Η ανάπτυξη ήταν από την αρχή της ελληνικής κρίσης και παραμένει η μοναδική ελπίδα επιβίωσης της χώρας. Με τις τρέχουσες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας, όμως, δεν αρκεί να καταστρώσει κανείς ένα αναπτυξιακό σχέδιο. Και τούτο, διότι το πρώτο που οφείλει να απαντηθεί μέσα από ένα τέτοιο σχέδιο είναι το από πού αναμένεται να έρθει αυτή η ανάπτυξη.
Οι μακροοικονομολόγοι γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει θεωρία ανάπτυξης και ότι η έναρξη και η συνέχισή της δεν υπόκειται σε κανόνες, που μπορεί να επαναλαμβάνονται και να μεταφυτεύονται από οικονομία σε οικονομία. Ωστόσο, υπάρχει γενική παραδοχή ότι η έναρξη της ανάπτυξης αδυνατεί να συμβεί σε οικονομία με χρόνια κατάσταση αντιπληθωρισμού.
Ότι επίσης η εφαρμογή λιτότητας αποκλείει την έλευσή της, ότι η ανάπτυξη κατεστραμμένης οικονομίας (όπως η ελληνική εξαιτίας των Μνημονίων) απαιτεί καταρχήν τεράστια ποσά επενδύσεων, τα οποία να ριχτούν απότομα και όχι σταδιακά. Σημειώνεται ότι ο ΣΕΒ (Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών) είχε προσδιορίσει, πριν δύο περίπου χρόνια, αυτό το απαραίτητο ποσό σε 100 δισεκατομμύρια ευρώ, το οποίο κρίνω ανεπαρκές.
Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων (αν βέβαια πρόκειται για επενδυτές και όχι για άρπαγες του δημόσιου πλούτου) απαιτεί την ικανοποίηση πλήθους κριτηρίων που δεν υπάρχουν στην περίπτωσή μας. Επιπλέον, η προτίμησή τους στρέφεται γενικώς προς προηγμένες οικονομίες και προς πολύ δυναμικές αναδυόμενες, όπως η Κίνα. Να την περιμένουμε, λοιπόν, την ανάπτυξη, και γιατί όχι, να καταστρώνουμε και αναπτυξιακά σχέδια μακροχρόνια, αν αυτό μας διασκεδάζει. Αλλά, ωστόσο, να συνειδητοποιούμε ότι με τις παρούσες συνθήκες και τις μελλοντικές --αν δεν υπάρξουν σοβαρές μεταβολές-- όλα αυτά κινούνται στο χώρο των ευχολογίων.
Στην ελληνική οικονομία δεν πετάει ο γάιδαρος
Το ελληνικό πρόβλημα δεν λύνεται δυστυχώς απλώς με την αλλαγή κυβερνήσεων. Όσες κυβερνήσεις και αν αλλάξει αυτή η χώρα, αν παραμείνει στις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις, είναι χαμένη, ίσως για δεκαετίες. Και όχι απλώς οικονομικά, αλλά και εθνικά, εφόσον θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι οι εκβιασμοί για τα εθνικά μας θέματα, που έχουν ήδη αρχίσει, θα συνεχιστούν εντονότερα, με βάση το χρέος.Η μόνη ορθολογική και ευνοϊκή για την Ελλάδα πρόταση στο διάστημα των προηγούμενων ετών έγινε από τους μοναδικούς μας φίλους τους Γάλλους. Όπως θα έπρεπε να αναμένεται, όμως, απορρίφθηκε από τους υπολοίπους. Αναφέρομαι στη διασύνδεση των ελληνικών υποχρεώσεων εξυπηρέτησης του χρέους με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Οι αποκαλούμενες υποτιμητικά "λαϊκίστικες" κυβερνήσεις κατακλύζουν η μία μετά την άλλη, την Ευρώπη. Αξίζει τον κόπο, ο καθένας μας να μην επαφίεται στις εύκολες κριτικές εναντίον τους, που είναι κατανοητό να προέρχονται από το πανικόβλητο παραδοσιακό πολιτικό κατεστημένο. Ο καθένας μας αξίζει να προσπαθήσει να αποκτήσει δική του αντικειμενική κρίση γι' αυτές και κυρίως για τα μέχρι τώρα αποτελέσματα της πολιτικής τους, εάν είναι ικανοποιητικά για τους πολίτες των χωρών τους.
Όσοι από εμάς δεν συμφωνούν με την πορεία της ελληνικής οικονομίας, αλλά και με την πορεία των εθνικών θεμάτων, χαρακτηρίστηκαν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με ασύγγνωστη ευκολία σαν ακραίοι, εθνικιστές ή και φασίστες. Κι όλα αυτά τα βαρύγδουπα, επειδή αρνήθηκαν να δεχθούν ότι "πετάει ο γάιδαρος". Η Ισλανδία τόλμησε να αντιταχθεί στην ΕΕ. Πέρασε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Αλλά, τώρα, το κατά κεφαλή της εισόδημα είναι μεταξύ των υψηλότερων της υφηλίου, η ανεργία της είναι αυτή που συνυπάρχει με πλήρη απασχόληση και βαδίζει προς το μέλλον με αισιοδοξία.
Στην Ευρώπη, αντιτάχθηκαν και άλλες οικονομίες στην ευρωπαϊκή πολιτική: Αυστρία, Νορβηγία, Ουγγαρία, Τσεχία, Πολωνία, Ρουμανία και η Ιταλία επί της συμμαχικής κυβέρνησης του Κινήματος των 5 Αστέρων και της Λέγκας. Δεν είναι κακό για μια οικονομία να αναγνωρίσει ότι οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές πολιτικής είναι ακατάλληλες για την περίπτωσή της. Κακό είναι να εξακολουθήσει να εφαρμόζει πολιτικές που, εν γνώσει της, την εξουθενώνουν.
Πηγή: