Οι “εκλεκτικές” σχέσεις Επιστήμης και Φιλοσοφίας...

Επειδή όλοι σήμερα «ομιλούν» για τη διάκριση μεταξύ Επιστήμης και Φιλοσοφίας, είναι χρήσιμο, ιδιαίτερα για τους λάτρεις των Θετικών Επιστημών, να αναφερθούμε στις στενές και «παράδοξες» μεταξύ τους σχέσεις. Οι σχέσεις αυτές κατά καιρούς έγιναν «υπηρέτες» κοινωνικών και  θεολογικών δογμάτων με στόχο την πολιτικοοικονομική κυριαρχία κάποιων ομάδων.

Για τις σχέσεις αυτές θα αναφερθούμε σε επόμενο σημείωμά μας. Προς το παρόν θα αναφερθούμε σε κάποια βασικά θέματα. Για όσους δεν βαριούνται να διαβάσουν 4 σελίδες, προκειμένου να κατανοήσουν κάποια «ακατανόητα» σημερινά γεγονότα.


 Η Επιστημονική Συγκρότηση του Δυτικού Πολιτισμού Επειδή πολλές φορές οι σκέψεις μου αναφέρονται στην επίδραση των επιστημονικών ιδεών στην συγκρότηση ενός «Νέου Δυτικού Πολιτισμικού Ρεύματος», είναι πολύ ενδιαφέρον να αναφερθούν οι σκέψεις του αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Σ. Θεοδωράκη για τη σχέση αφενός μεν των επιστημονικών αντιλήψεων περί χρόνου, χώρου, ύλης κλπ αφετέρου δε της συγκρότησης ενός πολιτισμικού ρεύματος. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Το κενό που κοχλάζει (εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα, 2000 σ. 9-10 ):

…Ένας πολιτισμός δεν ξεφυτρώνει από το κενό. Οικοδομείται πάνω σ’ ένα σύνολο πεποιθήσεων και αντιλήψεων της κοινωνίας που τον δημιουργεί, και τις οποίες κι αυτός επηρεάζει κατά τη διάρκεια της γέννησης και της εξέλιξής του.

…Άλλοτε όμως αυτές οι αντιλήψεις είναι κάποια αδιόρατα υπονοούμενα, κάποιες σιωπηρές κοινές παραδοχές που επηρεάζουν ανεξίτηλα τις εκφάνσεις του πολιτισμού. Όπως είπε εξάλλου και ο Σεφέρης, ένας πολιτισμός είναι τα συμφωνημένα υπονοούμενα. …Τα συμφωνημένα υπονοούμενα μπορεί ν’ αφορούν και τον τρόπο με τον οποίο μια κουλτούρα αντικρίζει κάποιες θεμελιώδεις έννοιες, όπως το χώρο, το χρόνο, την ύλη, το φως, την τύχη, τα όρια, τη σχέση παρατηρητή-παρατηρούμενου, την ολιστικότητα, το κενό κλπ. Τούτες οι έννοιες είναι ουσιαστικές και οικουμενικές. Όλοι οι άνθρωποι παντού και πάντα, σ’ όλες τις κουλτούρες και τις εποχές, έχουν κάποια εμπειρία σχετική με αυτές τις έννοιες και έχουν διαμορφώσει, έστω ασυνείδητα, κάποια σχετική αντίληψη. Αυτή η οικουμενικότητα επιτρέπει τη μελέτη μιας κουλτούρας ως συνάρτηση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται αυτές τις έννοιες, ανεξάρτητα από την πολιτική ή κοινωνική της δομή. Γίνεται δηλαδή εφικτή η πολιτισμική χαρτογράφηση αυτών των οικουμενικών εννοιών, που δημιουργούν τον πολιτισμό και δημιουργούνται με τη σειρά τους από αυτόν. Για παράδειγμα, οι έννοιες του χώρου, του χρόνου και των ορίων είναι βαθιά ριζωμένες μέσα σ’ έναν πολιτισμό και τον διαμορφώνουν, παρόλο που αυτό δεν γίνεται πάντα άμεσα αντιληπτό. Οι συγκεκριμένες αντιλήψεις που έχει ένας πολιτισμός για την υφή του χώρου και του χρόνου καθορίζουν τη στάση της κοινωνίας σε πάμπολλα θέματα, πολλές φορές με μη προφανή τρόπο, και μπορούν να δημιουργηθούν βαθιές διαφορές μεταξύ πολιτισμών.

…Οι αντιλήψεις περί χώρου και χρόνου διαμορφώνουν λοιπόν έναν πολιτισμό, στο μέτρο που καθορίζουν τη στάση και δράση των ανθρώπων κατά την εξέλιξη του πολιτισμού αυτού. Αντίστροφα πάλι, οι καρποί και η εξέλιξη του πολιτισμού τροποποιούν βαθμιαία αυτές τις αντιλήψεις.

…Τόσο η Τέχνη όσο και η Επιστήμη μετεωρίζονται πάνω σ’ έναν ιστό αράχνης, έναν ιστό διάχυτων αντιλήψεων της εποχής τους, αντιλήψεων όχι μόνο για ηθικές αξίες, υπαρξιακές έννοιες ή για το τι είναι εκείνη τη στιγμή ενδιαφέρον, αλλά επίσης και για το τι είναι χώρος, χρόνος, ύλη, κενό. Αυτός ο συνεκτικός ιστός, που επηρεάζει και επηρεάζεται από τις αντιδράσεις των όντων με τα οποία διασυνδέεται, είναι το πολιτισμικό πεδίο» Βασικό εργαλείο του ανθρώπου προκειμένου να εξερευνήσει τον περιβάλλοντα χώρο, σύμφωνα με τα δόγματα της δυτικής πολιτισμικής κληρονομιάς, είναι ο κοινός νους, ο οποίος αντιλαμβάνεται τον κόσμο σαν ένα σύνολο γεμάτο από διακριτά αντικείμενα και πρόσωπα. Ο «κοινός» αυτός νους μάς οδηγεί διαισθητικά στο συμπέρασμα ότι όποιος ή ό,τι, περιγράφει τον κόσμο μας με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ο ίδιος τον αντιλαμβάνεται, δεν μπορεί να είναι αληθές, αλλά ψευδές. Συνεπώς η κοινή λογική θεωρεί ως «αληθινό» μόνο τον αισθητό κόσμο, τον κόσμο δηλαδή που γίνεται αντιληπτός από τον άνθρωπο μέσω της γνώσης των αισθήσεων. Όμως, όλοι γνωρίζουμε ότι η κοινή ανθρώπινη λογική δεν είναι παρά η εξωτερίκευση του τρόπου σκέψης της συγκεκριμένης κοινωνίας μέσα στην οποία ζούμε και στηρίζεται πάνω σε ένα σύνολο εμπειρικών κανόνων οι οποίοι, στην πάροδο των αιώνων αποδείχθηκαν χρήσιμοι στους ανθρώπους, εφαρμοζόμενοι στην πράξη. Εκτός των άλλων, η κοινή ανθρώπινη λογική είναι αυτή που προικοδοτεί αυθαίρετα τους ανθρώπους με την ψευδαίσθηση της ελεύθερης βούλησης και επιλογής, η οποία μέσω της συνείδησης επιτρέπει τον κατά το δοκούν έλεγχο των όποιων πεποιθήσεων και επιθυμιών. Όλα τα προηγούμενα οδηγούν τους ανθρώπους στο υποκειμενικό συμπέρασμα ότι μπορούν να δρουν ως ανεξάρτητοι παρατηρητές των φυσικών φαινομένων, χωρίς όμως να επιδρούν πάνω τους, αλλά ούτε και να δέχονται επίδραση από αυτά.

Η προηγούμενη «λογική» του «κοινού» νου, όσον αφορά τη δομή του φυσικού κόσμου, εκφράζεται φιλοσοφικά με τον καλύτερο τρόπο μέσω της θεωρίας του μηχανιστικού υλισμού. Σύμφωνα με αυτή, τα αποτελέσματα των φυσικών διεργασιών δεν υποκρύπτουν κανένα άλλο νόημα, ούτε πίσω τους μπορούμε να διακρίνουμε γενεσιουργά γεγονότα αόρατα και απροσδιόριστα από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Ομοίως, κάτι «αισθητά υπαρκτό», δεν είναι δυνατόν να εξαφανίζεται και να εμφανίζεται, με μόνη αιτία φυσικούς νόμους οι οποίοι θα μπορούσαν να επαναληφθούν προγραμματισμένα από την ανθρώπινη βούληση.

Σύμφωνα με την άποψη του Jonathan Powers (Φιλοσοφία και Νέα Φυσική, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998): …Ο υλισμός σαφώς αποτελεί μεταφυσικό σχήμα, ενώ η απλή ή μηχανιστική μορφή του περιέχει τις ακόλουθες προτάσεις:

    O φυσικός κόσμος συνίσταται σε αντικείμενα που υπάρχουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο και ανεξάρτητα από την εμπειρία μας σχετικά με αυτά.
    Τα αντικείμενα αυτά έχουν τις δικές τους ιδιότητες, τις οποίες κατέχουν ανεξάρτητα από άλλα αντικείμενα και ανεξάρτητα από την εμπειρία μας σχετικά με αυτά.
    Καθετί που συμβαίνει στον κόσμο καθορίζεται από προηγηθέντα φυσικά αίτια που δρουν σύμφωνα με αναλλοίωτους νόμους.
    Η συμπεριφορά κάθε πολύπλοκου όλου οφείλει να εξηγείται στη βάση της συμπεριφοράς των βασικών στοιχειωδών συστατικών του.


Ομοίως σύμφωνα με την άποψη του Ευτύχη Μπιτσάκη ο Υλισμός αποτελεί σαφώς ένα μεταφυσικό σχήμα εφ’ όσον όπως αναφέρει: «H ύλη δεν θεωρείται έννοια επιστημονική.  ∆εν υπάρχει µέτρο της ύλης, αφού αυτή δεν υπεισέρχεται ως φυσικό μέγεθος στον φορμαλισμό της φυσικής. Η ύλη είναι οντολογική – φιλοσοφική κατηγορία. Οι διάφορες επιστήµες ασχολούνται µε ειδικές µορφές ύλης και µε ειδικές σχέσεις των µορφών αυτών. Η ύλη ως φιλοσοφική κατηγορία αποτελεί µια αφαίρεση.

Ο Διαλεκτικός Υλισμός

Μια πιο προσαρμόσιμη φιλοσοφική εκδοχή του «υλισμού» είναι ο «διαλεκτικός υλισμός». Σύμφωνα με τη φιλοσοφική αυτή θεώρηση, η «ύλη» εξελίσσεται συνεχώς σε νέες μορφές που είναι φορείς νέων ιδιοτήτων, διαφόρων από τις προηγούμενες και οι οποίες δεν προέρχονται από τις παλαιές.

Τούτο δίνει τη δυνατότητα στους ερευνητές να εξετάζουν τις ιδιότητες και τους νόμους πολύπλοκων συστημάτων, χωρίς να τα αναγάγουν στις ιδιότητες και τους νόμους της Φυσικής των στοιχειωδών σωματιδίων. Το επιστημονικό απαράδεκτο όμως της φιλοσοφικής αυτής προσέγγισης είναι ότι αφήνει να πλανάται η άποψη πως μια αναγωγή στις ρίζες της ύλης, προκειμένου να διερευνηθούν οι ιδιότητες και οι νόμοι των πολύπλοκων συγκροτημάτων της, δεν αξίζει καν τον κόπο να επιχειρηθεί.

Δυϊσμός και του πανψυχισμός

Σε αντίθεση με τον διαλεκτικό υλισμό, όσοι αποδέχονται τη «συνείδηση» ως μια ουσιαστική πραγματικότητα, επιλέγουν μεταξύ των φιλοσοφιών του δυϊσμού και του πανψυχισμού. Ο δυϊσμός δέχεται τη διαφορετική υπόσταση ύλης και νου, ενώ ο παμψυχισμός ότι κάθε μορφή ύλης διαθέτει συνείδηση.

Όπως γίνεται φανερό, οι διάφορες υλιστικές φιλοσοφικές απόψεις έχουν ως θεμέλιό τους την εμπειρία. Σύμφωνα με αυτόν τον αναπτυχθέντα εμπειρισμό, θεοποιείται η κοινή ανθρώπινη λογική των αισθήσεων και διατυπώνεται η θέση ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοήσει τίποτα πέραν όσων είναι δυνατόν να παρατηρηθούν.

Στον αντίποδα των υλιστικών φιλοσοφικών σχολών, σε αντίθεση δηλαδή με τη φιλοσοφία της αλήθειας του εμπειρισμού των ανθρώπινων αισθήσεων, αναπτύσσεται η ιδεαλιστική φιλοσοφική τάση. Η εν λόγω άποψη θεωρεί ότι ο νους είναι η μόνη αληθινή πραγματικότητα και ότι αυτό που ονομάζουμε ύλη δεν αποτελεί παρά ένα πλασματικό κατασκεύασμα του ζευγαρώματος νου και αισθήσεων. Δηλαδή η ύλη υπάρχει μόνο εφόσον υπάρχουν νόες και αισθήσεις που μπορούν να τη σχηματοποιήσουν.

Όπως γίνεται φανερό, στη βάση των προσπαθειών της επιστήμης να μελετήσει και να ερμηνεύσει το Σύμπαν, βρίσκεται, κατά καιρούς, κάποια από τις προηγούμενες φιλοσοφικές σχολές. Τα δόγματα κάθε μιας φιλοσοφικής σχολής διαποτίζουν την επιστημονική θεωρία και αποτελούν αδιατύπωτα, αλλά πανταχού παρόντα, αξιώματα τα οποία θα πρέπει χωρίς κρίση να αποδεχόμαστε αναπόδεικτα.

Ως εκ τούτου, το πώς θα πρέπει να αντιληφθούμε το Σύμπαν, τη φύση και τους νόμους του, εξαρτάται κατά μεγάλο μέρος από τη φιλοσοφική αποδοχή θεωριών, σχολών και αναπόδεικτων αξιωμάτων.

Όπως αναφέρει και ο J. Powers (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1998): …Παρά τις κριτικές των εμπειριστών, η εικόνα του κόσμου που ενέχει η κλασική Φυσική θεωρείται συνήθως ότι ανήκει στον μηχανιστικό υλισμό. Στο φόντο αυτής της ερμηνείας της κλασικής Φυσικής εκτίθεται συνήθως η δραματουργία των επαναστάσεων στη σύγχρονη Φυσική. Μερικοί ερμηνευτές θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι η σύγχρονη Φυσική ανέτρεψε τον απλό μηχανιστικό υλισμό και επιβεβαιώνει έναν εκλεπτυσμένο πιθανώς διαλεκτικό υλισμό. Άλλοι ισχυρίζονται ότι η σημασία της Νέας Φυσικής έγκειται στο ότι υπονόμευσε όχι μόνο τη μηχανοκρατία, αλλά και τον ίδιο τον υλισμό και ότι, κατά συνέπεια δείχνει τον δρόμο προς μια νέα και καλύτερη μεταφυσική, στο κοσμοείδωλο της οποίας έχουν τη θέση τους ο νους, η ελευθερία και οι αξίες. Τέλος, άλλοι, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται μάλλον η πλειονότητα των επαγγελματιών επιστημόνων της Δύσης, ισχυρίζονται ότι το σφάλμα στην κλασική Φυσική έγκειται στο γεγονός ότι διαπερνάται εξ’ ολοκλήρου από μη νομιμοποιημένες μεταφυσικές έννοιες, ενώ η επιτυχία της σύγχρονης Φυσικής οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην εξάλειψη αυτών των εννοιών.

Η ανάπτυξη του Θετικισμού

Ένα κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού είναι ότι και οι δύο αυτές φιλοσοφικές τάσεις προσπαθούν με έναν τρόπο που δεν επαληθεύεται να διατυπώσουν απόψεις για το τι υπάρχει «πίσω» ή «πέρα» από την αισθητή εμπειρική γνώση. Αυτό όμως, σύμφωνα με τη θετικιστική φιλοσοφική τάση, δεν έχει κανένα νόημα εφόσον δεν είναι πρακτικά αλλά και εμπειρικά, άμεσα επαληθεύσιμο. Σύμφωνα δηλαδή με αυτή την άποψη, θα έπρεπε να απορριφθεί ολόκληρο το οικοδόμημα της θεωρητικής σύγχρονης επιστήμης ως στερούμενο πραγματικού νοήματος, αφού η επιστήμη δεν μπορεί να αποφύγει τη χρησιμοποίηση γενικών νόμων μη επαληθεύσιμων μέσω του εμπειρικού πειράματος.

Προκειμένου να ξεπεραστεί αυτός ο σκόπελος, «εφευρέθηκε» η ιδέα της «έμμεσης επαλήθευσης». Μια πρόταση, για να έχει νόημα, δεν χρειάζεται άμεση επαλήθευση αρκεί, συνδυάζοντάς τη με άλλες επαληθεύσιμες προτάσεις, να δίνει αμέσως επαληθεύσιμα συμπεράσματα.

Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι –σύμφωνα με αυτή τη λογική– οι φυσικοί νόμοι θα μπορούσαν να έχουν πραγματικό νόημα αν, αρχικά συνδυαζόμενοι με άμεσα επαληθεύσιμες αρχικές συνθήκες, θα έδιναν τελικά αμέσως επαληθευμένα συμπεράσματα.

Υπερασιοναλισμός

Μια άλλη θετικιστική φιλοσοφική θεωρία είναι ο «Υπερασιοναλισμός», κατά τον οποίο οι θεωρητικές επιστημονικές έννοιες θα είχαν κάποιο πραγματικό νόημα, μόνο αν κατέληγαν σε κάποια πράξη μέτρησης ως προς ένα καθορισμένο σύστημα μέτρησης

Όπως αναφέρει ο P.W. Bridgman: Η απαρχή του υπερασιοναλισμού μας πάει πολύ μακρύτερα από μια απλή συμπύκνωση του νοήματος της λέξης «έννοια», μας οδηγεί σε ένα ριζικό μετασχηματισμό όλων των τρόπων σκέψης μας. Δεν θα μπορούμε πια να χρησιμοποιούμε για να σκεφτόμαστε έννοιες που δεν θα ήταν δυνατόν να ορίσουμε με μετρητικούς όρους. (Βλέπε: P.W. Bridgman, The Logic of Modern Physics, N.Y. 1928, και F. Franc, Validation of Scientific Theories, Boston 1954).

Ομοίως ο H. Marcuse στο έργο του «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος» αναφέρει: Ο καθαρός και ο εφαρμοσμένος Υπερασιοναλισμός κατάφεραν να μετατρέψουν τις δευτερογενείς ιδιότητες σε πρωτογενείς και πραγματοποίησαν τον υπολογισμό της ποσότητας και την αφαίρεση των ιδιαίτερης μορφής οντοτήτων (1988 εκδόσεις Παπαζήση, σ. 166).

Για παράδειγμα, το ότι πιθανότατα η ακτίνα του Σύμπαντος διπλασιάστηκε, δεν έχει κανένα λογικό νόημα, αν συγχρόνως διπλασιάστηκε το μήκος του μέτρου μέσω του οποίου τη μετράμε. Ομοίως, δεν έχει κανένα λογικό νόημα το γεγονός ότι ο χρόνος από τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης μέχρι σήμερα συστέλλεται, εφόσον ισόρροπα συστέλλεται και η διάρκεια του δευτερολέπτου που τον μετρά.

Δηλαδή εδώ ο παρατηρητής δεν βρίσκεται εκτός των διαδικασιών του πειράματος, αλλά συμμετέχει σε αυτό. Κάτι τέτοιο, βέβαια, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο παρατηρητής, συμμέτοχος του πειράματος, έχει μια «προσωπική», άρα υποκειμενική θεώρηση της εξέλιξης του πειράματος και όχι την «αντικειμενική», όπως θα έπρεπε.

Σύμφωνα με αυτή τη λογική, η μελέτη του χώρου και του χρόνου απλώς συνίσταται στη μέτρηση της συμπεριφοράς ρολογιών και ράβδων μέτρησης. Μια τέτοια αντιμετώπιση δεν υιοθετείται πλέον από τις Θετικές Επιστήμες, οι οποίες με κάθε δυνατό τρόπο προσπαθούν να διατηρήσουν σταθερές τις πρότυπες μονάδες μέτρησης ή έστω να μπορούν να υπολογίζουν με ακρίβεια τις όποιες μεταβολές τους. Παρ’ όλα αυτά, η κλασική Κοσμολογία επιμένει να υπολογίζει την ηλικία του Σύμπαντος με βάση την ξεπερασμένη πλέον «Υπερασιοναλιστική» φιλοσοφική λογική, αγνοώντας λόγου χάρη ότι η ηλικία του Σύμπαντος συντίθεται από ένα άθροισμα δευτερολέπτων άνισης διάρκειας, αφού ο χρόνος από τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης μέχρι σήμερα συστέλλεται.

Τελικά, όπως αναφέρει και ο J. Powers στο βιβλίο του Φιλοσοφία και Νέα Φυσική (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1998): …Ο αυστηρός οπερασιοναλισμός αποδείχθηκε ότι είχε δραστικές επιπτώσεις για το περιεχόμενο και την πρακτική της επιστήμης, εκ των οποίων η πλέον ατυχής είναι ότι κάθε διαφορετική διεργασία μέτρησης ορίζει μια διαφορετική έννοια. Επομένως, αν έχουμε δύο διαφορετικούς τρόπους μέτρησης του μήκους (φερ’ ειπείν με χάρακα και ραντάρ), τότε ο οπερασιοναλισμός μάς υποχρεώνει να πούμε ότι έχουμε δύο έννοιες που καταρχήν είναι τόσο διαφορετικές όσο το βάρος και η θερμοκρασία… Ο οπερασιοναλισμός συντρίβει ό,τι ακριβώς επιδιώκει να πετύχει η επιστήμη, δηλαδή τη θεωρητική ενοποίηση της εμπειρίας.

 Μάνος Δανέζης.
[1]Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλέπε: Μάνου Δανέζη και Στράτου Θεοδοσίου, Η Κοσμολογία της Νόησης-Εισαγωγή στην Κοσμολογία. Εκδ. Δίαυλος, Αθήνα 2003.
[2] Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να μελετήσουν το βιβλίο του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Derby, Δρ. J. Powers: Φιλοσοφία και Νέα Φυσική, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1998.
Βλέπε επίσης και Μ. Δανέζη και Σ. Θεοδοσίου: Η κοσμολογία της Νόησης, Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2003.

 Μάνος Δανέζης.
[1]Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλέπε: Μάνου Δανέζη και Στράτου Θεοδοσίου, Η Κοσμολογία της Νόησης-Εισαγωγή στην Κοσμολογία. Εκδ. Δίαυλος, Αθήνα 2003.
[2] Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να μελετήσουν το βιβλίο του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Derby, Δρ. J. Powers: Φιλοσοφία και Νέα Φυσική, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1998.
Βλέπε επίσης και Μ. Δανέζη και Σ. Θεοδοσίου: Η κοσμολογία της Νόησης, Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2003.
Πηγή: