Γνωστό και το θυμοσοφικό απόφθεγμα του Γιάννη Τσαρούχη: «Στην Ελλάδα είσαι ό,τι προφτάσεις να δηλώσεις».
Ο αδαής για την Τέχνη δηλώνει «φιλότεχνος», «φίλαθλος» αυτός που είναι μόνο θεατής και ποτέ αθλούμενος, «σοσιαλιστής», ο παγερά αδιάφορος για κοινωνικές προτεραιότητες. Δηλώνουμε σαν προσωπική μας ταυτότητα την επιλογή μας, όχι την κατάκτησή μας, προβάλλουμε αυτό που θα μας κολάκευε, όχι αυτό που στοχεύουμε, τη λεοντή, το προσωπείο, όχι το πρόσωπό μας. Και η δική μας, των σημερινών Ελληνωνύμων η συλλογικότητα, είναι απεριόριστα ανεκτική, αποδέχεται σαν αυτονόητη τη γλωσσική ασυδοσία.
Το φαινόμενο δεν περιορίζεται σε ατομικές ναρκισσιστικές πλαστογραφήσεις, στην αυτοκολακεία του εγώ. Επεκτείνεται σε παρατάξεις, κόμματα, συσπειρώσεις συμφερόντων. Γεννάει ιστορικές κιβδηλίες, στρεβλώσεις γεγονότων, την αυθαίρετη ειδωλοποίηση ή δαιμονοποίηση προσώπων. Είναι απίστευτη η ευκολία της σκόπιμης διαστροφής των ιστορικών δεδομένων – να πιστεύει ένας λαός ακράδαντα το άσπρο για μαύρο, το μαύρο για άσπρο.
Αποκαλούμε όλοι, αυτονόητα, «εμφύλιο» την παρανοϊκή ζαχαριαδική ανταρσία, όταν ξέρουμε τεκμηριωμένα ότι το 90% του λεγόμενου τότε «δημοκρατικού στρατού» ήταν στανικά, με τη βία στρατολογημένοι και το 100% των πολεμοφοδίων και της τροφοδοσίας εισέρρεαν από τις όμορες χώρες του σοβιετικού παραδείσου. Επιμένουμε να μην υπάρχει πόλη ή χωριό στην Ελλάδα χωρίς ανδριάντα του Ελευθέριου Βενιζέλου και δρόμο κεντρικό με το όνομά του (ξέχωρα η επωνυμία του αερολιμένα των Αθηνών) – αδιανόητη η παραμικρή αναφορά στην πιο στυγνή δικτατορία που έζησε η Ελλάδα (1915-1920) με αυτουργό τον ειδωλοποιημένο κρητικό Νάρκισσο. Κανένας δεν διακινδυνεύει να ψελλίσει ότι, παράλληλα με την ευφυΐα και το ηγετικό τάλαντο, ήταν και ο κεντρικός υπαίτιος για την απώλεια της ραχοκοκαλιάς του Ελληνισμού, της Μικρασίας, ο κορυφαίος της ξιπασμένης υποταγής στο δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν».
Στην Ελλάδα, όποιο κομματικό σινάφι προλάβει (και διαθέτει την επιδέξια δολιότητα), διαμορφώνει την ιστορική συνείδηση της απερίσκεπτης μάζας. Με αυτή την παγιωμένη πρακτική σήμερα, όσα κόμματα καπηλεύονται την επωνυμία της «Αριστεράς» μονοπωλούν και τον χαρακτηρισμό του «προοδευτικού». Ακόμα και η παρανοϊκή νοσταλγία της λενινιστικής-σταλινικής φρικωδίας συγκαταλέγεται στις «προοδευτικές δυνάμεις» της πολιτικής. Την ίδια αίγλη και γοητεία της «προοδευτικής» επωνυμίας καπηλεύεται ο αδίστακτος λαϊκισμός του ΠΑΣΟΚ που εξάρθρωσε κάθε λειτουργική άρθρωση και αξιοκρατική δόμηση της κρατικής μας υπόστασης. Οσο για την καραμανλική (διαχειριστική και μόνο) Δεξιά, όχι μόνο δεν αντέταξε ποτέ κοινωνική αντιπρόταση στην «αταξική» φενάκη και στον πασοκικό αμοραλισμό, αλλά πάντοτε μειονεκτούσε για την ατολμία της να συμπλεύσει με την «προοδευτική» λοιμική.
Η αποσάθρωση του «νοήματος» των λέξεων αποκαλύφθηκε σαρωτική με τις κυβερνήσεις των διαδόχων Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου. Η έννοια του «προοδευτικού» διευρύνθηκε πέρα από κάθε όριο σοβαρότητας, αλλά πάντως αποκαλυπτικά: Πειθαρχημένη εξ αρχής στη σκοπιμότητα των εντυπώσεων, μπορούσε να συμπεριλάβει, όχι απλώς σε συγκυβέρνηση, αλλά και σε προγραμματική ενοποίηση τον μηδενισμό του μαρξιστικού Ιστορικού Υλισμού και τον μηδενισμό του καπιταλιστικού Ιστορικού Υλισμού.
Ετσι, σήμερα πια, στις «προοδευτικές» πολιτικές δυνάμεις ανήκουν αυτονόητα όλοι όσοι ομολογούν και κηρύττουν ότι αποκλειστικά η Οικονομία κινεί την Ιστορία, ότι η πατρίδα, η γλώσσα, η θρησκεία είναι μόνο γραφικότητες για ψυχολογική κατανάλωση, το «κρυφό σχολειό», προπαγανδιστικό παραμύθι, την Ελλάδα την απελευθέρωσαν οι Ευρωπαίοι στο Ναυαρίνο, όχι οι κατσαπλιάδες (κοινωνικά αποβράσματα) αρματωλοί και κλέφτες. Είσαι «προοδευτικός», όταν διακηρύττεις έμπρακτα ότι ο γάμος είναι μόνο σύμβαση, η πατρότητα «δικαίωμα» και της γυναίκας, η μητρότητα «δικαίωμα» και του άντρα. Οτι η αγωνία για το «δημογραφικό» μυρίζει ρατσισμό, οι μήτρες παραγωγής της γνώσης, τα πανεπιστήμια, να ελέγχονται από την «ελεύθερη αγορά», όχι από τη συντεταγμένη κοινωνία.
Είμαστε μια παρακμιακή συλλογικότητα, όπου η γλώσσα, αναπόφευκτα, λειτουργεί παραπειστικά, υπηρετεί ατομοκεντρικές σκοπιμότητες, όχι ανάγκες συνύπαρξης και κοινών στόχων. Η γλώσσα είναι σαν το θερμόμετρο που μετράει τον πυρετό, δεν τον προκαλεί ούτε τον αναχαιτίζει. Ο κίνδυνος στον οποίο παραπέμπει η κακοποιημένη γλώσσα, είναι η απουσία αντιστάσεων του κοινωνικού σώματος στην προϊούσα (χωρίς ανάσχεση) παντοδαπή παρακμή. Δεν υπάρχει κόμμα με πρόγραμμα που να συνιστά σοβαρή πολιτική ανάσχεση, της κρατικής αποσύνθεσης και του κοινωνικού απελπισμού, κόμμα με αξιόπιστη πρόθεση ριζοσπαστικών θεσμικών μεταρρυθμίσεων.
Η πλαστογράφηση και καπηλεία των λέξεων «πρόοδος» και «προοδευτικός» βεβαιώνει κυρίαρχο τον αδίστακτο εμπαιγμό της κοινωνίας από τα κόμματα, εφιαλτικό τον πολιτικό πρωτογονισμό.
Πηγή: