Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Ορισμένες φορές, διαβάζοντας και ακούγοντας το τι λέγεται και γράφεται στην Ελλάδα αυτή την εποχή, για οποιοδήποτε θέμα, έχει κανείς την εντύπωση ότι η χώρα έχει πάθει βαριά παράκρουση.
Όταν όμως η «παράκρουση» εκδηλώνεται σε κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, τότε αφήνει το περιθώριο και δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα στους πάμπολλους (και ασφαλώς όχι μόνο την Τουρκία) παίκτες που παίζουν στην περιοχή μας τα πολύ επικίνδυνα παιχνίδια τους να παρέμβουν δημιουργώντας επικίνδυνες καταστάσεις.
Διαμαρτύρεται μια «εθνικόφρων» εφημερίδα της Δεξιάς γιατί, όπως ισχυρίζεται, η κυβέρνηση αποφάσισε, προ του φόβου τουρκικών αντιδράσεων, να μην φτιάξει κέντρο προσφύγων και μεταναστών στην ακατοίκητη νήσο Λεβίθα.
Πολύ καλά έκανε η κυβέρνηση και το περίεργο είναι κατ΄ αρχήν ότι της πέρασε μια τέτοια ιδέα από το κεφάλι. Υπάρχουν πολλά άλλα μέρη να εγκατασταθούν αυτά τα κέντρα. Ποιανού ήταν η φαεινή ιδέα να πάνε να τα εγκαταστήσουν σε αμφισβητούμενη από την Τουρκία νήσο πολύ κοντύτερα στις τουρκικές ακτές απ’ ότι στην ελληνική ηπειρωτική χώρα; Μήπως αυτός που την διατύπωσε την κουβέντιασε προηγουμένως με κάποιον ξένο;
Το γράφουμε αυτό το τελευταίο γιατί εμπειρικά, παρακολουθώντας και επαγγελματικά τα ζητήματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, διαπιστώσαμε από το 2010, τη συνεχή δράση κέντρων και στην Ελλάδα και στην Τουρκία που θέλουν κατά καιρούς, και με διαφορετικές κάθε φορά αφορμές, να δημιουργήσουν μηχανισμούς πρόκλησης έντασης και κρίσης, ακόμα και όταν δεν υφίσταται λόγος.
Η ίδια η εγκατάσταση σε μια ακατοίκητη σήμερα νήσο ενός μεγάλου αλλογενούς και δυνητικά εχθρικού πληθυσμού υπονομεύει, δεν ενισχύει την εθνική κυριαρχία μας. Αν αύριο εξεγερθεί αυτός ο πληθυσμός τι θα γίνει; Αν η Τουρκία εκδηλώσει το ενδιαφέρον της για την κατάσταση τι θα γίνει;
Όπως γνωρίζουμε η Τουρκία αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου που δεν αναφέρονται ονομαστικά στη συνθήκη της Λωζάννης. Η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη να πάει και σε πόλεμο ακόμα, ως ύστατο μέσο ασφαλώς, για να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα σε αυτά τα νησιά εφόσον απειληθούν έμπρακτα.
Δεν είναι όμως καθόλου η ώρα να επιχειρήσει η Ελλάδα μονομερώς την αλλαγή του ντε φάκτο στάτους κβο στο Αιγαίο. Διότι είναι η χειρότερη στιγμή για να προκαλέσει μια ενδεχόμενη κρίση με την Τουρκία, και από την άποψη της κατάστασης στην οποία βρίσκεται, και από την άποψη της πλήρους απουσίας αξιόπιστων συμμάχων της Ελλάδας (σε αντίθεση με την Τουρκία) και από την άποψη της ευρύτερης αστάθειας στην περιοχή και της ύπαρξης διεθνών κέντρων που ενδεχομένως ενδιαφέρονται να προκαλέσουν, για δικούς τους λόγους, μια κρίση ή και μια σύγκρουση Ελλάδας και Τουρκίας, που θα αποβεί καταστροφική και για τις δύο χώρες.
Αφήστε που, όταν ξεκινάει κανείς τέτοιες ιστορίες πρέπει να έχει και ένα στρατηγικό σχέδιο στο κεφάλι του. Το ελληνικό κράτος σήμερα όχι μόνο σχέδιο δεν έχει, δεν διαθέτει ούτε καν τη δυνατότητα να επεξεργασθεί κάτι τέτοιο.
Το καλύτερο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε στα ελληνοτουρκικά, υπό τις παρούσες ιστορικές συνθήκες, είναι η διατήρηση του σημερινού στάτους κβο. ‘Οποτε η Ελλάδα ή η Κύπρος έκαναν, συνήθως με την παρότρυνση ξένων κέντρων, και όχι με μια επεξεργασμένη εθνική στρατηγική, διάφορες εξυπνάδες, ξέρουμε πολύ καλά που κατέληξαν.
Πρόσφατο άλλωστε είναι και το παράδειγμα της Κύπρου που έδωσε τα πετρέλαιά της στους Αμερικανούς, χωρίς καν να φροντίσει να αποσπάσει εγγυήσεις για την απολύτως προβλέψιμη συνέχεια. Παρακολουθεί τώρα ανήμπορη τα τουρκικά σκάφη να κάνουν ότι θέλουν ακόμα και νοτίως του νησιού. Τα άλλα ιστορικά παραδείγματα που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε είναι πολύ πιο τραγικά. Με επιδείξεις «υπερπατριωτισμού» και «εθνικοφροσύνης» χάσαμε τον μικρασιατικό ελληνισμό και τη μισή Κύπρο.
Το επαναλαμβάνουμε. Καμιά ανοχή σε καταπάτηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων από την Τουρκία, καμία μονομερής μεταβολή της ντε φάκτο κατάστασης πραγμάτων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο.
Εκεί που οφείλει να αντιδράσει η χώρα χρησιμοποιώντας όλους τους μοχλούς στη διάθεσή της, αποφασιστικά, είναι στο να εξηγήσει με λόγια, κι αν χρειαστεί και με έργα στην ‘Αγκυρα, ότι πρέπει να σταματήσει τη μαζική διοχέτευση μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα, αν θέλει να διατηρήσει με τη χώρα μας υποφερτές, αν όχι καλές σχέσεις, που είναι προς το καλώς νοούμενο συμφέρον και της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Ορισμένες φορές, διαβάζοντας και ακούγοντας το τι λέγεται και γράφεται στην Ελλάδα αυτή την εποχή, για οποιοδήποτε θέμα, έχει κανείς την εντύπωση ότι η χώρα έχει πάθει βαριά παράκρουση.
Όταν όμως η «παράκρουση» εκδηλώνεται σε κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, τότε αφήνει το περιθώριο και δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα στους πάμπολλους (και ασφαλώς όχι μόνο την Τουρκία) παίκτες που παίζουν στην περιοχή μας τα πολύ επικίνδυνα παιχνίδια τους να παρέμβουν δημιουργώντας επικίνδυνες καταστάσεις.
Διαμαρτύρεται μια «εθνικόφρων» εφημερίδα της Δεξιάς γιατί, όπως ισχυρίζεται, η κυβέρνηση αποφάσισε, προ του φόβου τουρκικών αντιδράσεων, να μην φτιάξει κέντρο προσφύγων και μεταναστών στην ακατοίκητη νήσο Λεβίθα.
Πολύ καλά έκανε η κυβέρνηση και το περίεργο είναι κατ΄ αρχήν ότι της πέρασε μια τέτοια ιδέα από το κεφάλι. Υπάρχουν πολλά άλλα μέρη να εγκατασταθούν αυτά τα κέντρα. Ποιανού ήταν η φαεινή ιδέα να πάνε να τα εγκαταστήσουν σε αμφισβητούμενη από την Τουρκία νήσο πολύ κοντύτερα στις τουρκικές ακτές απ’ ότι στην ελληνική ηπειρωτική χώρα; Μήπως αυτός που την διατύπωσε την κουβέντιασε προηγουμένως με κάποιον ξένο;
Το γράφουμε αυτό το τελευταίο γιατί εμπειρικά, παρακολουθώντας και επαγγελματικά τα ζητήματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, διαπιστώσαμε από το 2010, τη συνεχή δράση κέντρων και στην Ελλάδα και στην Τουρκία που θέλουν κατά καιρούς, και με διαφορετικές κάθε φορά αφορμές, να δημιουργήσουν μηχανισμούς πρόκλησης έντασης και κρίσης, ακόμα και όταν δεν υφίσταται λόγος.
Η ίδια η εγκατάσταση σε μια ακατοίκητη σήμερα νήσο ενός μεγάλου αλλογενούς και δυνητικά εχθρικού πληθυσμού υπονομεύει, δεν ενισχύει την εθνική κυριαρχία μας. Αν αύριο εξεγερθεί αυτός ο πληθυσμός τι θα γίνει; Αν η Τουρκία εκδηλώσει το ενδιαφέρον της για την κατάσταση τι θα γίνει;
Όπως γνωρίζουμε η Τουρκία αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου που δεν αναφέρονται ονομαστικά στη συνθήκη της Λωζάννης. Η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη να πάει και σε πόλεμο ακόμα, ως ύστατο μέσο ασφαλώς, για να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα σε αυτά τα νησιά εφόσον απειληθούν έμπρακτα.
Δεν είναι όμως καθόλου η ώρα να επιχειρήσει η Ελλάδα μονομερώς την αλλαγή του ντε φάκτο στάτους κβο στο Αιγαίο. Διότι είναι η χειρότερη στιγμή για να προκαλέσει μια ενδεχόμενη κρίση με την Τουρκία, και από την άποψη της κατάστασης στην οποία βρίσκεται, και από την άποψη της πλήρους απουσίας αξιόπιστων συμμάχων της Ελλάδας (σε αντίθεση με την Τουρκία) και από την άποψη της ευρύτερης αστάθειας στην περιοχή και της ύπαρξης διεθνών κέντρων που ενδεχομένως ενδιαφέρονται να προκαλέσουν, για δικούς τους λόγους, μια κρίση ή και μια σύγκρουση Ελλάδας και Τουρκίας, που θα αποβεί καταστροφική και για τις δύο χώρες.
Αφήστε που, όταν ξεκινάει κανείς τέτοιες ιστορίες πρέπει να έχει και ένα στρατηγικό σχέδιο στο κεφάλι του. Το ελληνικό κράτος σήμερα όχι μόνο σχέδιο δεν έχει, δεν διαθέτει ούτε καν τη δυνατότητα να επεξεργασθεί κάτι τέτοιο.
Το καλύτερο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε στα ελληνοτουρκικά, υπό τις παρούσες ιστορικές συνθήκες, είναι η διατήρηση του σημερινού στάτους κβο. ‘Οποτε η Ελλάδα ή η Κύπρος έκαναν, συνήθως με την παρότρυνση ξένων κέντρων, και όχι με μια επεξεργασμένη εθνική στρατηγική, διάφορες εξυπνάδες, ξέρουμε πολύ καλά που κατέληξαν.
Πρόσφατο άλλωστε είναι και το παράδειγμα της Κύπρου που έδωσε τα πετρέλαιά της στους Αμερικανούς, χωρίς καν να φροντίσει να αποσπάσει εγγυήσεις για την απολύτως προβλέψιμη συνέχεια. Παρακολουθεί τώρα ανήμπορη τα τουρκικά σκάφη να κάνουν ότι θέλουν ακόμα και νοτίως του νησιού. Τα άλλα ιστορικά παραδείγματα που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε είναι πολύ πιο τραγικά. Με επιδείξεις «υπερπατριωτισμού» και «εθνικοφροσύνης» χάσαμε τον μικρασιατικό ελληνισμό και τη μισή Κύπρο.
Το επαναλαμβάνουμε. Καμιά ανοχή σε καταπάτηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων από την Τουρκία, καμία μονομερής μεταβολή της ντε φάκτο κατάστασης πραγμάτων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο.
Εκεί που οφείλει να αντιδράσει η χώρα χρησιμοποιώντας όλους τους μοχλούς στη διάθεσή της, αποφασιστικά, είναι στο να εξηγήσει με λόγια, κι αν χρειαστεί και με έργα στην ‘Αγκυρα, ότι πρέπει να σταματήσει τη μαζική διοχέτευση μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα, αν θέλει να διατηρήσει με τη χώρα μας υποφερτές, αν όχι καλές σχέσεις, που είναι προς το καλώς νοούμενο συμφέρον και της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Πηγή: