόλυτο χρόνο!
Ο χρόνος ως «εικόνα» της αιωνιότητας είναι μια ατέρμονη σειρά διαδοχικών στιγμών, μια άπειρη διαδοχή από «νυν». Είναι μια ανοίκεια και καθησυχαστική κατάσταση όπου όλες οι «στιγμές» που αποτελούν τον χρόνο καταλήγουν εκεί από όπου ξεκίνησαν: στον ασάλευτο και ψυχρό ωκεανό που αποκαλείται Αιών. Μέσα σε αυτόν συνυπάρχουν αενάως και ταυτοχρόνως όλες οι στιγμές του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Αυτή την αποκρουστική εικόνα ακινησίας κάποιοι την περιγράφουν ως αιωνιότητα, κάποιοι άλλοι ως θεό και κάποιοι άλλοι ως θάνατο (βλ. δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα).
Μια επίμονη ψευδαίσθηση;
Πάντως, είναι εντυπωσιακό το πώς, συν τω χρόνω, οι μεταφυσικές ιδέες του Πλάτωνα και οι φυσικές θεωρίες του Αριστοτέλη συνδυάστηκαν με την ιουδαϊκή-χριστιανική εσχατολογική αντίληψη περί της «συντέλειας του αιώνος» ώστε να διαμορφωθεί -και τελικά να επιβληθεί- η νέα γραμμική και μαθηματικοποιημένη σύλληψη του χρόνου που επικρατεί στη δυτική σκέψη από τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα.
Ετσι, κατά τους «νεότερους χρόνους», η γνωσιακή ανάγκη εκκοσμίκευσης της αφηρημένης έννοιας του χρόνου, δηλαδή η φυσικοποίηση και η μαθηματικοποίηση του άχρονου χρόνου από τις φυσικές επιστήμες, θα αποτελέσει όχι μόνο την προϋπόθεση αλλά και τη νομιμοποίηση της νέας ιστορικής αναγκαιότητας για μια εντελώς διαφορετική διαχείριση και εκμετάλλευση του χρόνου εργασίας και ζωής των ανθρώπων στη Δύση.
Πράγματι, για την κλασική Φυσική ο πραγματικός χρόνος, σε αντίθεση με τον ανθρώπινο χρόνο, δεν κυλάει προς κάποια κατεύθυνση και δεν παράγει ποτέ τίποτα νέο. Οπως το έθεσε ο Νεύτων στην εισαγωγή του μεγάλου βιβλίου του «Philosophiae Naturalis Principia Mathematica»: «Ο απόλυτος, αληθινός και μαθηματικός χρόνος, αφεαυτός και από την ίδια του τη φύση, ρέει ομοιόμορφα χωρίς να εξαρτάται από τίποτα το εξωτερικό…».
Με άλλα λόγια, ο υποκειμενικός χρόνος που βιώνουν οι άνθρωποι, για τον Νεύτωνα αλλά και για ολόκληρη την κλασική Φυσική είναι απλώς μια ψευδαίσθηση που δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον απόλυτο -θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να πει: πλατωνικό- κοσμικό χώρο και χρόνο.
Αποψη που, παραδόξως, συμμερίζεται και ο Αϊνστάιν, ο βασικός υπαίτιος της «δολοφονίας» του απόλυτου χρόνου στη σύγχρονη Φυσική. Οπως θα εκμυστηρευθεί ο ίδιος ο Αϊνστάιν σε ένα περίφημο γράμμα του: «Η διάκριση ανάμεσα σε παρελθόν και σε μέλλον αποτελεί μόνο μια ψευδαίσθηση, έστω κι αν πρόκειται για μια επίμονη ψευδαίσθηση».
Αν όμως ο χρόνος είναι απλώς μία παράμετρος στη μαθηματική περιγραφή του Σύμπαντος, μία επιπλέον διάσταση στο τετραδιάστατο συνεχές που σήμερα ονομάζεται «χωρόχρονος», αν δηλαδή αποτελεί μόνο μια μαθηματική συντεταγμένη που αυξάνεται ή μειώνεται από το άπειρο παρελθόν στο άπειρο μέλλον, τότε γιατί το ορατό Σύμπαν δεν είναι στατικό αλλά συνεχώς εξελίσσεται;
Γιατί ο χρόνος της κοσμολογίας, της βιολογίας και της ανθρώπινης ιστορίας φαίνεται να ρέει αποκλειστικά από το παρελθόν προς το μέλλον, είναι δηλαδή ασύμμετρος και ανομοιόμορφος, δεδομένου ότι είμαστε σε θέση να διακρίνουμε σαφώς το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον; Υπάρχει εντέλει κάποια φυσική εξήγηση του γιατί όλα τα πολύπλοκα φυσικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπινων κοινωνιών, περιέχουν καταγεγραμμένο στη δομή και την ιστορία τους αποκλειστικά το παρελθόν αλλά όχι και το μέλλον τους;
Η σύντομη παρουσίαση της προϊστορίας των επιστημονικών ιδεών περί του χρόνου είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να κατανοήσουμε πόσο ρηξικέλευθες και πρωτότυπες είναι οι πιο πρόσφατες κοσμολογικές θεωρίες σχετικά με την αρχή και το τέλος του. Στο επόμενο άρθρο μας -το πρώτο στην αρχή του νέου έτους- θα εξηγήσουμε αναλυτικά γιατί η σύγχρονη επιστήμη είναι πλέον πεπεισμένη ότι το Σύμπαν δεν είναι στατικό αλλά, αντίθετα με ό,τι πιστεύαμε, εξελίσσεται διαρκώς, δημιουργώντας νέες πιο σύνθετες δομές. Γεγονός που αποδεικνύει τη δημιουργική δράση του χρόνου στην οργάνωση του Σύμπαντος. Αλλά, όπως θα δούμε, η αναγνώριση αυτής της ουσιαστικής μη αναστρεψιμότητας του χρόνου γεννά επίσης και κάποια περίεργα κοσμολογικά σενάρια, όπου το παρόν ενδέχεται να μην έχει κανένα μέλλον. Καλή Χρονιά!
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“το είναι και ο χρόνος”, 1991) είναι έργο του Νίκου Κικίλια.
Πηγή: Σπύρος Μανουσέλης