Γιώργος Κοντογιώργης, Μία δημοκρατική Πολιτεία δεν παράγει ολιγαρχικές πολιτικές...

 Η σύγχυση ανάμεσα στη φάση της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας που κατέκτησε η ανθρωπότητα και στο πρώιμο ανθρωποκεντρικό στάδιο που βιώνει, είναι ευρέως υπόλογη της άρνησης της νεοτερικής διανόησης να προσέλθει σε μια επανεκτίμηση των εννοιών που ορίζουν τα φαινόμενα. 

 
Η επιμονή της να θεωρεί ότι η φάση που διανύει η ανθρωπότητα σήμερα είναι η πλέον ολοκληρωμένη και τελειωτική, συνάδει με την ιδεολογική της επιλογή ότι οι λύσεις οφείλουν να αναζητηθούν στο πλαίσιο του παρόντος συστήματος.
Προφανώς, όμως, συγχέει την καθόλα εξαιρετική ως προς τις επιπτώσεις της οικοδόμηση του ανθρωποκεντρισμού στο επίπεδο της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας (του κράτους έθνους), με το ανθρωποκεντρικό στάδιο που διανύει. Οι επισημάνσεις αυτές διευκρινίζουν, σε τελική ανάλυση, το ερώτημα εάν η Αριστερά είναι έτοιμη να ανασυνδεθεί με το μέλλον και να επανέλθει σε τροχιά προόδου. Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι.
Στον ίδιο ακριβώς βαθμό που και το σύνολο της νεοτερικότητας αδυνατεί να συλλάβει, ή μάλλον αρνείται να αποδεχθεί, τις πραγματικότητες που αποτυπώνουν τη δυναμική τους στις ημέρες μας και την φύση των εξελίξεων που σημειώνονται στον κοσμοσυστημικό χώρο. Διότι, ακόμη και αν αποδεχθούμε την αδυναμία της να συλλάβει τις εξελίξεις, δεν γίνεται η Αριστερά να μην αντιλαμβάνεται το αυτονόητο: η προσέγγιση του μέλλοντος ενός νέου ανθρώπου (λ.χ. ενός εφήβου) δεν δύναται να γίνει υπό το πρίσμα της ηλικίας του, χωρίς να συνεκτιμηθούν τα επόμενα στάδια της βιολογικής του εξέλιξης.
Η Αριστερά γνωρίζει
Κατά την ίδια έννοια, δεν είναι δυνατόν να μην έχει συνείδηση του γεγονότος ότι η βιολογία του κοινωνικού ανθρώπου δεν επιτρέπει υπερβάσεις φάσεων, όπως για παράδειγμα την είσοδό του κατ’ ευθείαν στην εποχή της ωριμότητας, ή την υπέρβαση των φάσεων που επιτάσσει η βιολογία των εμβίων όντων (όπως από την εφηβεία να οδηγηθεί εξ αποφάσεως στην εποχή της ωριμότητας κλπ). Και σε κάθε περίπτωση, δεν είναι άδολη η ολοένα και πιο συχνή επίκληση του δημοκρατικού χαρακτήρα της σημερινής μοναρχικής-ολιγαρχικής Πολιτείας. Ούτε είναι τυχαίο ότι συνάδει με τη διαπιστούμενη σημαίνουσα αμφισβήτηση ακόμη και της δυνατότητάς της να διασφαλίσει στοιχειωδώς τον κοινωνικό σκοπό της πολιτικής.
Προφανώς γνωρίζει η Αριστερά ότι ένα ολιγαρχικό σύστημα είναι φύσει προορισμένο να παράγει ολιγαρχικές πολιτικές. Ότι εάν η σημερινή Πολιτεία ήταν δημοκρατική δεν θα υπήρχε χώρος για πολιτικές που θα αντέλεγαν στη βούληση της κοινωνίας. Το γεγονός αυτό ομολογεί ότι η νέα Αριστερά, όπως άλλωστε και η νέα Δεξιά, συμπεριλαμβανομένης και της παλαιοδεξιάς-Ακροδεξιάς, το σύνολο εν προκειμένω της νεοτερικότητας, γνωρίζουν ότι η κοινωνία των πολιτών δεν συμμετέχει της Πολιτείας. Περαιτέρω, ότι η κοινωνική βούληση δεν αποτελεί το διακύβευμά της.
Με απλούστερη διατύπωση, όλες μαζί οι πολιτικές δυνάμεις αποδέχονται ότι οφείλει να μην “κρατεί ο δήμος” (μια πολιτειακά συντεταγμένη κοινωνία των πολιτών), αλλά το κράτος και πιο συγκεκριμένα οι νομείς του. Αυτοί, για να προσδώσουν στο κράτος λαϊκή νομιμοποίηση, προσάρτησαν την έννοια του δήμου σ’ αυτό (ταυτίζοντας το νομικό πλάσμα του κράτους με το “δημόσιο” και την “πολιτική κοινωνία”). Οικειοποιήθηκαν την Πολιτεία του και απέκλεισαν την κοινωνία των πολιτών από αυτήν.
Οικειοποίηση της κοινωνίας
Εφεξής, η κοινωνία δεν έχει βούληση, είναι άμορφη, απαίδευτη και ιδιοτελής μάζα, “λαός”. Τη βούλησή της την διαμορφώνει αυθεντικά, δίκην απόλυτου κηδεμόνος, ο κάτοχος της πολιτικής εξουσίας. Η κοινωνία, στο πλαίσιο αυτό, δεν δικαιούται καν να εκφέρει αντιρρήσεις, ή να ελέγξει τον εξουσιαστή-κηδεμόνα της. Τελεί απλώς υπό πολιτική “αντίληψη”. Ο εμμονικός αυτός ισχυρισμός είναι πολλαπλά συντηρητικός:
Πρώτον, διότι εννοεί ότι οι κοινωνικοί συσχετισμοί οφείλουν να διαμορφώνονται εξωθεσμικά, δηλαδή στο πεζοδρόμιο, με την πολιτική διαμεσολάβηση (όχι αντιπροσώπευση) της κομματικής καθοδήγησης. Εντούτοις, ακόμη και εάν ο πολιτικός λόγος της κομματικής Αριστεράς είναι “φιλολαϊκός”, είναι βέβαιον ότι οι συσχετισμοί θα τον ακυρώσουν. Το γεγονός αυτό το γνωρίζει η Αριστερά, το διδάσκει, άλλωστε, η ίδια η μαρξική θεωρία, αλλά και η εμπειρία των πολιτικών πειραματισμών από θέση εξουσίας που διακίνησε τις τελευταίες δεκαετίες.
Δεύτερον, διότι αρνείται να αποδεχθεί την πολιτική χειραφέτηση την κοινωνίας, ήτοι τη μετάβασή της από την έννοια του “λαού” σε εκείνη της “κοινωνίας των πολιτών”. Από την πολιτειότητα που ταυτοποιεί το ανήκειν του πολίτη στο κράτος, στην πολιτειότητα που εγγράφει τον πολίτη ως εταίρο της Πολιτείας. Από τον “πολίτη-ιδιώτη” στον “πολίτη-εντολέα” της πολιτικής τάξης.
Ο πολίτης-ιδιώτης, με την ψήφο του διαιτητεύει μεταξύ των ολίγων “μονομάχων” της κομματικής ηγεσίας, οι οποίοι επιλέγονται από τους ποικίλους όσους μηχανισμούς του παρασκηνίου. Ουσιαστικά, όμως, επιλέγουν μονάρχη για συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ο οποίος έχει όλες τις εξουσίες και προνομίες του μονάρχη.
Αδιέξοδη συζήτηση
Σε ό,τι μας αφορά, εκτιμάμε ότι η αναζήτηση της διαμόρφωσης των συσχετισμών ανάμεσα στην κοινωνία και στους ιδιοκτήτες του συστήματος της οικονομίας, εξωθεσμικά, προβληματική στο παρελθόν, στις ημέρες μας έχει καταστεί αδιέξοδη. Εξ ου και θεωρούμε ότι το διακύβευμα στις ημέρες μας εστιάζεται πρωταρχικά στην ανάγκη να αποκατασταθεί η ισορροπία μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς.
Αναγγέλλει, όμως, τη μετάβαση σε ένα νέο περιβάλλον, όπου η ελευθερία θα αξιώσει τη διακτίνωσή της πέραν της προσωπικής-ιδιωτικής ζωής, στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πεδίο. Ζητούμενο, στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι επομένως η απαγόρευση ή το σταμάτημα της εξέλιξης, το τέλος της λεγόμενης “παγκοσμιοποίησης” με την επιστροφή στο παρελθόν του κυρίαρχου κράτους. Ζητούμενο είναι η αντιστάθμιση της απομειωθείσης εξωτερικής του κυριαρχίας του με την ανάκτηση εκ μέρους της κοινωνίας μέρους της πολιτικής αρμοδιότητας.
Δεν φταίει η “παγκοσμιοποίηση” και η κοσμοσυστημική ανάπτυξη των ανθρωποκεντρικών παραμέτρων, αλλά ο εγκιβωτισμός στο παρελθόν ορισμένων από αυτές. Εν προκειμένω, η άρνηση των δυνάμεων που συγκροτούν την άρχουσα (πνευματική, πολιτική κλπ) τάξη, να οδηγήσουν την κοινωνία στο μέλλον.

Πηγή: