Η
ανισότητα είναι στο θεμέλιο του ολοκληρωτισμού, είναι μία συνέπεια του
ότι κάποιος δεν αναγνωρίζει την καθολικότητα ούτε της ελευθερίας ούτε
της αδελφοσύνης (δηλαδή, της θεμελιώδους και αναπόφευκτης σχέσης που
συνδέει τα πάντα). Η παιδεία είναι ο τομέας όπου καλλιεργείται η
αντίληψη του ανθρώπου, ο χαρακτήρας και όλα τα ψυχολογικά του
χαρακτηριστικά. Μόνον που δεν παρέχεται αποκλειστικά από την επίσημη
εκπαίδευση, αλλά άτυπα παρέχεται και από την οικογένεια και από το
κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί ο γενικά αποδεκτός τρόπος ζωής
αναπαράγοντας τον εαυτό του. Φυσικά, ο καθένας ανταποκρίνεται
διαφορετικά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος, αλλά παραμένει το γεγονός
ότι όλα αυτά επηρεάζουν και τείνουν στη διαιώνισή τους. Το πρόβλημά μας
είναι αν η επίσημη παιδεία είναι φορέας ισότητας στις σύγχρονες
λεγόμενες δυτικές δημοκρατίες και αν, επιπλέον, το κοινωνικό περιβάλλον
μπορεί να παράσχει από τη φύση του μία δημοκρατική παιδεία στοχεύουσα
στην ισότητα, ανεξαρτήτως της επίσημης παιδείας.
Η μεν ιδιωτική παιδεία εκ των πραγμάτων είναι εφικτή μόνον για
εκείνους που διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα να την έχουν. Και μόνον
αν είχε σαν κύρια αποστολή της την ανάπτυξη της ανιδιοτέλειας και της
ισότητας θα μπορούσε να ξεπεράσει την εξαρχής υπάρχουσα ανισότητα
ευκαιρίας. Αλλά δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Από το άλλο μέρος, η
δημόσια παιδεία ναι μεν απευθύνεται σε όλους εξίσου, αλλά προσαρμόζεται
στη μαζικότητα, είναι υποχείριο πολιτικών χειρισμών και φανατικών
πεποιθήσεων, καθώς και των συμφερόντων που θέλουν να χρησιμοποιήσουν την
παιδεία σαν δεξαμενή σκέψης ορισμένης κατεύθυνσης. Ένα παράδειγμα
ανισότητας προέρχεται από τις ΗΠΑ ως μητρόπολη των δυτικών «δημοκρατιών»
(όπως αναφέρεται σε άρθρο «Πώς ο μπαμπάς μ’ έβαλε στο Χάρβαρντ»,
Richard D. Kahlenberg,
https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/pos-o-mpampas-m-ebale-sto-xarbarnt),
όπου, μεταξύ και άλλων κριτηρίων, η εισδοχή στον πανεπιστήμιο του
Χάρβαρντ διευκολύνεται από το αν κάποιος γονέας του υποψήφιου είχε και
αυτός φοιτήσει στο ίδιο πανεπιστήμιο. «Σήμερα, τα κριτήρια
κληρονομικής επιλογής (legacy preferences) εφαρμόζονται στα τρία τέταρτα
των εκατό καλύτερων πανεπιστημίων, δημόσιων και ιδιωτικών. Υπερισχύουν
επίσης στις εκατό καλύτερες σχολές θεωρητικών σπουδών της χώρας. Εκτός
από τις σχολικές επιδόσεις, το χρώμα του δέρματος, το φύλο και τη
γεωγραφική προέλευση, οι σχολές αυτές λαμβάνουν υπόψη την οικογένεια των
υποψηφίων, χωρίς να αποκαλύπτουν τη σημασία που
αποδίδουν σε καθένα από τα κριτήρια. Η συγκέντρωση απογόνων αποφοίτων
αυξάνει ανάλογα με το κύρος της σχολής. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα
του «Harvard Crimson», 29% των νέων πρωτοετών φοιτητών έχουν έναν γονέα
που έχει κι αυτός φοιτήσει στο Χάρβαρντ.
Η αναπαραγωγή των ελίτ διά της οικογενειακής οδού προστίθεται σε μια όλο και πιο έντονη έλλειψη κοινωνικοοικονομικής ποικιλομορφίας στα πιο αριστοκρατικά ιδρύματα. Αν και το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ διατυμπανίζει ότι στην επόμενη σχολική χρονιά οι νέοι εγγεγραμμένοι του στην πλειοψηφία τους δεν θα είναι λευκοί, μια μελέτη που εμφανίστηκε το 2017 επισημαίνει πως πάνω από τους μισούς σπουδαστές του ανήκουν στο 10% των ευπορότερων οικογενειών της χώρας. Όσοι προέρχονται από το 1% των πλουσιότερων οικογενειών είναι περίπου ισάριθμοι με τους συμφοιτητές τους που προέρχονται από το 60% των οικογενειών με μικρότερα εισοδήματα………….
»Οι υποστηρικτές του «κληρονομικού φίλτρου» ενίοτε ισχυρίζονται ότι αυτό δεν αποτελεί παρά μόνο έναν από τους τρόπους επιλογής μεταξύ υποψηφίων με τα ίδια προσόντα. Στη πραγματικότητα, δεν περιορίζεται στον ρόλο μιας απλής βοήθειας από τη μοίρα. Μελέτη που πραγματοποίησαν ερευνητές του πανεπιστημίου του Πρίνστον αποδεικνύει, με βάση ένα δείγμα που συμπεριλαμβάνει δέκα από τις πιο αριστοκρατικές σχολές της χώρας, ότι το να είσαι «γιος κάποιου» ισοδυναμεί με μια πριμοδότηση 160 βαθμών (με άριστα τους 1.600 βαθμούς) στο τεστ σχολικών δεξιοτήτων (scholastic assessment test, SAT), την τυποποιημένη εξέταση στην οποία οφείλουν να υποβληθούν οι περισσότεροι από τους υποψηφίους για τα αμερικανικά πανεπιστήμια. Το 2011, έρευνα που διεξήχθη σε τριάντα διακεκριμένες σχολές συμπέρανε ότι, μεταξύ ισάξιων μαθητών, τα παιδιά αποφοίτων είχαν κατά 45% μεγαλύτερες πιθανότητες εισόδου σε σχέση με τους υποψήφιους χωρίς συγγενείς στο ίδρυμα. Με άλλα λόγια, ένας φοιτητής που θα είχε 40% πιθανότητα εισαγωγής με βάση τα προσόντα και το συνολικό προφίλ του (αποτελέσματα στο SAT, αθλητικές ικανότητες, φύλο), σε περίπτωση ευνοϊκής συγγένειας βλέπει τις πιθανότητες αυτές να φτάνουν στο 85%».
Αυτό το κριτήριο μοιάζει με την αριστοκρατία που έχει κληρονομικά δικαιώματα στους τίτλους και τα προνόμια και σίγουρα αποτελεί μία κατάφωρη ανισότητα. Το κριτήριο δεν είναι αξιακό αλλά κοινωνικό και καταγωγικό, δηλαδή η αξία έχει υποκατασταθεί από την κοινωνική θέση και την καταγωγή. Στην πραγματικότητα, ο κόσμος ρέπει συχνά προς την καταγωγικότητα, γιατί δεν είναι ακόμη αληθινά ελεύθερος και η ατομικότητα σαν μοναδική ιδιαιτερότητα δεν γίνεται σεβαστή όσο λέγεται – στην πραγματικότητα έχει υποκατασταθεί από τον ατομισμό. Αλλά ατομισμός και ατομικότητα δεν είναι όμοια πράγματα.
Από το άλλο μέρος, η μαζικότητα της δημόσιας παιδείας ανυψώνει μεν όσους βρίσκονται σε αμάθεια ή δεν διαθέτουν τις αναγκαίες δυνατότητες και κλίσεις, αλλά αγνοεί και συμπιέζει αυτούς που διαθέτουν καλύτερες προοπτικές κατανόησης του κόσμου. Ακόμη και στις περιπτώσεις που υπάρχουν συστήματα για να τους ξεχωρίζουν από το μεγάλο πλήθος, ακόμη και τότε οι ικανότητές τους είναι αντικείμενα προς χρήση σε διάφορους κλάδους, κυρίως επιστημονικούς, και όχι προς όφελος του συνόλου. Η ελεύθερη σκέψη δεν ευνοείται, ενώ αυτή έπρεπε να είναι το ζητούμενο. Όλοι επικαλούνται την ελευθερία της σκέψης και συχνά νομίζουν ότι η συνεχής αμφισβήτηση αποτελεί απόδειξη αυτής της ελευθερίας, αλλά αυτό είναι μια πλάνη ανάμεσα σε πολλές.
Αλλά δεν είναι μόνον τα αμερικανικά πανεπιστήμια. Όταν η δημόσια εκπαίδευση υποβαθμίζεται και μαζικοποιείται στο κατώτατο ποιοτικά επίπεδο, τότε θα αναδυθούν σίγουρα δυνατότητες για μια παράλληλη εκπαίδευση με κριτήρια αριστοκρατικά και οικονομικά. Όλα τείνουν στην ανισότητα. Φυσικά, η ισότητα απαιτεί ιδιαίτερη ανάλυση και όχι τις συνηθισμένες ισοπεδωτικές απλοϊκότητες που προέρχονται από φθόνο και ανοησία σκέψης.
Το ότι δε η παιδεία μπορεί να προσαρμόζεται στην οικονομία και τις εργασιακές ανάγκες των πολιτών δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην δείγμα ισότητας και ελευθερίας, το αντίθετο θα λέγαμε, επειδή η οικονομία ως ρυθμιστικός τομέας είναι ένας κατ’ εξοχήν ανταγωνιστικός τομέας που τείνει στην ανισότητα. Και είναι ανταγωνιστικός τομέας, γιατί είναι το μέσο και το πεδίο που εκπληρώνει τις επιθυμίες των ανθρώπων. Οι επιθυμίες είναι άπληστες και συνεχείς και τείνουν στην εγκαθίδρυση ανισότητας. Δηλαδή, η ίδια η ποιότητα και η κατεύθυνση της εκπαίδευσης δεν έχει τα ποιοτικά εκείνα χαρακτηριστικά που θα αναπτύξουν την αίσθηση ισότητας μαζί με την ευθύνη και την ελευθερία.
Η ισότητα, δηλαδή, δεν μπορεί να κριθεί μόνον εκ του αποτελέσματος, όπως το να έχουν όλοι ίσες ευκαιρίες – αν και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Όμως δεν είναι το μοναδικό, γιατί όταν στο θεμέλιο της παιδείας βρίσκεται η τάση για ανισότητα, μια τέτοια επίτευξη φαινομενικής ισότητας δεν μπορεί παρά να είναι παροδική. Αποκλείεται να διατηρηθεί για πολύν χρόνο. Επομένως, αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να μας απασχολήσει αρχικά είναι η κατεύθυνση της παιδείας, το ποιοτικό αποτύπωμά της. Αλλά αυτό είναι ευθύνη όλων και όχι μόνον της κρατικής παιδείας. Αν δεν αναλάβουν οι άνθρωποι αυτή την ευθύνη, δεν πρόκειται κανένα σύστημα παιδείας να εξομαλύνει την ανθρώπινη ζωή έτσι ώστε η ποικιλομορφία καθώς και η διαφοροποίηση των υπαρχουσών δυνατοτήτων να αποτελεί απλώς μία απρόσκοπτη ροή προς το μέλλον, προς την εξέλιξη των συνειδήσεων. Η ανισότητα έχει ακριβώς την αντίθετη κατεύθυνση και αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό. Τείνει να διατηρήσει τη δουλεία της σκέψης και της συνείδησης για να επιβάλει τους όρους της.
Ιωάννα Μουτσοπούλου
Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ
Πηγή:
Η αναπαραγωγή των ελίτ διά της οικογενειακής οδού προστίθεται σε μια όλο και πιο έντονη έλλειψη κοινωνικοοικονομικής ποικιλομορφίας στα πιο αριστοκρατικά ιδρύματα. Αν και το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ διατυμπανίζει ότι στην επόμενη σχολική χρονιά οι νέοι εγγεγραμμένοι του στην πλειοψηφία τους δεν θα είναι λευκοί, μια μελέτη που εμφανίστηκε το 2017 επισημαίνει πως πάνω από τους μισούς σπουδαστές του ανήκουν στο 10% των ευπορότερων οικογενειών της χώρας. Όσοι προέρχονται από το 1% των πλουσιότερων οικογενειών είναι περίπου ισάριθμοι με τους συμφοιτητές τους που προέρχονται από το 60% των οικογενειών με μικρότερα εισοδήματα………….
»Οι υποστηρικτές του «κληρονομικού φίλτρου» ενίοτε ισχυρίζονται ότι αυτό δεν αποτελεί παρά μόνο έναν από τους τρόπους επιλογής μεταξύ υποψηφίων με τα ίδια προσόντα. Στη πραγματικότητα, δεν περιορίζεται στον ρόλο μιας απλής βοήθειας από τη μοίρα. Μελέτη που πραγματοποίησαν ερευνητές του πανεπιστημίου του Πρίνστον αποδεικνύει, με βάση ένα δείγμα που συμπεριλαμβάνει δέκα από τις πιο αριστοκρατικές σχολές της χώρας, ότι το να είσαι «γιος κάποιου» ισοδυναμεί με μια πριμοδότηση 160 βαθμών (με άριστα τους 1.600 βαθμούς) στο τεστ σχολικών δεξιοτήτων (scholastic assessment test, SAT), την τυποποιημένη εξέταση στην οποία οφείλουν να υποβληθούν οι περισσότεροι από τους υποψηφίους για τα αμερικανικά πανεπιστήμια. Το 2011, έρευνα που διεξήχθη σε τριάντα διακεκριμένες σχολές συμπέρανε ότι, μεταξύ ισάξιων μαθητών, τα παιδιά αποφοίτων είχαν κατά 45% μεγαλύτερες πιθανότητες εισόδου σε σχέση με τους υποψήφιους χωρίς συγγενείς στο ίδρυμα. Με άλλα λόγια, ένας φοιτητής που θα είχε 40% πιθανότητα εισαγωγής με βάση τα προσόντα και το συνολικό προφίλ του (αποτελέσματα στο SAT, αθλητικές ικανότητες, φύλο), σε περίπτωση ευνοϊκής συγγένειας βλέπει τις πιθανότητες αυτές να φτάνουν στο 85%».
Αυτό το κριτήριο μοιάζει με την αριστοκρατία που έχει κληρονομικά δικαιώματα στους τίτλους και τα προνόμια και σίγουρα αποτελεί μία κατάφωρη ανισότητα. Το κριτήριο δεν είναι αξιακό αλλά κοινωνικό και καταγωγικό, δηλαδή η αξία έχει υποκατασταθεί από την κοινωνική θέση και την καταγωγή. Στην πραγματικότητα, ο κόσμος ρέπει συχνά προς την καταγωγικότητα, γιατί δεν είναι ακόμη αληθινά ελεύθερος και η ατομικότητα σαν μοναδική ιδιαιτερότητα δεν γίνεται σεβαστή όσο λέγεται – στην πραγματικότητα έχει υποκατασταθεί από τον ατομισμό. Αλλά ατομισμός και ατομικότητα δεν είναι όμοια πράγματα.
Από το άλλο μέρος, η μαζικότητα της δημόσιας παιδείας ανυψώνει μεν όσους βρίσκονται σε αμάθεια ή δεν διαθέτουν τις αναγκαίες δυνατότητες και κλίσεις, αλλά αγνοεί και συμπιέζει αυτούς που διαθέτουν καλύτερες προοπτικές κατανόησης του κόσμου. Ακόμη και στις περιπτώσεις που υπάρχουν συστήματα για να τους ξεχωρίζουν από το μεγάλο πλήθος, ακόμη και τότε οι ικανότητές τους είναι αντικείμενα προς χρήση σε διάφορους κλάδους, κυρίως επιστημονικούς, και όχι προς όφελος του συνόλου. Η ελεύθερη σκέψη δεν ευνοείται, ενώ αυτή έπρεπε να είναι το ζητούμενο. Όλοι επικαλούνται την ελευθερία της σκέψης και συχνά νομίζουν ότι η συνεχής αμφισβήτηση αποτελεί απόδειξη αυτής της ελευθερίας, αλλά αυτό είναι μια πλάνη ανάμεσα σε πολλές.
Αλλά δεν είναι μόνον τα αμερικανικά πανεπιστήμια. Όταν η δημόσια εκπαίδευση υποβαθμίζεται και μαζικοποιείται στο κατώτατο ποιοτικά επίπεδο, τότε θα αναδυθούν σίγουρα δυνατότητες για μια παράλληλη εκπαίδευση με κριτήρια αριστοκρατικά και οικονομικά. Όλα τείνουν στην ανισότητα. Φυσικά, η ισότητα απαιτεί ιδιαίτερη ανάλυση και όχι τις συνηθισμένες ισοπεδωτικές απλοϊκότητες που προέρχονται από φθόνο και ανοησία σκέψης.
Το ότι δε η παιδεία μπορεί να προσαρμόζεται στην οικονομία και τις εργασιακές ανάγκες των πολιτών δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην δείγμα ισότητας και ελευθερίας, το αντίθετο θα λέγαμε, επειδή η οικονομία ως ρυθμιστικός τομέας είναι ένας κατ’ εξοχήν ανταγωνιστικός τομέας που τείνει στην ανισότητα. Και είναι ανταγωνιστικός τομέας, γιατί είναι το μέσο και το πεδίο που εκπληρώνει τις επιθυμίες των ανθρώπων. Οι επιθυμίες είναι άπληστες και συνεχείς και τείνουν στην εγκαθίδρυση ανισότητας. Δηλαδή, η ίδια η ποιότητα και η κατεύθυνση της εκπαίδευσης δεν έχει τα ποιοτικά εκείνα χαρακτηριστικά που θα αναπτύξουν την αίσθηση ισότητας μαζί με την ευθύνη και την ελευθερία.
Η ισότητα, δηλαδή, δεν μπορεί να κριθεί μόνον εκ του αποτελέσματος, όπως το να έχουν όλοι ίσες ευκαιρίες – αν και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Όμως δεν είναι το μοναδικό, γιατί όταν στο θεμέλιο της παιδείας βρίσκεται η τάση για ανισότητα, μια τέτοια επίτευξη φαινομενικής ισότητας δεν μπορεί παρά να είναι παροδική. Αποκλείεται να διατηρηθεί για πολύν χρόνο. Επομένως, αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να μας απασχολήσει αρχικά είναι η κατεύθυνση της παιδείας, το ποιοτικό αποτύπωμά της. Αλλά αυτό είναι ευθύνη όλων και όχι μόνον της κρατικής παιδείας. Αν δεν αναλάβουν οι άνθρωποι αυτή την ευθύνη, δεν πρόκειται κανένα σύστημα παιδείας να εξομαλύνει την ανθρώπινη ζωή έτσι ώστε η ποικιλομορφία καθώς και η διαφοροποίηση των υπαρχουσών δυνατοτήτων να αποτελεί απλώς μία απρόσκοπτη ροή προς το μέλλον, προς την εξέλιξη των συνειδήσεων. Η ανισότητα έχει ακριβώς την αντίθετη κατεύθυνση και αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό. Τείνει να διατηρήσει τη δουλεία της σκέψης και της συνείδησης για να επιβάλει τους όρους της.
Ιωάννα Μουτσοπούλου
Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ
Πηγή: