Πρώτο πρόβλημα στην Ελλάδα σήμερα, πασίδηλο και ασφυκτικό: η
απώλεια επαφής κομμάτων και κομματανθρώπων με την πραγματικότητα. Η
απόλυτη υποταγή λόγων και ενεργημάτων τους στη στυγνή προτεραιότητα να
κερδηθούν οι εντυπώσεις.
Η πολιτική αρχίζει και τελειώνει στις εντυπώσεις, σχεδιάζεται και ασκείται με τους όρους του μάρκετινγκ. Το κόμμα, η ονομασία του, τα στελέχη του, ο λογότυπος, το δήθεν «πρόγραμμά» του, οι δημηγορίες των «αρχηγών», οι καθημερινές «παρεμβάσεις» τους στην επικαιρότητα, όλα είναι άσχετα με την πολιτική και την κοινωνία. Ολα υπηρετούν αποκλειστικά τον εντυπωσιασμό – να κερδηθούν, με οποιοδήποτε τίμημα, οι εντυπώσεις.
Οι εντυπώσεις όχι των σκεπτόμενων, με κριτική εγρήγορση πολιτών. Αυτοί είναι μειονότητα και δεν ενδιαφέρουν. Οι εντυπώσεις είναι προκάτ και αλακάρτ: συντονισμένες με τον πρωτογονισμό και τα ορμέμφυτα του «ποδοσφαιρόφιλου» οπαδού, του παθητικού τζογαδόρου, του υπνωτισμένου καταναλωτή.
Η μεθοδευμένη μετάδοση του ενδιαφέροντος της μάζας από τα δεδομένα της πραγματικότητας στο παιχνίδι των εντυπώσεων, έχει αναχθεί σε πολιτικό μονόδρομο. Δεν υπάρχει διαφορά - αντιπαλότητα - αντιμαχία προγραμμάτων, οπτικής, πεποιθήσεων. Οι «διαφορές», λ.χ., της Ν.Δ. από τον ΣΥΡΙΖΑ, με όσο ρητορικό «πάθος» κι αν προβάλλονται, με οσοδήποτε ευφυείς «ατάκες» κι αν διανθίζονται, είναι αποκλειστικά και μονότονα διαχειριστικές. Που σημαίνει: Δεν αφορούν σε διαφορετική εκδοχή, σκοποθεσία, διάρθρωση της Παιδείας, της Υγείας, της Δικαιοσύνης, της Δημόσιας Τάξης, των Ασφαλίσεων, της φορολογίας, της προσέλκυσης επενδύσεων, της οργάνωσης των υπουργείων, του κοινωνικού ρόλου των Ανεξάρτητων Αρχών και, εντελώς ιδιαίτερα, του Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου. Οχι.
Με τον ΣΥΡΙΖΑ η ελλαδική κοινωνία γνωρίζει και υφίσταται, για δεύτερη φορά (μετά την πασοκική αποδόμηση πατρίδας, γλώσσας, αξιοκρατίας), τις συνέπειες του ιστορικο-υλιστικού μηδενισμού και αμοραλισμού. Συνέπειες, φυσικά, στο επίπεδο ποιότητας της ζωής. Αλλά ούτε όταν δευτέρωσε ο ανυπόφορος κοινωνικός εκπεσμός εμφανίστηκε να γεννιέται ανάχωμα: αντιπρόταση πολιτική, προγραμματική, στην «αποκοινωνικοποίηση» της κοινωνίας.
Τόσο στα χρόνια αυτευνουχισμού των Ελλήνων με το ΠΑΣΟΚ όσο και στα χρόνια εκποίησης της αυτεξουσιότητας του ελληνικού κράτους και ενεχυριασμού κάθε κοινωνικής περιουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της Ν.Δ. ήταν επιφορτισμένο με τις ευθύνες «αξιωματικής αντιπολίτευσης». Ομως, άρθρωσε ποτέ πολιτική αντιπρόταση πέρα από τη «διαχειριστική» μεμψιμοιρία; Είπε ποτέ στον λαό, αν και σε τι διαφέρει η ίδια από το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ; Ποιος είναι για τη Ν.Δ. ο άξονας συνοχής της ελληνικής κοινωνίας, η ραχοκοκαλιά της; Δίχως απάντηση σε αυτό το ερώτημα, είναι αδύνατο να διαμορφωθεί πολιτική για την Παιδεία, για την Αμυνα, για το Μεταναστευτικό, για τη Δημόσια Τάξη.
Το κόμμα της Ν.Δ., χρόνια τώρα, είναι πολιτικά και κοινωνικά ανύπαρκτο. Και θα παραμείνει ανύπαρκτο (έστω κι αν κερδίσει όλες τις εκλογές), αν δεν ξεκαθαρίσει (προγραμματικά, όχι με ρητορείες) σε τι διαφοροποιείται από τον μηδενισμό και αμοραλισμό του Ιστορικού Υλισμού. Θα παλαίψει για να πάψει το σχολείο να είναι «χρηστικό», να γίνει η γνώση χαρά κοινωνίας; Θα ελευθερώσει τα πανεπιστήμια από το καρκίνωμα των «κομματικών νεολαιών»; Θα θεσμοθετήσει τη συνεχή αξιολόγηση (κρίση και διαβάθμιση) των δημόσιων λειτουργών, την άμιλλα και την αριστεία στην εκπαίδευση; Θα τηρήσει τους συνταγματικούς περιορισμούς του δικαιώματος απεργίας των δημόσιων λειτουργών;
Δεν υπάρχει περιθώριο για μισόλογα και δικαιολογίες. Στην Παιδεία, στα ΜΜΕ, στη μεταρρυθμιστική τόλμη που θα οικοδομήσει κοινωνική συνοχή, οφείλει να επενδύσει η Ν.Δ. τη δική της πολιτική ταυτότητα, τη διαφοροποίησή της από τους εγχώριους μεταπράτες του ιστορικο-υλιστικού αμοραλισμού και μηδενισμού. Το οφείλει, όχι θεωρητικά και αόριστα, αλλά συγκεκριμένα: στις εκατοντάδες χιλιάδων Ελλήνων, που δεκαετίες τώρα τους απογοητεύει «κατά συρροήν»: την ψηφίζουν σαν κόμμα δήθεν αντίπαλο του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αυτή φιλοδοξεί απλώς διαχειριστική διαφοροποίηση.
Η οδύνη τόσης συμφοράς και τόσου απελπισμού δεν παρηγοριέται με επαγγελίες διαχειριστικών «βελτιώσεων» – απλώς καθηλώνει τον ΣΥΡΙΖΑ σε χαμηλά ποσοστά στις προεκλογικές σφυγμομετρήσεις. Αλλά και αρνείται μια σίγουρη υπεροχή στη Ν.Δ. Οσο δραματικά κι αν έχει υποβαθμιστεί η γλωσσική εκφραστική (άρα η οξύνοια) των Ελλήνων, το κριτικό τους αισθητήριο μοιάζει να αντιδρά στις παλινωδίες της Ν.Δ.: Δεν ξεχνιέται ότι υιοθέτησε προκλητικά την αναξιοκρατία και το πελατειακό κράτος, καμουφλάρισε «προοδευτικά» την αρνησιπατρία, σιγοντάρισε τη χλεύη του πατριωτισμού, συντάχθηκε άνευ όρων με την υποταγή της πολιτικής στους εμπόρους της δημοσιότητας.
Δεν είναι ανένοχη η Ν.Δ. για το γεγονός ότι τρίτο σε δύναμη κόμμα στη Βουλή των Ελλήνων είναι ο πρωτογονισμός και η βαναυσότητα της καπηλείας του πατριωτισμού. Εχει την τεράστια ιστορική ευθύνη αυτό το κόμμα ότι άφησε τον Ελληνισμό ασπόνδυλο, χωρίς ραχοκοκαλιά πολιτισμικής δυναμικής και ιστορικής αυτοσυνειδησίας. Κόμμα που δεν απόκτησε ποτέ κοινωνικούς στόχους και συνείδηση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. Δεν απασχολήθηκε ποτέ με το ερώτημα: μπορεί να υπάρξει συγκροτημένο «κράτος» σε συνθήκες κοινωνικού κενού;
Πηγή: