Όταν ήμασταν παιδιά, είχαμε αθωότητα και μας ήταν φυσικό να εκφράζουμε αγάπη. Τι μας συνέβη, λοιπόν; Τι συνέβη σε όλο τον κόσμο;
Η απάντηση είναι ότι όταν είμαστε παιδιά, οι ενήλικοι έχουν ήδη την ψυχική ασθένεια, η οποία είναι πολύ μεταδοτική. Πώς μας τη μεταδίδουν; Μας μαθαίνουν να είμαστε σαν εκείνους. Έτσι μεταδίδουμε την ασθένεια στα παιδιά μας και έτσι μας μόλυναν με αυτή οι γονείς, οι δάσκαλοι, τα μεγαλύτερα αδέρφια μας, ολόκληρη η κοινωνία των ασθενών. Μας τράβηξαν την προσοχή και μας έβαλαν πληροφορίες στο μυαλό μέσω της επανάληψης. Έτσι μαθαίνουμε. Έτσι προγραμματίζουμε το ανθρώπινο μυαλό.
Το πρόβλημα είναι το πρόγραμμα, οι πληροφορίες που αποθηκεύσαμε στο μυαλό μας. Τραβώντας την προσοχή τους, μαθαίνουμε στα παιδιά μια γλώσσα και πώς να διαβάζουν, να συμπεριφέρονται και να ονειρεύονται. Τα εξημερώνουμε όπως ακριβώς εξημερώνουμε έναν σκύλο ή οποιοδήποτε άλλο ζώο: μέσω της τιμωρίας και της ανταμοιβής. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Αυτό που αποκαλούμε διαπαιδαγώγηση δεν είναι τίποτα παραπάνω από εξημέρωση του ανθρώπου.
Φοβόμαστε την τιμωρία, αλλά, αργότερα, φοβόμαστε ότι δεν θα πάρουμε ανταμοιβή, ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί για τους γονείς, τα αδέρφια ή τον δάσκαλό μας. Έτσι γεννιέται η ανάγκη της αποδοχής. Προηγουμένως, δεν μας ενδιέφερε αν μας αποδέχονταν ή όχι. Οι απόψεις των άλλων δεν ήταν σημαντικές, κι αυτό γιατί απλά θέλαμε να παίζουμε και να ζούμε τη στιγμή.
Ο φόβος ότι δεν θα ανταμειφθούμε μετατρέπεται σε φόβο της απόρριψης. Ο φόβος ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί μας ωθεί να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε, να δημιουργήσουμε μια εικόνα του εαυτού μας. Έπειτα προσπαθούμε να παρουσιάσουμε αυτή την εικόνα τού πώς θα ήθελαν οι άλλοι να είμαστε, απλά για να γίνουμε αποδεκτοί, απλά για να πάρουμε την ανταμοιβή. Μαθαίνουμε να προσποιούμαστε ότι είμαστε κάτι που δεν είμαστε και εξασκούμαστε στο να γίνουμε κάτι διαφορετικό, ώστε να είμαστε καλοί για τους γονείς, τον δάσκαλο, τη θρησκεία μας ή οποιονδήποτε άλλο. Εξασκούμαστε συνεχώς και γινόμαστε δεξιοτέχνες στο να είμαστε κάτι άλλο από τον πραγματικό μας εαυτό.
Σύντομα ξεχνάμε ποιοι είμαστε πραγματικά και αρχίζουμε να ζούμε ως εικόνες του εαυτού μας. Δεν δημιουργούμε μόνο μια εικόνα, αλλά πολλές διαφορετικές, αναλόγως με τις κατηγορίες ανθρώπων που συναναστρεφόμαστε. Αρχικά δημιουργούμε μια εικόνα στο σπίτι και μια άλλη στο σχολείο και όταν μεγαλώνουμε δημιουργούμε ακόμη περισσότερες.
Το ίδιο ισχύει και για μια συνηθισμένη σχέση μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας. Η γυναίκα έχει μια εξωτερική εικόνα που προσπαθεί να παρουσιάσει στους άλλους, αλλά όταν είναι μόνη της έχει άλλη εικόνα για τον εαυτό της. Κι ο άντρας έχει μια εξωτερική και μια εσωτερική εικόνα. Όταν είναι πια ενήλικοι, η εσωτερική και η εξωτερική εικόνα. Έτσι, σε μια σχέση μεταξύ άντρα και γυναίκας υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις εικόνες. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να μάθουν πραγματικά ο ένας τον άλλο; Δεν είναι. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να προσπαθήσουν να κατανοήσουν την εικόνα. Όμως, υπάρχουν κι άλλες εικόνες που πρέπει να αναφέρουμε.
Όταν ένας άντρας γνωρίζει μια γυναίκα, δημιουργεί μια εικόνα για εκείνη από τη δική του οπτική, και το ίδιο κάνει κι η γυναίκα για τον άντρα. Έπειτα προσπαθούν να βάλουν τον άλλο στο καλούπι της εικόνας που έφτιαξαν για εκείνον. Τώρα υπάρχουν ανάμεσά τους έξι εικόνες που τους χωρίζουν. Φυσικά, λένε ψέματα ο ένας στον άλλο ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούν. Η σχέση τους βασίζεται στον φόβο και στο ψέμα. Δεν βασίζεται στην αλήθεια, επειδή δεν μπορούν να δουν μέσα από την ομίχλη.
Η απάντηση είναι ότι όταν είμαστε παιδιά, οι ενήλικοι έχουν ήδη την ψυχική ασθένεια, η οποία είναι πολύ μεταδοτική. Πώς μας τη μεταδίδουν; Μας μαθαίνουν να είμαστε σαν εκείνους. Έτσι μεταδίδουμε την ασθένεια στα παιδιά μας και έτσι μας μόλυναν με αυτή οι γονείς, οι δάσκαλοι, τα μεγαλύτερα αδέρφια μας, ολόκληρη η κοινωνία των ασθενών. Μας τράβηξαν την προσοχή και μας έβαλαν πληροφορίες στο μυαλό μέσω της επανάληψης. Έτσι μαθαίνουμε. Έτσι προγραμματίζουμε το ανθρώπινο μυαλό.
Το πρόβλημα είναι το πρόγραμμα, οι πληροφορίες που αποθηκεύσαμε στο μυαλό μας. Τραβώντας την προσοχή τους, μαθαίνουμε στα παιδιά μια γλώσσα και πώς να διαβάζουν, να συμπεριφέρονται και να ονειρεύονται. Τα εξημερώνουμε όπως ακριβώς εξημερώνουμε έναν σκύλο ή οποιοδήποτε άλλο ζώο: μέσω της τιμωρίας και της ανταμοιβής. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Αυτό που αποκαλούμε διαπαιδαγώγηση δεν είναι τίποτα παραπάνω από εξημέρωση του ανθρώπου.
Φοβόμαστε την τιμωρία, αλλά, αργότερα, φοβόμαστε ότι δεν θα πάρουμε ανταμοιβή, ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί για τους γονείς, τα αδέρφια ή τον δάσκαλό μας. Έτσι γεννιέται η ανάγκη της αποδοχής. Προηγουμένως, δεν μας ενδιέφερε αν μας αποδέχονταν ή όχι. Οι απόψεις των άλλων δεν ήταν σημαντικές, κι αυτό γιατί απλά θέλαμε να παίζουμε και να ζούμε τη στιγμή.
Ο φόβος ότι δεν θα ανταμειφθούμε μετατρέπεται σε φόβο της απόρριψης. Ο φόβος ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί μας ωθεί να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε, να δημιουργήσουμε μια εικόνα του εαυτού μας. Έπειτα προσπαθούμε να παρουσιάσουμε αυτή την εικόνα τού πώς θα ήθελαν οι άλλοι να είμαστε, απλά για να γίνουμε αποδεκτοί, απλά για να πάρουμε την ανταμοιβή. Μαθαίνουμε να προσποιούμαστε ότι είμαστε κάτι που δεν είμαστε και εξασκούμαστε στο να γίνουμε κάτι διαφορετικό, ώστε να είμαστε καλοί για τους γονείς, τον δάσκαλο, τη θρησκεία μας ή οποιονδήποτε άλλο. Εξασκούμαστε συνεχώς και γινόμαστε δεξιοτέχνες στο να είμαστε κάτι άλλο από τον πραγματικό μας εαυτό.
Σύντομα ξεχνάμε ποιοι είμαστε πραγματικά και αρχίζουμε να ζούμε ως εικόνες του εαυτού μας. Δεν δημιουργούμε μόνο μια εικόνα, αλλά πολλές διαφορετικές, αναλόγως με τις κατηγορίες ανθρώπων που συναναστρεφόμαστε. Αρχικά δημιουργούμε μια εικόνα στο σπίτι και μια άλλη στο σχολείο και όταν μεγαλώνουμε δημιουργούμε ακόμη περισσότερες.
Το ίδιο ισχύει και για μια συνηθισμένη σχέση μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας. Η γυναίκα έχει μια εξωτερική εικόνα που προσπαθεί να παρουσιάσει στους άλλους, αλλά όταν είναι μόνη της έχει άλλη εικόνα για τον εαυτό της. Κι ο άντρας έχει μια εξωτερική και μια εσωτερική εικόνα. Όταν είναι πια ενήλικοι, η εσωτερική και η εξωτερική εικόνα. Έτσι, σε μια σχέση μεταξύ άντρα και γυναίκας υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις εικόνες. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να μάθουν πραγματικά ο ένας τον άλλο; Δεν είναι. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να προσπαθήσουν να κατανοήσουν την εικόνα. Όμως, υπάρχουν κι άλλες εικόνες που πρέπει να αναφέρουμε.
Όταν ένας άντρας γνωρίζει μια γυναίκα, δημιουργεί μια εικόνα για εκείνη από τη δική του οπτική, και το ίδιο κάνει κι η γυναίκα για τον άντρα. Έπειτα προσπαθούν να βάλουν τον άλλο στο καλούπι της εικόνας που έφτιαξαν για εκείνον. Τώρα υπάρχουν ανάμεσά τους έξι εικόνες που τους χωρίζουν. Φυσικά, λένε ψέματα ο ένας στον άλλο ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούν. Η σχέση τους βασίζεται στον φόβο και στο ψέμα. Δεν βασίζεται στην αλήθεια, επειδή δεν μπορούν να δουν μέσα από την ομίχλη.
Πηγή: