Είναι απορίας άξιο, ότι δεν αναρωτιέσαι ποτέ που πάει ο κόσμος όταν κλείνεις τον τηλεοπτικό σου δέκτη, όταν αποσυνδέεσαι (αλλά δεν γλιτώνεις) από τα δίχτυα της κοινωνικής δικτύωσης. Είναι απορίας άξιο που η εικόνα ενός παιδιού που το αρπάζουν οι οπλοφόροι προστάτες του «ευρωπαϊκού τρόπου ζωής», το χώνουν σε μια κλούβα και το μεταφέρουν σε κάποιο «πουθενά» δεν σου αφήνει καμιά απορία. Είναι, απορίας άξιο πόση έρημος χωράει στην ψυχή σου, αφού δεν απορείς και δεν εξίστασαι. Πως, λοιπόν να φανταστείς, ότι σ’ αυτή την απέραντη έρημο της ψυχής σου πηγαίνουν τα παιδιά που ο «ευρωπαϊκός» και ο παγκόσμιος «δυτικός τρόπος ζωής» τα άρπαξε απ’ τον ύπνο τους, από το σπιτικό τους, από το χώμα που πατούσαν και τα πέταξε (ναι, κυριολεκτικώς τα πέταξε) μπροστά στα πόδια σου. Πως καταφέρνεις να μην τα βλέπεις, πως καταφέρνεις να μην σκεφτείς ότι λίγο αν προσπαθούσες να δεις, ο κόσμος θα ήταν άλλος.
Αρκεί ένα βλέμμα σου για ν’ αλλάξει ο κόσμος. Ένα μονάχα βλέμμα σου
και η αρχή που είναι το ήμισυ του παντός θα έχει ήδη γίνει. Φαντάσου
τούτο μονάχα: φαντάσου. Ένα μονάχα βλέμμα σου και ο κόσμος θα είναι
άλλος. Φαντάσου τα δισεκατομμύρια που ξοδεύονται γι’ αυτό το ερημωμένο
βλέμμα σου που απερημώνει τον μακρινό Αμαζόνιο (τόσες γλώσσες θεών και
ανθρώπων και φύσεων) και το κοντινό, σε απόσταση αναπνοής, βλέμμα ενός
αρπαγμένου παιδιού.
Προσπάθησε να κοιτάξεις αυτά τα παιδιά που δεν έχουν άλλο τρόπο να υπάρξουν, παρά κοιτάζοντάς σε. Είναι τα παιδιά που τρέφονται από την ώρα που γεννήθηκαν με τα αναμμένα κάρβουνα του τρόμου και της έσχατης ένδειας που είναι η έλλειψη ζωής. Είναι τα παιδιά με το κορμί στα μάτια. Έτσι έμαθαν. Γιατί το κορμάκι τους είναι η μόνη τους περιουσία, η μόνη τους πατρίδα, το μόνο χώμα όπου πατούν και προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους για να δημιουργήσουν «Γη και Ελευθερία». Είναι τα παιδιά που δεν τα ξυπνάει κανένα «Πρωινό άστρο» κι ούτε τα νανουρίζει το αχανές των παραμυθιών, το χέρι της μητέρας «που φτιάχνει τα σκεπάσματα ή διορθώνει την κουνουπιέρα» όπως λέει ο Γιώργος Σεφέρης. Είναι τα παιδιά που δεν θα πούνε ποτέ «δέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε», γιατί η καρδιά τους είναι δεμένη πισθάγκωνα από την φρίκη. Κοίταξέ τα.
Κοίταξέ τα καθώς βροντάνε οι πραιτοριανοί την πόρτα του ταραγμένου τους ύπνου, την σπάζουν και η νύχτα κυλάει σαν κομμένο κεφάλι στα χεράκια τους. Τρόμος και πάλι. Και τότε το κορμί ανεβαίνει στα μάτια τους και γίνονται ολόκληρα βλέμμα. Ένα βλέμμα καμωμένο από κορμί. Αυτό το σύγκορμο βλέμμα των αρπαγμένων παιδιών. Αυτό το βλέμμα που το κουβαλούν απ’ το σβέρκο οι ύαινες της τηλοψίας, των υπουργικών συνεδριάσεων και των ασυγκράτητων χαρτοφυλακίων, στις φωλιές τους.
Κοίταξέ το αυτό το τσακισμένο κορμί που έχει μονάχα βλέμμα, ένα βλέμμα πιο μεγάλο απ’ όλες τις οθόνες του κόσμου. Κι αν δεν μπορείς να δεις, τουλάχιστον προσπάθησε ν΄ ακούσεις. Όχι το κλάμα, όχι τον άγριο θόρυβο της βαρβαρότητας, όχι το πλατάγισμα των λυμάτων καθώς νομιμοποιούνται τα αισχρότατα. Προσπάθησε ν’ ακούσεις τον ήχο της σιωπής, καθώς η δασκάλα ή ο δάσκαλος στο σχολείο λίγο πιο πέρα, θα φωνάζει τα ονόματα των αρπαγμένων παιδιών και δεν θα απαντάει κανείς.
Προσπάθησε τότε, προσπάθησε να φωνάξεις: απών. Αυτό μόνο. Και ίσως τότε, ίσως κάποτε, τα παιδιά με το κορμί στα μάτια καταφέρουν να υποψιαστούν ότι σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχει και το χαμόγελο. Και ίσως τότε, ίσως κάποτε, ο κόσμος να είναι άλλος.
Κώστας Καναβούρης
Προσπάθησε να κοιτάξεις αυτά τα παιδιά που δεν έχουν άλλο τρόπο να υπάρξουν, παρά κοιτάζοντάς σε. Είναι τα παιδιά που τρέφονται από την ώρα που γεννήθηκαν με τα αναμμένα κάρβουνα του τρόμου και της έσχατης ένδειας που είναι η έλλειψη ζωής. Είναι τα παιδιά με το κορμί στα μάτια. Έτσι έμαθαν. Γιατί το κορμάκι τους είναι η μόνη τους περιουσία, η μόνη τους πατρίδα, το μόνο χώμα όπου πατούν και προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους για να δημιουργήσουν «Γη και Ελευθερία». Είναι τα παιδιά που δεν τα ξυπνάει κανένα «Πρωινό άστρο» κι ούτε τα νανουρίζει το αχανές των παραμυθιών, το χέρι της μητέρας «που φτιάχνει τα σκεπάσματα ή διορθώνει την κουνουπιέρα» όπως λέει ο Γιώργος Σεφέρης. Είναι τα παιδιά που δεν θα πούνε ποτέ «δέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε», γιατί η καρδιά τους είναι δεμένη πισθάγκωνα από την φρίκη. Κοίταξέ τα.
Κοίταξέ τα καθώς βροντάνε οι πραιτοριανοί την πόρτα του ταραγμένου τους ύπνου, την σπάζουν και η νύχτα κυλάει σαν κομμένο κεφάλι στα χεράκια τους. Τρόμος και πάλι. Και τότε το κορμί ανεβαίνει στα μάτια τους και γίνονται ολόκληρα βλέμμα. Ένα βλέμμα καμωμένο από κορμί. Αυτό το σύγκορμο βλέμμα των αρπαγμένων παιδιών. Αυτό το βλέμμα που το κουβαλούν απ’ το σβέρκο οι ύαινες της τηλοψίας, των υπουργικών συνεδριάσεων και των ασυγκράτητων χαρτοφυλακίων, στις φωλιές τους.
Κοίταξέ το αυτό το τσακισμένο κορμί που έχει μονάχα βλέμμα, ένα βλέμμα πιο μεγάλο απ’ όλες τις οθόνες του κόσμου. Κι αν δεν μπορείς να δεις, τουλάχιστον προσπάθησε ν΄ ακούσεις. Όχι το κλάμα, όχι τον άγριο θόρυβο της βαρβαρότητας, όχι το πλατάγισμα των λυμάτων καθώς νομιμοποιούνται τα αισχρότατα. Προσπάθησε ν’ ακούσεις τον ήχο της σιωπής, καθώς η δασκάλα ή ο δάσκαλος στο σχολείο λίγο πιο πέρα, θα φωνάζει τα ονόματα των αρπαγμένων παιδιών και δεν θα απαντάει κανείς.
Προσπάθησε τότε, προσπάθησε να φωνάξεις: απών. Αυτό μόνο. Και ίσως τότε, ίσως κάποτε, τα παιδιά με το κορμί στα μάτια καταφέρουν να υποψιαστούν ότι σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχει και το χαμόγελο. Και ίσως τότε, ίσως κάποτε, ο κόσμος να είναι άλλος.
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: