Τις τελευταίες μέρες πολλές φίλες-οι σημειώνουν, δικαιολογημένα, ότι
δεν έχει σημασία να επισημαίνεται ότι ο Ινδαρές ήταν δεξιός, γνωστός
σκηνοθέτης, ήσυχος οικογενειάρχης, γιατί θα μπορούσε και να μην ήταν.
Αν δηλαδή ήταν αναρχικός, θα έπρεπε να εισβάλει η αστυνομία στο σπίτι του; Φυσικά και όχι. Αυτονόητα πράγματα.
Αν η επισήμανση για το πόσο κανονικός είναι ο Ινδαρές συνοδεύεται από τη φράση «Μα πως είναι δυνατόν να χτυπούν έναν άνθρωπο που δεν είχε καμία σχέση με την κατάληψη και βρισκόταν απλά στο σπίτι του», οφείλουμε επισημαίνοντας ακριβώς ποιος ήταν ο Ινδαρές, να αφαιρέσουμε αυτό το πέπλο της αφελούς ερώτησης: Μα πως είναι δυνατόν;
Ναι είναι δυνατόν. Και το ότι ο Ινδαρές ήταν ένας βραβευμένος σκηνοθέτης, ένας, ίσως δεξιός ψηφοφόρος (δεν το γνωρίζουμε), κάνει όλη τη διαφορά του κόσμου για τον τρόπο που διεξάγεται η συζήτηση.
Γιατί σε όλα τα στάδια της διαδικασίας που κατέληξε στον εξευτελισμό και στον τραυματισμό αυτού του ανθρώπου και της οικογένειάς του δεν ενδιέφερε κανέναν σε ποιους ανήκε το σπίτι που βρισκόταν δίπλα στην κατάληψη.
Ας ακολουθήσουμε τη διαδρομή αυτής της διαδικασίας. Ξεκινούμε με μια πολιτική απόφαση της ΝΔ, ειλημμένη από καιρό, η οποία αφορούσε στο να παρουσιαστεί η εικόνα μιας αποφασισμένης κυβέρνησης η οποία τα βάζει με την «ανομία», άσυλο, καταλήψεις κλπ.
Αυτή η απόφαση έχει ένα επικοινωνιακό σκέλος που αφορά στην προβολή αυτών των επιχειρήσεων έτσι ώστε να δίνεται η αίσθηση αυτής της «καθαριότητας». Φυσικά αυτή η πολιτική δεν έχει μόνο επικοινωνιακές όψεις. Όντως υπάρχει διάθεση τσακίσματος οποιοδήποτε ανυπάκουου πνεύματος. Και αν σήμερα ήταν οι καταλήψεις των αναρχικών, αύριο θα είναι οι απεργίες των «κανονικών ανθρώπων» όχι ντε και καλά γιατί η liberal δεξιά, τρέφεται με αίμα, αλλά γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
Μετά την πολιτική απόφαση, υπάρχει ο σχεδιασμός μιας αστυνομικής επιχείρησης. Κλούβες, προσαγωγές, ψαξίματα σε τσάντες, παρακολουθήσεις. Η πολιτική επιθυμία συναντά την αστυνομική επιθυμία και το φρόνημα των ανδρών της αστυνομίας που όταν εκλέχτηκε η δεξιά, πανηγύριζαν λέγοντας «επιτέλους θα τους γαμήσουμε».
Μετά έρχεται ο σχεδιασμός της συγκεκριμένης επιχείρησης. Το άδειασμα της κατάληψης στο Κουκάκι. Αρχιαστυνόμοι και αστυνόμοι, σχεδιάζουν το μπουκάρισμα στην κατάληψη. Σε αυτό τον σχεδιασμό ή στον επανασχεδιασμό εκείνης της στιγμής, υπάρχει η απόφαση να χρησιμοποιηθεί το σπίτι του Ινδαρέ για να ανέβουν στην Ταράτσα. Σε όλη αυτή τη διαδρομή που ξεκινά από την πολιτική απόφαση και γίνεται επιχειρησιακό σχέδιο, τη μηχανή εξουσίας φυσικά δεν την αφορά το ποιοι κατοικούν στο σπίτι. Λογικό.
Η μηχανή προς στιγμή ξαφνιάζεται, γιατί ο Ινδαρές, ως σκεπτόμενος και ελεύθερος άνθρωπος, αρνείται την παραβίαση του οικογενειακού του ασύλου και ρωτά αν υπάρχει ένταλμα. Η μηχανή δεν ακούει, δεν σκέφτεται. Εξάλλου οι ματατζήδες που βρίσκονται εκεί για να υλοποιήσουν την απόφαση, έχουν εκπαιδευτεί για να μην ακούν και να μην σκέφτονται.
Δεν τους ενδιαφέρει τι λέει η οικογένεια, αν υπάρχει χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σαλόνι, αν υπάρχει γυναίκα , παιδιά, αν οι άνθρωποι φορούν πυτζάμες. Έχουν βάλει τον ήχο στο mute, έχουν ανέβει στην ταράτσα ως ρομπότ και απειλούν, χτυπούν, εξευτελίζουν.
Αν ίσως κάτι ακούνε είναι οι κραυγές του Ινδαρέ, που ευτυχώς ηχογραφήθηκαν. Ο ήχος που βγαίνει από το στόμα του, τους φαίνεται ενοχλητικός. Λέει κάτι για ελεύθερους ανθρώπους και αναρχικούς. Μια φευγαλέα σκέψη περνά από το άδειο μυαλό τους. «Αφού μένει εδώ δίπλα και αυτός αναρχικός θα είναι.» Η πολιτική απόφαση έχει τηρηθεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Πατέρας και παιδιά, έχουν συλληφθεί και μεταφερθεί με βάναυσο τρόπο στην αστυνομία. Η μηχανή της εξουσίας δεν ακούει τους ενοχλητικούς θορύβους. Δεν την ενδιαφέρει ποιος είναι ο Ινδαρές.
Στο μεταξύ όμως στη γειτονιά, υπάρχουν άνθρωποι, σκεπτόμενα ζωντανά υποκείμενα, που ακούν, ηχογραφούν και γνωρίζουν τι πραγματικά έγινε. Υπάρχουν επίσης και φίλοι, συνεργάτες, άνθρωποι που έχουν πρόσβαση στα μέσα μαζικής (και λιγότερο μαζικής) ενημέρωσης οι οποίοι υπερασπίζονται τον Ινδαρέ. Και μέσα σε αυτή τους την υπεράσπιση , αυτονόητα εμφανίζεται το επιχείρημα «Παιδιά ο άνθρωπος δεν είχε καμία σχέση» όχι μόνο ως απορία του σαστισμένου μέσου όρου της κοινωνίας, αλλά και ως επιχείρημα που ενισχύει το πόσο λογικά παράλογα συμπεριφέρεται η μηχανή της εξουσίας.
Και μετά γυρνάμε πάλι σε αυτούς που πήραν την πολιτική απόφαση, οι οποίοι αρχίζουν να ξαναέχουν ήχο και οι οποίοι μάλλον ως πολιτικά υποκείμενα πια αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η επιχείρηση κατέληξε σε φιάσκο, ότι έκαναν πατάτα κλπ. Και μέσα στην προσπάθεια τους να καλύψουν το έγκλημα τα κάνουν όλο και χειρότερα. Γιατί δεν τους περνά από το μυαλό, να παραιτηθούν. Γιατί ελπίζουν να κοπάσει ο χαμός γρήγορα και να ξεχαστεί με κάτι άλλο που θα προκύψει ή θα σκηνοθετήσουν.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναδεικνύεται ο λογικός, ο φυσιολογικός παραλογισμός της εξουσίας και της κυβέρνησης της Ν.Δ. Και μέσα σε αυτές τις συνθήκες τα λόγια του Ινδαρέ και της συντρόφου του αποκτούν μεγαλύτερη δύναμη.
Προσοχή, το χειρότερο πράγμα που μπορούσαν οι άνθρωποι αυτοί να σκεφτούν είναι ότι η αστυνομία, συμπεριφέρεται χειρότερα από τους αναρχικούς, γιατί οι αναρχικοί τους σεβάστηκαν ενώ αυτοί όχι.
Και έτσι με αυτόν τον εντελώς αυθεντικό τρόπο, με τις λέξεις αυτού του στρώματος της κοινωνίας, με τα ίδια τα λόγια του Ινδαρέ, καταρρέει η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε αναρχικούς και κανονικούς και αναδεικνύεται η μόνη δυνατή φωνή που απλώνεται οργισμένα πάνω από την πόλη μας, όπως την φώναξε ο άνθρωπος στις μηχανές, πάνω στην ιδιόκτητη ταράτσα του.
« Η φυσική κατάσταση είναι να είμαστε ελεύθεροι».
Κατερίνα Σεργίδου
Αν δηλαδή ήταν αναρχικός, θα έπρεπε να εισβάλει η αστυνομία στο σπίτι του; Φυσικά και όχι. Αυτονόητα πράγματα.
Αν η επισήμανση για το πόσο κανονικός είναι ο Ινδαρές συνοδεύεται από τη φράση «Μα πως είναι δυνατόν να χτυπούν έναν άνθρωπο που δεν είχε καμία σχέση με την κατάληψη και βρισκόταν απλά στο σπίτι του», οφείλουμε επισημαίνοντας ακριβώς ποιος ήταν ο Ινδαρές, να αφαιρέσουμε αυτό το πέπλο της αφελούς ερώτησης: Μα πως είναι δυνατόν;
Ναι είναι δυνατόν. Και το ότι ο Ινδαρές ήταν ένας βραβευμένος σκηνοθέτης, ένας, ίσως δεξιός ψηφοφόρος (δεν το γνωρίζουμε), κάνει όλη τη διαφορά του κόσμου για τον τρόπο που διεξάγεται η συζήτηση.
Γιατί σε όλα τα στάδια της διαδικασίας που κατέληξε στον εξευτελισμό και στον τραυματισμό αυτού του ανθρώπου και της οικογένειάς του δεν ενδιέφερε κανέναν σε ποιους ανήκε το σπίτι που βρισκόταν δίπλα στην κατάληψη.
Ας ακολουθήσουμε τη διαδρομή αυτής της διαδικασίας. Ξεκινούμε με μια πολιτική απόφαση της ΝΔ, ειλημμένη από καιρό, η οποία αφορούσε στο να παρουσιαστεί η εικόνα μιας αποφασισμένης κυβέρνησης η οποία τα βάζει με την «ανομία», άσυλο, καταλήψεις κλπ.
Αυτή η απόφαση έχει ένα επικοινωνιακό σκέλος που αφορά στην προβολή αυτών των επιχειρήσεων έτσι ώστε να δίνεται η αίσθηση αυτής της «καθαριότητας». Φυσικά αυτή η πολιτική δεν έχει μόνο επικοινωνιακές όψεις. Όντως υπάρχει διάθεση τσακίσματος οποιοδήποτε ανυπάκουου πνεύματος. Και αν σήμερα ήταν οι καταλήψεις των αναρχικών, αύριο θα είναι οι απεργίες των «κανονικών ανθρώπων» όχι ντε και καλά γιατί η liberal δεξιά, τρέφεται με αίμα, αλλά γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
Μετά την πολιτική απόφαση, υπάρχει ο σχεδιασμός μιας αστυνομικής επιχείρησης. Κλούβες, προσαγωγές, ψαξίματα σε τσάντες, παρακολουθήσεις. Η πολιτική επιθυμία συναντά την αστυνομική επιθυμία και το φρόνημα των ανδρών της αστυνομίας που όταν εκλέχτηκε η δεξιά, πανηγύριζαν λέγοντας «επιτέλους θα τους γαμήσουμε».
Μετά έρχεται ο σχεδιασμός της συγκεκριμένης επιχείρησης. Το άδειασμα της κατάληψης στο Κουκάκι. Αρχιαστυνόμοι και αστυνόμοι, σχεδιάζουν το μπουκάρισμα στην κατάληψη. Σε αυτό τον σχεδιασμό ή στον επανασχεδιασμό εκείνης της στιγμής, υπάρχει η απόφαση να χρησιμοποιηθεί το σπίτι του Ινδαρέ για να ανέβουν στην Ταράτσα. Σε όλη αυτή τη διαδρομή που ξεκινά από την πολιτική απόφαση και γίνεται επιχειρησιακό σχέδιο, τη μηχανή εξουσίας φυσικά δεν την αφορά το ποιοι κατοικούν στο σπίτι. Λογικό.
Η μηχανή προς στιγμή ξαφνιάζεται, γιατί ο Ινδαρές, ως σκεπτόμενος και ελεύθερος άνθρωπος, αρνείται την παραβίαση του οικογενειακού του ασύλου και ρωτά αν υπάρχει ένταλμα. Η μηχανή δεν ακούει, δεν σκέφτεται. Εξάλλου οι ματατζήδες που βρίσκονται εκεί για να υλοποιήσουν την απόφαση, έχουν εκπαιδευτεί για να μην ακούν και να μην σκέφτονται.
Δεν τους ενδιαφέρει τι λέει η οικογένεια, αν υπάρχει χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σαλόνι, αν υπάρχει γυναίκα , παιδιά, αν οι άνθρωποι φορούν πυτζάμες. Έχουν βάλει τον ήχο στο mute, έχουν ανέβει στην ταράτσα ως ρομπότ και απειλούν, χτυπούν, εξευτελίζουν.
Αν ίσως κάτι ακούνε είναι οι κραυγές του Ινδαρέ, που ευτυχώς ηχογραφήθηκαν. Ο ήχος που βγαίνει από το στόμα του, τους φαίνεται ενοχλητικός. Λέει κάτι για ελεύθερους ανθρώπους και αναρχικούς. Μια φευγαλέα σκέψη περνά από το άδειο μυαλό τους. «Αφού μένει εδώ δίπλα και αυτός αναρχικός θα είναι.» Η πολιτική απόφαση έχει τηρηθεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Πατέρας και παιδιά, έχουν συλληφθεί και μεταφερθεί με βάναυσο τρόπο στην αστυνομία. Η μηχανή της εξουσίας δεν ακούει τους ενοχλητικούς θορύβους. Δεν την ενδιαφέρει ποιος είναι ο Ινδαρές.
Στο μεταξύ όμως στη γειτονιά, υπάρχουν άνθρωποι, σκεπτόμενα ζωντανά υποκείμενα, που ακούν, ηχογραφούν και γνωρίζουν τι πραγματικά έγινε. Υπάρχουν επίσης και φίλοι, συνεργάτες, άνθρωποι που έχουν πρόσβαση στα μέσα μαζικής (και λιγότερο μαζικής) ενημέρωσης οι οποίοι υπερασπίζονται τον Ινδαρέ. Και μέσα σε αυτή τους την υπεράσπιση , αυτονόητα εμφανίζεται το επιχείρημα «Παιδιά ο άνθρωπος δεν είχε καμία σχέση» όχι μόνο ως απορία του σαστισμένου μέσου όρου της κοινωνίας, αλλά και ως επιχείρημα που ενισχύει το πόσο λογικά παράλογα συμπεριφέρεται η μηχανή της εξουσίας.
Και μετά γυρνάμε πάλι σε αυτούς που πήραν την πολιτική απόφαση, οι οποίοι αρχίζουν να ξαναέχουν ήχο και οι οποίοι μάλλον ως πολιτικά υποκείμενα πια αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η επιχείρηση κατέληξε σε φιάσκο, ότι έκαναν πατάτα κλπ. Και μέσα στην προσπάθεια τους να καλύψουν το έγκλημα τα κάνουν όλο και χειρότερα. Γιατί δεν τους περνά από το μυαλό, να παραιτηθούν. Γιατί ελπίζουν να κοπάσει ο χαμός γρήγορα και να ξεχαστεί με κάτι άλλο που θα προκύψει ή θα σκηνοθετήσουν.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναδεικνύεται ο λογικός, ο φυσιολογικός παραλογισμός της εξουσίας και της κυβέρνησης της Ν.Δ. Και μέσα σε αυτές τις συνθήκες τα λόγια του Ινδαρέ και της συντρόφου του αποκτούν μεγαλύτερη δύναμη.
Προσοχή, το χειρότερο πράγμα που μπορούσαν οι άνθρωποι αυτοί να σκεφτούν είναι ότι η αστυνομία, συμπεριφέρεται χειρότερα από τους αναρχικούς, γιατί οι αναρχικοί τους σεβάστηκαν ενώ αυτοί όχι.
Και έτσι με αυτόν τον εντελώς αυθεντικό τρόπο, με τις λέξεις αυτού του στρώματος της κοινωνίας, με τα ίδια τα λόγια του Ινδαρέ, καταρρέει η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε αναρχικούς και κανονικούς και αναδεικνύεται η μόνη δυνατή φωνή που απλώνεται οργισμένα πάνω από την πόλη μας, όπως την φώναξε ο άνθρωπος στις μηχανές, πάνω στην ιδιόκτητη ταράτσα του.
« Η φυσική κατάσταση είναι να είμαστε ελεύθεροι».
Κατερίνα Σεργίδου
Πηγή: