Άκυρο το δημοψήφισμα, αν και συμβουλευτικού χαρακτήρα.
Παράνομη η κύρωση από την Ελληνική Βουλή
Η ελληνική όμως κυβερνητική και μνημονιακή δημοσιολογία προσποιείται ότι η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να επικυρωθεί απρόσκοπτα κατά τα προβλεπόμενα σ’αυτήν, παρά το πασίδηλο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη γείτονα χώρα. Και ο καθένας που έχει δημόσιο λόγο παίρνει θέση ανάλογα με τις προ του δημοψηφίσματος απόψεις του.
Αλέξης Π. Μητρόπουλος
Πηγή:
Παράνομη η κύρωση από την Ελληνική Βουλή
1.Νομικά άκυρο το δημοψήφισμα
Τα μεγάλα ευρωπαϊκά δίκτυα ενημέρωσης, κυρίως δε τα γερμανικά, κάνουν λόγο για παταγώδη αποτυχία του δημοψηφίσματος στα Σκόπια.
Η ελληνική όμως κυβερνητική και μνημονιακή δημοσιολογία προσποιείται ότι η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να επικυρωθεί απρόσκοπτα κατά τα προβλεπόμενα σ’αυτήν, παρά το πασίδηλο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη γείτονα χώρα. Και ο καθένας που έχει δημόσιο λόγο παίρνει θέση ανάλογα με τις προ του δημοψηφίσματος απόψεις του.
Ένα
όμως είναι δεδομένο: Στα άρθρα 1 και 4 (εδ. γ) της Συμφωνίας των
Πρεσπών αναφέρεται ότι το δεύτερο συμβαλλόμενο μέρος (δηλ. τα Σκόπια)
μπορεί να κάνει δημοψήφισμα. Η Συμφωνία δηλαδή αφήνει την οργάνωση
δημοψηφίσματος στη διακριτική ευχέρεια στην κυβέρνηση Ζάεφ.
Από
τη στιγμή, όμως, που αποφασίστηκε και διενεργήθηκε το δημοψήφισμα, η
διενέργεια και το αποτέλεσμά της αποτελούν ουσιώδη όρο για τη συνέχιση ή
μη της περαιτέρω διαδικασίας.
Η
κυβέρνηση Ζάεφ νόμισε ότι, με την καταιγιστική καμπάνια υπέρ της
Συμφωνίας και την προβολή των πλεονεκτημάτων της υπέρ της χώρας του, θα
πετύχαινε συντριπτική πλειοψηφία ώστε να πειθαναγκάσει τη Βουλή (στην
οποία δεν διαθέτει τον απαραίτητο αριθμό των 2/3 των βουλευτών) να
επιφέρει τις συμφωνημένες συνταγματικές αλλαγές.
Γιατί,
εφόσον το δημοψήφισμα συμφωνήθηκε ως προϋπόθεση της επικύρωσης της
Συμφωνίας (προαπαιτούμενο), είναι ευνόητο ότι θα δέσμευε τη Βουλή
πολιτικά και θεσμικά, εάν συμπλήρωνε τους ποσοτικούς όρους που ορίζει το
Σύνταγμα της ΠΓΔΜ.
Τελικά
όλοι έπεσαν έξω!! Από την κυβέρνηση των Σκοπίων μέχρι όλους τους
ευρωπαίους και νατοϊκούς αξιωματούχους που έκαναν προεκλογική εκστρατεία
υπέρ του «ΝΑΙ» επισκεπτόμενοι τα Σκόπια ή κάνοντας επίσημα διαγγέλματα
από τα προεδρικά τους μέγαρα.
Ως
εκ τούτου και εφόσον ο κ.Ζάεφ επέλεξε δημοψηφισματική έκφραση τού λαού
του Σκοπίων, αυτή -ως συνταγματικά υπέρτερη της απόφασης της Βουλής-
δεσμεύει τους βουλευτές και καθιστά την περαιτέρω διαδικασία
προβληματική και άκυρη. Γιατί η Συμφωνία των Πρεσπών απορρίφθηκε
σιωπηρώς από τα 2/3 των πολιτών της γείτονος χώρας.
Εάν
λοιπόν υπάρχει ο ελάχιστος σεβασμός στην ιεράρχηση των εκφράσεων της
βούλησης του δημοκρατικώς δρώντος λαού, η εμμέσως απορριφθείσα Συμφωνία
των Πρεσπών δεν μπορεί να εισαχθεί εγκύρως για επανάκριση σε όργανα όπως
π.χ. Βουλή (σκοπιανή/ελληνική) που εκφράζει ΕΜΜΕΣΩΣ τη λαϊκή κυριαρχία.
2.Οι λόγοι τής μεγάλης αποχής. Παραπλανητικό το ερώτημα του δημοψηφίσματος
Για την αποχή τού λαού των Σκοπίων μπορεί κανείς να δώσει πολλές συρρέουσες εξηγήσεις.
Κατ’αρχήν το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν εντελώς παραπλανητικό και παράνομο: «Είστε
υπέρ της ένταξης στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, αποδεχόμενοι τη Συμφωνία μεταξύ
της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της Δημοκρατίας της Ελλάδας;». Η
Συμφωνία δεν έγινε μεταξύ της Ελλάδας και της «Δημοκρατίας της
Μακεδονίας», όπως αυθαίρετα ανεγράφη στα ψηφοδέλτια αλλά μεταξύ Ελλάδας
και FYROM, ή έστω μεταξύ Ελλάδας και «Βόρειας Μακεδονίας».
Εξάλλου,
η ένταξη στην ΕΕ προϋποθέτει πολλές διαπραγματεύσεις και εκπλήρωση
πολλών όρων από την υποψήφια προς ένταξη χώρα και πάντως, ακόμη και στην
καλύτερη των περιπτώσεων, αυτό δεν μπορεί να συμβεί παρά μετά την
πάροδο αρκετών χρόνων. Επ’αυτών των πραγματικών και νομικών ζητημάτων
όφειλε άμεσα να παρέμβει η ελληνική κυβέρνηση και να αξιώσει την αλλαγή
του παράνομου και παραπλανητικού τύπου του ψηφοδελτίου του
δημοψηφίσματος. Γιατί αν το ερώτημα διατυπωνόταν με αλήθεια, σαφήνεια
και πραγματισμό, τότε οι ψηφοφόροι του «ΝΑΙ» θα ήσαν κατά πολύ
λιγότεροι.
3.Πρωτοφανής αντιδημοκρατική παρέμβαση από το εξωτερικό
Η
πρωτοφανής προεκλογική εκστρατεία υπέρ του «ΝΑΙ» από όλους τους ηγέτες
της Δύσης και τα σπουδαιότερα ΜΜΕ τού δυτικού κόσμου, μπορεί να
επηρέασαν ένα μικρό τμήμα τού εκλογικού σώματος συνδεδεμένο με την ΕΕ
που προσδοκά άμεσα οφέλη, αλλά δεν συγκινεί πλέον τις κοινωνίες των
ευρωπαϊκών χωρών.
Οι
εφαρμοζόμενες από την Ευρωπαϊκή Τεχνοδομή και τη Γερμανία οικονομικές,
κοινωνικές αλλά και μεταναστευτικές πολιτικές συναντούν την αντίδραση
όλο και περισσότερων ευρωπαίων πολιτών είτε βρίσκονται στις χώρες τής
πρώτης ταχύτητας της ΕΕ είτε στην περιφέρεια ή υποπεριφέρειά της.
Η
εικόνα της ΕΕ δεν είναι πλέον θελκτική. Γι’αυτό και οι διασυνδεδεμένες
με αυτήν πολιτικές ελίτ κάνουν τα πάντα για να «προσδέσουν» τους λαούς
στους μηχανισμούς της παραθέτοντας μόνον τα άμεσα ή μακροπρόθεσμα οφέλη
και αποσιωπώντας τις πολύ μεγαλύτερες «δουλείες» και ζημιογόνες
προσαρμογές τους. Γι’αυτό άλλωστε η προεκλογική επίσκεψη των
επικυρίαρχων της Ευρώπης δεν είχε το επιθυμητό γι’αυτούς αποτέλεσμα. Οι
λαοί έχουν αντιληφθεί τις ηγετικές ελίτ ως «ατζέντηδες» των ξένων
συμφερόντων και τους απορρίπτουν ως ενιαίον όλον.
4.Άκυρη η περαιτέρω διαδικασία. Παράνομη η κύρωση της Συμφωνίας από την ελληνική Βουλή
Ταυτόχρονα
όμως, οι λαοί των Βαλκανίων με τη μεγάλη ιστορική, πολιτισμική και
γεωπολιτική εμπειρία, όλο και περισσότερο συνειδητοποιούν ότι οι μεγάλες
δυνάμεις και συμμαχίες -εκμεταλλευόμενες τις εθνικιστικές, φυλετικές
και θρησκευτικές διαφορές- επιχειρούν να τις διευρύνουν, να τις βαθύνουν
και να τις καταστήσουν ενεργές ώστε να μεταβάλλουν για άλλη μια φορά τα
σύνορα των βαλκανικών χωρών προς όφελος των γεωστρατηγικών και
γεωοικονομικών τους συμφερόντων.
Η συνειδητοποίηση αυτή είναι αργή, επίπονη, βασανιστική αλλά ενεργή και
-προϊόντος του ιστορικού χρόνου- διευρύνεται και καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερες μάζες των βαλκανικών λαών.
-προϊόντος του ιστορικού χρόνου- διευρύνεται και καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερες μάζες των βαλκανικών λαών.
Επομένως,
αυτό που προέχει είναι η διαβαλκανική συνεννόηση, η άρνηση και
απόκρουση των ξένων επεμβάσεων, η απεμπόληση κατασκευασμένων,
μηχανιστικών, εθνικιστικών προταγμάτων, η κατανόηση της πραγματικής
καταγωγής και προέλευσης εκάστου, η αποδοχή τής ιστορίας όλων μέσα από
τα αδιαμφισβήτητα διδάγματα και μνημεία τής ιστορίας και του πολιτισμού
και εν τέλει ο σεβασμός τής ιστορίας και των θρησκευτικών, φυλετικών και
πολιτισμικών μειονοτήτων που υπάρχουν σε κάθε βαλκανική χώρα, οι οποίες
πρέπει να γίνουν συνδετικοί κρίκοι μεταξύ των βαλκανικών λαών και όχι
αιτίες ανάφλεξης.
Τα
Βαλκάνια, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, έχουν χάσει πολύ
ιστορικό χρόνο και είναι επείγουσα ανάγκη να ανακτήσουν την αίσθηση της
κοινής μοίρας ώστε να οδηγηθούν σιγά-σιγά σε μια γόνιμη, πολύπλευρη και
αποτελεσματική συνεργασία απορρίπτοντας τα σχέδια που κάνουν άλλοι για
λογαριασμό τους.
Υπ’αυτό
το πρίσμα η άρνηση του σκοπιανού λαού να συμπράξει σε ένα ψευδεπίγραφο
και βεβιασμένο δημοψήφισμα (που κάθε άλλο παρά θα επέλυε την υπαρκτή
διαμάχη με την Ελλάδα) ελπίζουμε ότι θα οδηγήσει σε ψυχραιμότερες
εκτιμήσεις και σε έναν ειλικρινή διάλογο μεταξύ των δύο λαών˙
όπου ο καθένας θα αναγνωρίσει τη φυλετική καταγωγή, την ιστορία, τη
γλώσσα και τον πολιτισμό εκάστου, θα απορρίψει τα κατασκευασμένα
εθνικιστικά ιδεολογήματα του 19ου και 20ού αιώνα και θα επιτρέψει την ειρηνική συμβίωση και τη διαρκή και αμοιβαίως επωφελή οικονομική συνεργασία.
Γιατί
τα σλαβικά φύλα, όπως είναι παγκόσμιο και ιστορικό πασίδηλο και είχε
επανειλημμένα αναγνωρίσει ο γενάρχης του κράτους των Σκοπίων Κίρο
Γκλιγκόροφ, κατέβηκαν στη χώρα του Βαρδάρη πολλούς αιώνες μετά το
ελληνικό βασίλειο των Μακεδόνων κι επομένως είναι γνωστές οι ιστορικές
διαδρομές κάθε φύλου. Και το να ψηφίζουν οι Αλβανοί του ΟΥΤΣΕΚΑ που
κατέχουν πλέον υψηλά πολιτειακά αξιώματα στο κράτος των Σκοπίων, να
μετονομαστούν σε «Μακεδόνες», δεν είναι απλώς ένας ιστορικός εμπαιγμός
αλλά πολιτική πανουργία, που, αν δεν προσέξουμε, μπορεί να οδηγήσει στη
δημιουργία τής Μεγάλης Αλβανίας με την αλλαγή των συνόρων και …ο νοών
νοείτω.
Κατ’ακολουθία
των ανωτέρω, αφού δεν πληρούνται ουσιώδεις προϋποθέσεις της Συμφωνίας,
πολιτικώς και νομικώς ορθό είναι να μην εισαχθεί η Συμφωνία των Πρεσπών
στην ελληνική Βουλή και να θεωρηθεί άκυρη.
Για την ΕΝΥΠΕΚΚ
Ο Πρόεδρος