Νέα έρευνα του Εθνικού Αστεροσκοπείου μελετά τις επιπτώσεις στην υγεία
και την ευεξία των κατοίκων της χώρας. Ποιες πόλεις είναι πιο ευάλωτες.
Το ισχυρό κύμα καύσωνα που έπληξε την κεντρική και
δυτική Ευρώπη τις τελευταίες ημέρες επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα
των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Παρά το γεγονός πως η Ελλάδα δεν επηρεάστηκε από το κύμα αυτό, παραμένει μία από τις πλέον ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή περιοχές της Ευρώπης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της στην υγεία και την ευεξία των κατοίκων της Ελλάδας, παρουσιάζουν τα ευρήματα εργασίας ερευνητών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), η οποία δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό International Journal of Climatology.
Πραγματοποιώντας υψηλής ανάλυσης (~12×12 km2) αριθμητικές προσομοιώσεις του κλίματος και εφαρμόζοντας εξειδικευμένο άνθρωπό-βιομετεωρολογικό μοντέλο, μελετήθηκαν τα χαρακτηριστικά και οι τάσεις των άνθρωπό-βιοκλιματικών συνθηκών στην Μεσόγειο κατά τη διάρκεια των πιο πρόσφατων 30 ετών (1987 – 2016). Ειδικότερα, υπολογίστηκε ο δείκτης της φυσιολογικά ισοδύναμης θερμοκρασίας (PET – Physiologically Equivalent Temperature), ο οποίος, με απλά λόγια, εκτιμά πόσο ζέστη ή κρύο (θερμική αίσθηση) αισθάνεται κάποιος και πόσο επιβαρύνεται αντίστοιχα ο οργανισμός του (θερμική επιβάρυνση), λαμβάνοντας υπόψη την επίδραση των μετεωρολογικών συνθηκών (θερμοκρασία, υγρασία, άνεμος, ακτινοβολία) και τα χαρακτηριστικά του ατόμου (ηλικία, φύλο, μεταβολισμός κ.α.).
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης που πραγματοποιήθηκε υποδεικνύουν ότι το θερμικό βιοκλίμα της Μεσογείου υπέστη σημαντική θέρμανση κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών. Ειδικότερα για την Ελλάδα, καταγράφεται στατιστικώς σημαντική μείωση του αριθμού των «κρύων νυχτών» (νύκτες που κάποιος αισθάνεται δροσιά/κρύο) με μέσο ρυθμό 7 νυχτών ανά δεκαετία. Όπως φαίνεται στην Εικ. 1, οι μεγαλύτερες τάσεις μείωσης αφορούν τη νότια χώρα.
Στατιστικώς σημαντική αύξηση καταγράφεται για τον αριθμό των «ζεστών ημερών» (ημέρες που κάποιος αισθάνεται δυσφορία λόγω ζέστης), με μέσο ρυθμό 5 ημερών ανά δεκαετία. Όπως φαίνεται στην Εικ. 2, οι μεγαλύτερες τάσεις εμφανίζονται στη δυτική και βόρεια Ελλάδα. Στα Ιωάννινα, για παράδειγμα, οι «ζεστές ημέρες» αυξάνονται με ρυθμό 6 ανά δεκαετία.
Στην ήδη ευάλωτη στη ζέστη Θεσσαλία, ο ρυθμός αύξησης φτάνει τις 4 ημέρες ανά δεκαετία. Αξιοσημείωτοι είναι τέλος, οι σημαντικά μικρότεροι ρυθμοί αύξησης στην Κρήτη και τη Ρόδο, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό αποδίδεται στην ευεργετική δράση των εποχιακών ανέμων βορείων διευθύνσεων (μελτέμι).
meteo