Οι εξαγγελίες των
κομμάτων που διεκδικούν την εξουσία για πολλές και καλές δουλειές
σηκώνουν πολλή συζήτηση. Πέντε δεδομένα προς προβληματισμό
Είναι γνωστό ότι οι αριθμοί στην οικονομία ακόμη και εάν δεν λένε όλη την αλήθεια βοηθούν στην κατανόηση της πραγματικότητας.Τις τελευταίες ημέρες δύο στοιχεία κι ένα ρεπορτάζ δείχνουν ότι στην Ελλάδα το πρόβλημα της ανεργίας πολύ δύσκολα θα λυθεί, ενώ οι εξαγγελίες των κομμάτων που διεκδικούν την εξουσία για πολλές και καλές δουλειές σηκώνουν πολλή συζήτηση.
Σημειώστε τα εξής:
Πρώτον, στην Πέλλα και στην Ημαθία υπάρχουν στα αζήτητα χιλιάδες θέσεις εργατών γης και εποχιακών εργατών στα κονσερβοποιία. Το ίδιο πρόβλημα με τις αγροτικές δουλειές υπάρχει και σε άλλα σημεία της χώρας. Για παράδειγμα, φέτος αναμένεται να υπάρξει πρόβλημα και στο μάζεμα της ελιάς το φθινόπωρο, στη Χαλκιδική, την Καβάλα, τη Θάσο και αλλού. Οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι εργάτες που τα προηγούμενα χρόνια έλυναν το πρόβλημα έχουν, πλέον, ζήτηση σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, τις οποίες προτιμούν.
Δεύτερον, πρόσφατη έρευνα του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών δείχνει ότι το 35,6% των επιχειρήσεων του παραγωγικού τομέα της οικονομίας ήδη αντιμετωπίζει δυσκολίες στην κάλυψη κενών θέσεων εργασίας. Το ποσοστό είναι υψηλότερο στις εξωστρεφείς (45,9%) και τις μεγάλες επιχειρήσεις (44,7%). Δηλαδή στις επιχειρήσεις που κατά τεκμήριο δραστηριοποιούνται σε περισσότερο ανταγωνιστικές αγορές, κι έχουν υψηλότερες απαιτήσεις από το ανθρώπινο δυναμικό σε όρους προσόντων και δεξιοτήτων και εφαρμόζουν αυστηρότερες μεθόδους επιλογής προσωπικού. Το φαινόμενο εμφανίζεται εντονότερο στους κλάδους της ενέργειας (49,2%) και των τεχνολογιών της πληροφορικής και των επικοινωνιών (41,4%).
Τρίτον, νέα έρευνα της Eurostat αποκαλύπτει το χάρτη της απασχόλησης για νέους 20- 34 ετών, οι οποίοι αποφοίτησαν από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση τα προηγούμενα 3 χρόνια. Το μέσο ποσοστό απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28 διαμορφώνεται στο 85,5% και στις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Μάλτα, η Ολλανδία, η Γερμανία, το Λουξεμβούργο, ενώ στην πρώτη κατηγορία, με ποσοστό από 89% και πάνω, συμπεριλαμβάνονται όλες οι Βαλτικές χώρες, όπως επίσης η Ουγγαρία και η Τσεχία. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση με ποσοστό μόλις 59%, δηλαδή τέσσερις στους δέκα πρόσφατα πτυχιούχους πανεπιστημίου δεν μπορούν να βρουν εργασία.
Τέταρτον, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ επί συνόλου 3,814 εκατ. εργαζομένων, το 34% είναι απόφοιτοι λυκείου, το 28% έχουν πτυχίο πανεπιστημίου και κάτι λιγότερο από 10% είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού. Εκείνα που δεν διευκρινίζει η έρευνα είναι τι σπουδάζουν τα ελληνόπουλα στα πανεπιστήμια και σε ποιους τομείς εξειδικεύονται οι κάτοχοι των μεταπτυχιακών.
Πέμπτον, στη Θεσσαλονίκη αυτή τη στιγμή υπάρχει ζήτηση για εκατοντάδες προγραμματιστές που δεν υπάρχουν. Ανικανοποίητη ζήτηση, που αναμένεται να γίνει ακόμη μεγαλύτερη, υπονομεύοντας το βασικό επιχείρημα της πόλης, ότι μπορεί να γίνει πόλος καινοτομίας επειδή έχει υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό. Προφανώς και έχει, αλλά εξίσου προφανώς αυτό το δυναμικό δε φτάνει. Ενδεχομένως να μην έφτανε ακόμη κι αν οι νέοι με προσόντα στο πεδίο της πληροφορικής που λόγω της κρίσης αναζητούν καλύτερη τύχη στο εξωτερικό δεν ήταν τόσοι πολλοί.
Τα πέντε αυτά δεδομένα –προφανώς υπάρχουν και πολλά ακόμη παραδείγματα- οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα η ποιοτική αναντιστοιχία στην προσφορά και τη ζήτηση εργασίας είναι μεγάλη. Το πρόβλημα δεν είναι αριθμητικό, είναι ποιοτικό. Διότι προφανώς δεν υπάρχουν στην εξίσωση οι κατάλληλοι αριθμοί, που θα οδηγήσουν σε θετικό αποτέλεσμα. Υπάρχουν κάποιοι άλλοι, που οδηγούν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Ενώ η χώρα έχει ανάγκη αφενός από κατώτερο εργατικό δυναμικό και αφετέρου από ανθρώπους υψηλού γνωστικού επιπέδου, εξειδικευμένους σε θετικές επιστήμες, «παράγει» αποφοίτους λυκείου ή πτυχιούχους σχολών που ονειρεύονται δουλειές γραφείου με ωράριο 9 με 5, κατά προτίμηση στο δημόσιο. Προσφέρουν, δηλαδή, δεξιότητες για τις οποίες η προσφορά είναι πολύ μεγαλύτερη από τη ζήτηση, με αποτέλεσμα να γλιστρούν σε… ρωγμή κενού.
Κοινώς στα αζήτητα, κάτι πολύ σκληρό για να το αποδεχθεί κανείς. Ενώ, δηλαδή η αγορά αναζητά είτε απλούς χειρώνακτες εργάτες, είτε επιστήμονες σύγχρονων κατευθύνσεων (πληροφορικάριους, μηχανικούς κ.λπ.), η χώρα παράγει γραφειοκράτες και μάλιστα για μια μέση εργασία, κυρίως στο πεδίο των υπηρεσιών. Είναι αυτοί που αποτελούν την πλειοψηφία των ανέργων, καθώς σπανίως καταδέχονται να κάνουν δουλειά εργάτη, αφού θεωρούν ότι τα προσόντα τους είναι για κάτι καλύτερο. Είναι οι ίδιοι που ποτέ δεν πρόκειται να καλύψουν μια εξειδικευμένη θέση, καθώς δεν διαθέτουν ούτε τα τυπικά προσόντα, ούτε φυσικά την εμπειρία για να καταθέσουν έστω μια αίτηση και να περάσουν από συνέντευξη. Το συγκεκριμένο σχήμα συνιστά την απόλυτη συνταγή αποτυχίας.
Τα αποτελέσματά του είναι ισοπεδωτικά και πρέπει να αλλάξει. Σε αυτό οφείλει να συμβάλλει η υποχρεωτική εκπαίδευση, κατευθύνοντας τα νέα παιδιά προς πεδία που θα τους βοηθήσουν στο μέλλον να βρουν δουλειά, να ασκήσουν ένα επάγγελμα. Για παράδειγμα, σε τεχνικές ειδικότητες (υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι κ.λπ.), οι οποίες είναι δυσεύρετες και μετά βεβαιότητος θα χρειάζονται πάντα στην αγορά. Ταυτόχρονα και τα πανεπιστήμια οφείλουν να προσαρμοστούν. Πέρα από το πρόβλημα «τι θα κάνει το διδακτικό προσωπικό;» οι σχολές θετικών επιστημών πρέπει στη δεδομένη συγκυρία να αυξηθούν, ακόμη και εις βάρος των θεωρητικών σχολών. Διότι –για παράδειγμα- στην Ελλάδα μπορεί να υποστηρίζουμε ότι ο τουρισμός είναι η βαριά εξαγωγική βιομηχανία της χώρας, αλλά για το συγκεκριμένο πολυσχιδές αντικείμενο υπάρχουν ελάχιστα πανεπιστημιακά τμήματα. Είναι σαν η αγορά να πιστεύει ότι το ποιοτικό επίπεδο του ελληνικού τουρισμού –κάτι που είναι το ζητούμενο- μπορεί να ανέβει εάν απόφοιτοι λυκείου, φιλόλογοι, θεολόγοι ή άλλοι άνεργοι δουλέψουν εμπειρικά σε ξενοδοχεία, τουριστικά γραφεία, ταβέρνες και άλλες τουριστικές επιχειρήσεις. Σαν να υπάρχουν στον τουρισμό μόνο ο αυτοσχεδιασμός και όχι γνώσεις και δεξιότητες, που μπορούν να αποκτηθούν με οργανωμένο και συστηματικό τρόπο. Ή μπορεί να λέμε ότι στη χώρα μας η αγροδιατροφή –πρωτογενής τομέας της οικονομίας και μεταποίηση αγροτικών προϊόντων- έχει παράδοση και δυναμική, αλλά οι γεωπόνοι και οι τεχνολόγοι τροφίμων δεν φτάνουν.
Γιώργος Μητράκης
Πηγή: