Γιατί η Συμφωνία των Πρεσπών είναι «νεκρή»...

Στα ψιλά γράμματα της Συμφωνίας των Πρεσπών, ξεχωρίζει μία υποπαράγραφος, την οποία πολλοί έχουν αγνοήσει. Η υποπαράγραφος αυτή, όμως, είναι ο λόγος για τον οποίο, αυτή τη στιγμή, η Συμφωνία των Πρεσπών πρέπει να θεωρείται… λήξασα!

 
Κι εξηγούμαι:
Μέρος Πρώτο, άρθρο πρώτο, παράγραφος 4, περίπτωση ε Συμφωνίας Πρεσπών: «Το Δεύτερο Μέρος (σ.σ. Σκόπια) θα ολοκληρώσει in toto τις συνταγματικές τροποποιήσεις έως το τέλος του 2018».
Το τέλος του 2018 ήρθε. Και πέρασε.
Το «Δεύτερο Μέρος», όμως, δεν ολοκλήρωσε και μάλιστα in toto (= στο σύνολο) τις συνταγματικές αλλαγές. Αυτό δεν φαίνεται να γίνεται τουλάχιστον μέχρι τις 10 Ιανουαρίου, οπότε και θα ψηφίσει η σκοπιανή Βουλή. Άραγε, αυτές οι δέκα ημέρες της υπέρβασης, είναι ικανές να ανατρέψουν το σκηνικό;
Η Συμφωνία των Πρεσπών, ως διεθνής συνθήκη, υπάγεται στις διατάξεις της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Συνθηκών.
Στη Συνθήκη αυτή περιγράφονται τρεις τρόποι για την απεμπλοκή ενός Κράτους από μία Συμφωνία: Ακύρωση, καταγγελία, λήξη/αναστολή εφαρμογής.
Η ακύρωση είναι μάλλον αδύνατη, καθώς θα πρέπει να αποδείξουμε ότι ο Κοτζιάς ήταν υπό καθεστώς πλάνης, απάτης ή απειλής τη στιγμή που υπέγραφε τη συμφωνία.
Όσον αφορά στην καταγγελία, ο κ. Τσίπρας με τον «αδελφό» κ. Ζάεφ, φρόντισαν να καταστήσουν τη συνθήκη στο άρθρο 20, «αμετάκλητη».
Αυτό παραπέμπει στο άρθρο 56 της Συνθήκης της Βιέννης, όπου αναφέρεται ρητώς: «Συνθήκη, μη περιέχουσα διάταξιν αφορώσαν εις την λήξιν και μη προβλεπούσα την καταγγελίαν ή αποχώρησιν εκ ταύτης δεν δύναται να καταγγελθή ή να λυθή διά αποχωρήσεως».
Άρα μας απέμεινε μονάχα μία επιλογή: Λήξις ή αναστολή εφαρμογής.
Πόσο εφικτό είναι;
Το άρθρο 60 της Συνθήκης της Βιέννης κάνει λόγο για «ουσιώδη παραβίαση». Αυτή η παραβίαση, αναφέρει, δίνει το δικαίωμα στο Κράτος να τερματίσει τη συμφωνία, ή να αναστείλει την εφαρμογή της.
Οι πολιτικοί λόγοι που καθιστούν ήδη τη Συνθήκη λήξασα είναι γνωστοί σε όλους. Ο κ. Ζάεφ και οι συν αυτώ, με συνεχείς και καθημερινές εμπρηστικές δηλώσεις περί μακεδονισμού, δηλητηριάζουν την όποια πιθανότητα αρμονικής συνύπαρξης, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό «ουσιωδώς» τη Συμφωνία.
Πέρα, όμως, από την πολιτική προέκταση του ζητήματος, εδώ αναφύεται και το νομικό ζήτημα του κατά πόσο συνιστά «ουσιώδη παραβίαση» η μη τήρηση του χρονοδιαγράμματος.
Μπορεί να ακούγεται ασήμαντη λεπτομέρεια, σε επίπεδο, όμως, διακρατικών συμφωνιών, ακόμα και το κόμμα στο κείμενο μίας συμφωνίας οφείλει και πρέπει να τηρείται κατά γράμμα. Εν προκειμένω, κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Μπορεί, όμως, κάποιος να το χρησιμοποιήσει για να ζητήσει την ακύρωση της Συμφωνίας; Και πως; Όπως μάθαμε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, μετά τις 15 Ιανουαρίου (και την ψήφιση του σκοπιανού συντάγματος), ο πρωθυπουργός θα ανακοινώσει το χρονοδιάγραμμα της κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών. Στο σενάριο της υπερψήφισης, ακολουθεί η κύρωση διά τυπικού νόμου από τη Βουλή. Προσβάλλεται ο τυπικός νόμος;
Τον Ιούλιο του 2018, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, οι Παμμακεδονικές Ενώσεις προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας την ακύρωσή της.
Το ΣτΕ έκρινε πως η Συμφωνία είναι κομμάτι της κυβερνητικής πολιτικής και δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά. Η μειοψηφία, όμως, στην απόφαση ήταν σαφής και διατρέχει πλείστες αποφάσεις του ανωτάτου ακυρωτικού: Όταν διάταξη διεθνούς συνθήκης, ή διάταξη τυπικού νόμου χρησιμοποιείται ως προκάλυμμα διατάξεων με ισχύ σε ατομικό επίπεδο, ή προσβάλει ένα ατομικό δικαίωμα, μπορεί να ζητηθεί η ακύρωσή τους ενώπιον του Δικαστηρίου.
Εν προκειμένω και μετά την ψήφιση του Νόμου από τη Βουλή των Ελλήνων, θα πρέπει να ζητηθεί εκ νέου η ακύρωση της Συμφωνίας, αυτή τη φορά υπό τη μορφή που έλαβε ως νόμος του Κράτους.
Κι αν πάλι το ΣτΕ θεωρήσει ανέλεγκτο τον τυπικό νόμο, κατά την πάγια νομολογία του, δεν μπορεί να πράξει το ίδιο και για τις κανονιστικές πράξεις που θα εκδοθούν, κατ’ ακολουθία του Νόμου και θα οριοθετούν συγκεκριμένα σημεία της Συμφωνίας, όπως είναι οι εμπορικές ονομασίες, τα εμπορικά σήματα και οι ονομασίες.
Και το «νομικό» πάτημα αυτή τη φορά είναι ισχυρότατο: Τα Σκόπια δεν ολοκλήρωσαν «in toto» τις συνταγματικές αλλαγές μέχρι το τέλος του 2018, όπως όφειλαν. Κατά γενική αρχή του δικαίου, η μη τήρηση μιας προθεσμίας συνεπάγεται τον τερματισμό της συμφωνίας που την προβλέπει. Η Συμφωνία δεν υπάρχει πια!
Είναι πάγια η θέση μου ότι δεν πρέπει να προσπαθείς να περιβάλεις με νομικό μανδύα την πολιτική σου διαφωνία. Όμως, όταν μία συμφωνία παραβιάζει όχι μόνο τις αρχές της λογικής, αλλά και της ιστορικής και πολιτικής ταυτότητας ενός ολάκερου γένους, οφείλεις να αφιερώσεις όλα σου τα όπλα – νομικά και πολιτικά – στον αγώνα.
Μέχρι τη νίκη, λοιπόν!
* Σοφία Νικολάου Δικηγόρος


Πηγή: