Τον προσεχή Απρίλιο συμπληρώνονται εννέα χρόνια από την ουσιαστική χρεοκοπία της Ελλάδας, το 2010, εντός της Ευρωζώνης και την επιβολή μιας αφανούς κατοχής μέσω των Μνημονίων. Το τρίτο Μνημόνιο ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2018 αλλά η κατοχή συνεχίζεται από τους δανειστές που κατέχουν το χρέος της χώρας και ελέγχουν το ξένο νόμισμα, το ευρώ, στο οποίο έχει αποτιμηθεί το σύνολο του χρέους.
Από τον
περασμένο Αύγουστο η Ελλάδα άλλαξε δανειστή, από το διακρατικό ESM
πέρασε στις «αγορές».
Από το 2002 μέχρι το τέλος του 2018, μέσα σε μόλις 17 χρόνια, το
δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 130%. Από το σημερινό χρέος των 358,9 δις
τα 203 δις ή το 56,6% συσσωρεύτηκε την περίοδο του ευρώ. Από το 2002
μέχρι και το 2009 το δημόσιο χρέος αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό
10,18%. Την περίοδο των Μνημονίων το χρέος αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό
2,14%, παρ’ όλη τη σκληρή λιτότητα που επιβλήθηκε, παρ’ όλη τη
φοροεπιδρομή και παρά το «κούρεμα» των ομολόγων (PSI) το 2012, με το
οποίο θεωρητικά διαγράφηκε χρέος 126,4 δις, αλλά η πραγματική μείωση
ήταν περίπου η μισή, 62,4 δις.Στο τέλος του 2001 το 75% (117 δις), του τότε χρέους, ήταν σε δραχμές και μόνο το 25% (39 δις) σε συνάλλαγμα. Μέσα σε μια νύκτα το σύνολο του χρέους σε δραχμές μετατράπηκε σε ευρώ, δηλαδή, σε συναλλαγματικό γιατί η χώρα μας δε διαθέτει εθνικό νόμισμα και παράλληλα δεν μπορεί να εκδίδει ευρώ. Μια χώρα δε χρεοκοπεί ποτέ όταν χρωστάει, όσα και να χρωστάει, στο εθνικό νόμισμά της, εκδίδει χρήμα και πληρώνει. Μια χώρα χρεοκοπεί όταν χρωστάει σε ξένο νόμισμα και δεν έχει το συνάλλαγμα να πληρώσει. Σημειώνεται ότι στα 17 χρόνια του ευρώ πληρώθηκαν 157 δις. μόνο για τους τόκους του χρέους. Οι τόκοι του δραχμικού χρέους, μέχρι το τέλος του 2001, έμεναν στην Ελλάδα, αυξάνοντας τη ρευστότητα της οικονομίας, ενώ σήμερα οι τόκοι του συναλλαγματικού χρέους πληρώνονται, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους, στο εξωτερικό.
Η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση, από το 2002, για να εξυπηρετεί (όχι να αποπληρώνει) το χρέος είναι αναγκασμένη ή να δανείζεται ή να αυξάνει τους φόρους ή να κάνει και τα δύο. Αν η χώρα μας διέθετε εθνικό νόμισμα θα μπορούσε, εφ’ όσον αυτό κρινόταν σκόπιμο, να καλύπτει, ένα μέρος ή το σύνολο, του ετήσιου δημοσιονομικού ελλείμματος της τυπώνοντας νέο χρήμα.
Είναι το ευρώ που μας οδήγησε στα Μνημόνια προκειμένου να συνεχιστεί η εξυπηρέτηση του χρέους, να διατηρηθεί η αξιοπιστία του Ευρωσυστήματος – κανένα μέλος του δεν πρέπει να κάνει στάση πληρωμών – και να διασωθούν οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, που εκείνη την εποχή, ήταν «φορτωμένες» με ελληνικά κρατικά ομόλογα. Σημειώνεται ότι όλες οι χώρες που υπέγραψαν Μνημόνια ήταν μέλη της Ευρωζώνης. Καμιά χώρα της Ε.Ε. με δικό της εθνικό νόμισμα δε χρειάστηκε να υπογράψει Μνημόνιο.
Το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, τα κόμματα που το υπηρετούν, οι κάθε είδους πολιτικοί, οικονομικοί, κοινωνικοί και γεωπολιτικοί αναλυτές, οι δημοσιογράφοι, αλλά και μεγάλο τμήμα των πολιτών δεν αντιλαμβάνονται ή δε θέλουν να αντιληφθούν τη βασική αιτία της σημερινής εθνικής αποδόμησης. Η Ελλάδα βρίσκεται υπό καθεστώς ξενοκρατίας. Το ευρώ διόγκωσε το συναλλαγματικό χρέος και αυτό υποδούλωσε τη χώρα. Καμιά ανεξάρτητη εθνική πολιτική ούτε δημοσιονομική, ούτε οικονομική, ούτε αναπτυξιακή, ούτε κοινωνική, ούτε αμυντική δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Όλες αυτές οι πολιτικές ελέγχονται, περιορίζονται και ρυθμίζονται από το εξωχώριο κέντρο που εκδίδει το χρήμα και ελέγχει την ποσότητα και το κόστος απόκτησής του.
Μια χώρα που δεν ελέγχει το νόμισμά της και είναι φορτωμένη μ’ ένα δυσθεώρητο συναλλαγματικό χρέος έχει χάσει τον πυρήνα της εθνικής κυριαρχία της.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να υπερασπιστεί τα ύψιστα εθνικά συμφέροντά της στο Αιγαίο, τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Κύπρο και την Α. Μεσόγειο όταν αυτά αμφισβητούνται, όχι από τους αναθεωρητές της Άγκυρας, των Σκοπίων ή των Τιράνων, αλλά από τα γεωπολιτικά συμφέροντα των επικυρίαρχων δυνάμεων και ευρύτερα από τις πολιτικές της παγκοσμιοποίησης που υλοποιούνται, στην ευρωπαϊκή ήπειρο, από την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη. Η παγκοσμιοποίηση δε θέλει εθνικά σύνορα, εθνικά συμφέροντα, εθνικές ταυτότητες, θέλει έναν ενιαίο χώρο ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, αγαθών και εργατικού δυναμικού. Ούτε ικανή στρατιωτική αποτρεπτική ισχύ δεν μπορεί να έχει η πατρίδα μας γιατί τα χρήματα που απαιτούνται πηγαίνουν στην εξυπηρέτηση του χρέους, ενώ η ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, όπως κάνει η Τουρκία, απαιτεί κεφάλαια και δεν επιτρέπεται να έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των αντίστοιχων επιχειρήσεων των επικυρίαρχων δυνάμεων.
Η οικονομική αδυναμία και εξάρτηση της Ελλάδας, η μείωση του πληθυσμού της λόγω της υπογεννητικότητας και της μετανάστευσης, η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, ο αποπροσανατολισμός του λαού από την προπαγάνδα και τα ιδεολογήματα της παγκοσμιοποίησης (εθνομηδενισμός), οδηγούν σε έλλειψη εσωτερικής νομιμοποίησης, δηλαδή, στη αποδοχή και υποστήριξη από τον πληθυσμό μιας υψηλής εθνικής στρατηγικής άμυνας, σ’ όλα τα επίπεδα, για την επιβίωση της χώρας. Όλοι οι συντελεστές ισχύος του Ελληνισμού καταρρέουν με γεωμετρική πρόοδο τη στιγμή που βρίσκεται αντιμέτωπος, όχι με μία απειλή, αλλά ένα συνδυασμό θανάσιμων απειλών.
Στη δημόσια σφαίρα δε συζητείται τίποτα απ’ όλα αυτά. Η πολιτική αντιπαράθεση, μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, γίνεται σε δευτερεύοντα θέματα, που έχουν χαρακτήρα μικροπολιτικής ή πολιτικού κουτσομπολιού, προκειμένου να δημιουργούνται ευνοϊκές εντυπώσεις για ψηφοθηρικούς λόγους. Ακόμα και σε θέματα μεγάλης εθνικής σημασίας, όπως το Σκοπιανό ή ο τουρκικός αναθεωρητισμός, η αντιπαράθεση αποκρύπτει την ουσία και τους κινδύνους και περιορίζεται σε κριτική των χειρισμών. Δεν υπάρχει καμιά εναλλακτική στρατηγική πρόταση, γιατί το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα έχει αποδεχτεί και δεν αμφισβητεί το περιορισμένο πλαίσιο κινήσεων που έχουν επιβάλλει στη χώρα οι επικυρίαρχοι δανειστές. Πρόκειται για πολιτικό σύστημα δωσίλογων (δίνουν λόγο στις δυνάμεις κατοχής). Κυριαρχεί ένας πολιτικός πρωτογονισμός που συνδυάζει ανικανότητα, άγνοια, φόβο, δειλία και ραγιαδισμό και χαρακτηρίζει όλη τη δημόσια ζωή της Ελλάδας, θέτοντας σε ύψιστο κίνδυνο την επιβίωσή της, μέσα στο σημερινό πολυπολικό, άναρχο και ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αφού ψήφισε το 3ο Μνημόνιο, αντιστρέφοντας τις προεκλογικές υποσχέσεις της και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2015, πορεύεται προς τις εκλογές με πολιτικό αφήγημα την έξοδο από τα Μνημόνια (λες και η χρηματοδότη μέσω αυτών μπορούσε να συνεχίζεται επ’ άπειρον), τη μη περικοπή των συντάξεων (είχε ψηφιστεί κατ’ απαίτηση του ΔΝΤ), την αύξηση του κατώτατου μισθού (θα επιβαρύνει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις), τη μικρή μείωση κάποιων φόρων-εισφορών και την αύξηση ορισμένων κοινωνικών παροχών. Τα δύο τελευταία χρηματοδοτούνται από ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα (1,1 δις) που προέκυψε από την υπερφορολόγηση όλης της κοινωνίας. Το αφήγημα συμπληρώνεται με μια αύξηση του ΑΕΠ κατά περίπου 2,5% (ύστερα από μια μείωση 26,5% την περίοδο των Μνημονίων) και μείωση της ανεργίας (κυρίως λόγω μετανάστευσης).
Για τη Συμφωνία των Πρεσπών το αφήγημα της κυβέρνησης υποστηρίζει ότι έλυσε ένα πρόβλημα που χρόνιζε για περίπου 25 χρόνια προς όφελος της φιλίας των λαών, της καλής γειτονίας και για να αντιμετωπιστεί ο εθνικισμός, η ακροδεξιά και ο λαϊκισμός που απειλεί τη συνοχή του «κοινού σπιτιού μας», της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκχώρησε, δηλαδή, το ελληνικό όνομα της Μακεδονίας για να ενισχύσει τη συνοχή της γερμανικής Ευρώπης. Οι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που συμμετείχαν στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία χαρακτηρίστηκαν εθνικιστές, σωβινιστές, μισαλλόδοξοι, ακροδεξιοί, χρυσαυγίτες, πατριδοκάπηλοι και ετερόκλητος όχλος. Η Συμφωνία των Πρεσπών αποδεικνύει πως τα εγχώρια κόμματα μπορούν να οδηγηθούν ακόμα και σε πολιτική αυτοκτονία, αν αυτό απαιτούν τα γεωπολιτικά συμφέροντα αυτών που ελέγχουν τη χώρα.
Η αντιπολίτευση (ΝΔ – ΚΙΝΑΛ), κάνουν κριτική στην κυβέρνηση εκ του ασφαλούς. Υποστηρίζουν ότι το 3ο Μνημόνιο, που και οι ίδιοι υπερψήφισαν το καλοκαίρι του 2015, ήταν αχρείαστο ενώ τα δικά τους (το 1ο και το 2ο) απαραίτητα. Υπόσχονται κάποιες μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών καθώς και επενδύσεις που θα φέρουν νέες θέσεις εργασίας, όταν οι ίδιοι είχαν αυξήσει τους φόρους, είχαν μειώσει τους μισθούς και τις συντάξεις και είχαν εκτοξεύσει την ανεργία στο 28%. Ελπίζουν ότι οι Έλληνες έχουν ασθενή μνήμη. Για να μην υπάρξει καμιά παρεξήγηση με τα αφεντικά, ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ταξίδεψε, τον περασμένο Ιούνιο, στο Βερολίνο και παρουσίασε στο γερμανό υπουργό των Οικονομικών Όλαφ Σολτς το «μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα» του κόμματός του. Το ίδιο έκανε και η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ το Φεβρουάριο του 2019.
Μείωση των φόρων που υπόσχεται η αντιπολίτευση δεν μπορεί να υπάρξει, σε βαθμό που θα επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα, γιατί τότε θα δημιουργηθεί δημοσιονομικό έλλειμμα στον προϋπολογισμό που θα πρέπει να καλυφθεί με νέο πρόσθετο δανεισμό. Κάτι τέτοιο θα αυξήσει το δημόσιο χρέος και κατά συνέπεια τους τόκους που πληρώνονται κάθε χρόνο. Για τον ίδιο λόγο δεν μπορεί να υπάρξει μείωση του πρωτογενούς αποτελέσματος (πλεονάσματος) από το σημερινό 3,5% του ΑΕΠ, με το οποίο πληρώνονται οι τόκοι του χρέους. Το μόνο που μπορεί να γίνει είναι μια ανακατανομή του φορολογικού βάρους, δηλαδή, ένας φόρος να μειωθεί και ένας άλλος να αυξηθεί, με περίπου ισοδύναμο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών η αντιπολίτευση ψηφοθηρεί. Ενώ από χρόνια έχει αποδεχτεί τη σύνθετη ονομασία που περιλαμβάνει το όνομα της Μακεδονίας ασκεί κριτική για την ιθαγένεια και τη γλώσσα που είναι αναπόφευκτη συνέπεια της εκχώρησης του μείζονος, δηλαδή, του ονόματος. Ήδη δηλώνει ότι είναι αδύνατον να ανατραπεί η Συμφωνία των Πρεσπών και όταν αναλάβει την κυβέρνηση θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί!
Όλοι αυτοί προσπαθούν να χειραγωγήσουν, δηλαδή, να εξαπατήσουν τους πολίτες και να υποκλέψουν την ψήφο τους στις επόμενες εκλογές.
Αλλά και οι δυνάμεις της αντίστασης, όσοι δηλαδή θέλουν να αντιστρέψουν την πορεία των πραγμάτων, βρίσκονται σε απόλυτη σύγχυση. Τα εννέα τελευταία χρόνια, από το 2010, δημιουργήθηκαν πολλά κόμματα, οργανώσεις και συλλογικότητες αλλά κανένα απ’ αυτά τα πολιτικά υποκείμενα δεν κατάφερε να παρουσιάσει ένα αξιόπιστο εναλλακτικό σχέδιο για τη σωτηρία της χώρας.
Το πρόβλημα έγκειται στην κατανόηση του τι ακριβώς συμβαίνει και στο γιατί συμβαίνει. Παρά τα όσα λέγονται δε γίνεται κατανοητό το ευρύτερο πλαίσιο, δηλαδή η παγκοσμιοποίηση, εντός του οποίου εκτυλίσσεται η ελληνική αποδόμηση. Δε γίνεται κατανοητός ο ρόλος του ξένου νομίσματος και του συναλλαγματικού χρέους. Δε γίνεται κατανοητή η φύση της ξένης κατοχής. Δε γίνεται κατανοητό ότι δεν υπάρχει ανεξάρτητη ελληνική κυβέρνηση, αλλά μια μαριονέτα των δανειστών. Δε γίνεται κατανοητός ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας του αγώνα. Δε γίνεται κατανοητό ότι απαιτείται ένα ολιστικό σχέδιο σωτηρίας του Ελληνισμού και όχι η αποσπασματική αντιμετώπιση των επί μέρους θεμάτων όπως του οικονομικού, του κοινωνικού, των εθνικών απειλών, της δημογραφικής συρρίκνωσης και αλλοίωσης του πληθυσμού.
Πολλοί ζητούν την κατάργηση των μνημονιακών νόμων και της λιτότητας χωρίς να λένε με τι θα αντικαταστήσουν τα Μνημόνια. Αν τα εισοδήματα επανέλθουν στα επίπεδα του 2009 τότε θα απαιτούνται νέα δάνεια, σε ευρώ, για να χρηματοδοτούνται οι καταναλωτικές δαπάνες. Ποιος θα δανείζει τότε την Ελλάδα και με ποιους όρους;
Άλλοι προτείνουν να σταματήσουμε την εξυπηρέτηση του παράνομου, αθέμιτου και επονείδιστου χρέους και να καταφύγουμε στα διεθνή δικαστήρια προκειμένου να μας δικαιώσουν διαγράφοντας το χρέος. Παραγνωρίζουν ότι σε μια τέτοια περίπτωση οι δανειστές μπορούν να νεκρώσουν την ελληνική οικονομία, μέσα σε μια εβδομάδα, με όπλο το νόμισμα. Διαγραφή του ευρω-χρέους μέσα στην Ευρωζώνη είναι απλά ανέφικτη.
Κάποιοι άλλοι καταρτίζουν σχέδια παραγωγικής ανασυγκρότησης χωρίς όμως να απαντούν στο ερώτημα: Που θα βρεθούν τα λεφτά για τις απαραίτητες νέες επενδύσεις;
Υπάρχουν επίσης αυτοί που ζητούν την άμεση ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της χώρας για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής από τη Θράκη μέχρι την Κύπρο, αλλά και εδώ το ερώτημα παραμένει το ίδιο: Που θα βρεθούν τα λεφτά; Με νέα δάνεια σε ευρώ;
Τέλος κάποιοι άλλοι προτάσσουν θεσμικές μεταρρυθμίσεις, με αλλαγή του Συντάγματος, βελτίωση της λειτουργίας του κράτους, επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης κλπ. Όλα αυτά είναι απαραίτητα αλλά πρέπει να γίνουν προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της κρατικής αποτελεσματικότητας και όχι προς την κατεύθυνση εμπέδωσης της ξενοκρατίας. Πρώτα πρέπει να αποκαταστήσουμε την εθνική κυριαρχία μας και στη συνέχεια να προχωρήσουμε στον εκσυγχρονισμό των θεσμών σύμφωνα με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού.
Τα προβλήματα των ελλήνων πολιτών είναι κοινά. Πρέπει να υπερβούμε τους τεχνικούς διαχωρισμούς μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς που στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης έχει χάσει κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο. Η κύρια αντίθεση είναι μεταξύ της υπεράσπισης του εθνικού κράτους και των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης που αποσκοπούν στην υποταγή, στη συρρίκνωση ή και τη διάλυση του. Η σύγκρουση είναι μεταξύ των γκλομπαλιστών (οι οπαδοί της παγκοσμιοποίησης), είτε προέρχονται από νεοφιλελεύθερη Δεξιά είτε από την εθνομηδενιστική Αριστερά και των πατριωτών, που θέλουν να υπερασπιστούν τη ζωή τους και τα παιδιά τους, το σπίτι τους και το βιός τους, τη συλλογική τους υπόσταση – την πατρίδα τους – και την προσωπική αξιοπρέπειά τους αλλά και την αξιοπρέπεια της χώρας τους.
Πρέπει να απευθυνθούμε στη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων που αρνούνται να αποδεχτούν την ευρω-κατοχή ως κανονικότητα, τη γερμανική ηγεμονία ως αναγκαιότητα και την τουρκική επικυριαρχία ως την αναπόφευκτη μοίρα του αδύναμου.
Το αναγκαίο νέο πολιτικό υποκείμενο όμως δεν μπορεί να προκύψει από τη συνένωση των υπαρχόντων πολιτικών οργανώσεων, στη βάση μιας εκλογικής συνεργασίας, γιατί οι μέσες λύσεις και οι συμβιβασμοί θα κάνουν το εγχείρημα αναξιόπιστο. Απαιτείται ένα ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα και ένα ολιστικό σχέδιο σωτηρίας του Ελληνισμού, που προοδευτικά θα συσπειρώσει την πλειοψηφία των πολιτών.
Το κείμενο αυτό αποτέλεσε τη βάση της εισήγησης του Νίκου Ιγγλέση στη Διάσκεψη για την κοινή δράση του Δημοκρατικού Πατριωτικού Χώρου που διοργάνωσε η ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ (RESTART) στις 20-2-19 στην Αθήνα. Ο Νίκος Ιγγλέσης είναι συγγραφέας του βιβλίου «Στρατηγικές Επιλογές Επιβίωσης του Ελληνισμού» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Στοχαστής».
Πηγή: