Μπορεί να σωθεί η συνταγματική αναθεώρηση;

Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αναθεωρητικό εγχείρημα του οποίου η προεκλογική στόχευση είναι πρόδηλη. Αποσκοπεί να αποπροσανατολίσει την κοινωνία από τα φλέγοντα προβλήματα της υπερφορολόγησης, της αποτελματωμένης οικονομίας, της ανεργίας, της κατάρρευσης του ασφαλιστικού συστήματος, προβάλλοντας τη σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία ως φορέα μεγάλων θεσμικών μεταρρυθμίσεων. 
 
Αλλωστε, η προαναθεωρητική διαβούλευση με την κοινωνία που οργάνωσε η κυβέρνηση δεν πέτυχε να προκαλέσει το ενδιαφέρον των πολιτών.

Η στιγμή που επέλεξε ο πρωθυπουργός να κινήσει την αναθεωρητική διαδικασία είναι απρόσφορη. Η χώρα έχει μπει σε μια πολύπλοκη και πολωμένη προεκλογική περίοδο ενόψει των αυτοδιοικητικών, ευρωβουλευτικών και βουλευτικών εκλογών του 2019. Ταυτόχρονα, πολλοί αναρωτιούνται αν αυτή η προεκλογική περίοδος θα συνοδευθεί από την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, όπως παροτρύνει ο υπουργός Υγείας. Σε αυτό το πολιτικό κλίμα είναι αμφίβολο αν μπορεί να διεξαχθεί μια εποικοδομητική συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος.

Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση που εργαλειοποιείται ένα αναθεωρητικό εγχείρημα, είτε προκειμένου να απομακρυνθεί η προσοχή των πολιτών από άλλα κρίσιμα προβλήματα είτε για να διαμορφωθεί ένα επικοινωνιακό πλαίσιο που να εξυπηρετεί τον εκλογικό σχεδιασμό των εκάστοτε κυβερνώντων. Γι’ αυτή την εργαλειοποίηση ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό η ίδια η διαδικασία αναθεώρησης που προβλέπει το Σύνταγμά μας, την οποία έχω χαρακτηρίσει ανορθολογική σε ανύποπτο χρόνο στο βιβλίο μου «Το ανορθολογικό μας Σύνταγμα» (2015), όπου προτείνω και την αναθεώρησή της.

Υπάρχουν δύο τρόποι να ξεφύγουμε από αυτό το αδιέξοδο. Ο πρώτος είναι κατά τη γνώμη μου ο ορθότερος και λυσιτελέστερος, δηλαδή στην παρούσα Βουλή να προχωρήσει μόνο η αναθεώρηση της ίδιας της διαδικασίας αναθεώρησης, ώστε να ξεφύγουμε από αυτό το ασφυκτικό και, ιδίως, ανορθολογικό πλαίσιο των διπλών, αντίστροφων πλειοψηφιών και της πενταετούς προθεσμίας για την έναρξη μιας νέας αναθεώρησης. Ετσι θα μπορούσε η επόμενη Βουλή να συζητήσει με άλλους όρους για όλα τα κρίσιμα πεδία όπου είναι αναγκαία η τροποποίηση του Συντάγματος.

Ο δεύτερος τρόπος, ο οποίος όμως ενέχει αρκετούς κινδύνους, θα ήταν να υπερψηφιστούν με 151 ψήφους όλες οι προτάσεις αναθεώρησης, ώστε η επόμενη Βουλή να τις ξανασυζητήσει, απαιτουμένων όμως 180 ψήφων για την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Με αυτόν τον τρόπο απομακρυνόμαστε και από την πρόταση Μητσοτάκη για υπερψήφιση από την παρούσα Βουλή όλων των προτάσεων με 180 ψήφους, δίνοντας λευκή επιταγή στην επόμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά και από τον κίνδυνο να χαθεί αυτό το παράθυρο ευκαιρίας για την αλλαγή του Συντάγματός μας.

Πηγή: