Γνήσιος μάγκας από τους λίγους. Ντόμπρος, ειλικρινής, αυθεντικός
χαρακτήρας, με ωραίο μάγκικο χιούμορ, τύπος μετρημένος και σταράτος.
Αυτός ήταν ο Νίκος Φέρμας στην προσωπική του ζωή. Και αυτή την αυθεντική
προσωπικότητα, τη σπάνια, την οριακά παρεξηγήσιμη, του λαϊκού χαρακτήρα
μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο σπουδαίος ηθοποιός. Και λέμε «μετέφερε»,
διότι ο Νίκος Φέρμας δεν χρειάστηκε να ενσαρκώσει κάποιο ρόλο.
Στα 20 χρόνια σχεδόν της κινηματογραφικής του πορείας έπαιξε σε 150 ταινίες (άλλες πηγές αναφέρουν 120) και σε κάθε ρόλο μετέφερε και κάτι από τον χαρακτήρα του. Ο ηθοποιός καθιερώθηκε στη μανιέρα του μπεσαλή και μετατράπηκε σε έναν από τους μεγάλους δευτεραγωνιστές του ελληνικού πανιού. Ακόμη και αν η εμφάνισή του σε κάποια ταινία ήταν μικρή, ο Φέρμας κατάφερνε ακόμη κι έτσι, να καταθέσει την ψυχή του και να αφήσει το δικό του στίγμα.
Ο φτωχός βιοπαλαιστής της ζωής, ο φουκαριάρης παλιατζής, ο αμίμητος μικροπωλητής, ο πολυτεχνίτης του μόχθου, ο λωποδυτάκος χαρτοπαίκτης, ο ιδιοκτήτης κέντρων (κυρίως κακόφημων), ακόμα και ο αυστηρών αρχών πατέρας, πέρασε στη συνείδηση του κοινού ως απόλυτος βαρύμαγκας του ελληνικού κινηματογράφου. Ένας ηθοποιός με παιδεία (και ας μην είχε τελειώσει καν το σχολείο), μία κινηματογραφική περσόνα με περιεχόμενο, που την αναγνωρίζεις και εκτιμάς, κυρίως στην ενήλικη ζωή.
Γιατί, η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι ως παιδιά, βλέποντας τον Φέρμα στις ταινίες, νιώθαμε έναν φόβο για τον άνδρα με τη βαριά συρτή φωνή, το λοξό μάγκικο περπάτημα και τη μεγάλη και χαρακτηριστική ελιά στο πρόσωπό του. Μεγαλώνοντας, όμως, δε μπορείς να μην εκτιμήσεις αυτόν τον εμβληματικό μάγκα. Αυθεντικός και ειλικρινής, αν και κλασικός δευτεραγωνιστής ήταν υποκριτικά ένας χείμαρρος που ξεχείλιζε οθόνη και σανίδι.
Σωστός μάγκας και άρχοντας. Έτσι, τον χαρακτήριζαν όσοι συνεργάστηκαν μαζί του. Και ήταν πολλοί. Και όλοι τους είχαν να πουν έναν καλό λόγο για τον γνήσιο χαρακτήρα του Φέρμα και την ειλικρίνεια που τον διέκρινε. Αλλά και για το ιδιαίτερο χιούμορ ενός άνδρα με τα όλα του.
Ο ηθοποιός είχε αδυναμία ή έξη να καπνίζει χασίσι. Ήταν γνωστό σε όλους το συνήθειο του και κανείς δεν παρεξηγιόταν, ούτε τον αποστρεφόταν. Αντίθετα, πολλοί που συνεργάστηκαν μαζί του είχαν να διηγηθούν και από μία αστεία ιστορία για εκείνον, που άνετα στέκονται ως ανέκδοτο.
Η πιο γνωστή είναι εκείνη που είχε διηγηθεί με τον μοναδικό του τρόπο ο Σωτήρης Μουστάκας. Ο άλλος αγαπημένος ηθοποιός έκανε τα πρώτα του βήματα στο θέατρο και δίπλα στον Φέρμα. Μάλιστα, μοιράζονταν το ίδιο καμαρίνι, το οποίο ο ηθοποιός το μετέτρεπε κάθε βράδυ σε τεκέ. Άβγαλτος και νεαρόπαιδο καθώς ήταν ο Μουστάκας, ρώτησε κάποια στιγμή τον Φέρμα τι περιέχει μέσα το τσιγάρο του κι εκείνος του είπε ότι ήταν «φάρμακο για το στομάχι».
Λίγες ημέρες αργότερα, ο Μουστάκας πήγε στο θέατρο με στομαχόπονο και ζήτησε από το συνάδελφό του μια τζούρα από το θεραπευτικό βοτάνι. Έκπληκτος ο Φέρμας αντιλήφθηκε ότι ο νεαρός από την Κύπρο δεν είχε καταλάβει ότι κάπνιζε χασίς και χωρίς περιστροφές του είπε: «Μα καλά, ρε Κύπριε, δεν κατάλαβες τι είναι; Χασίσι είναι»!
Και ο σπουδαίος σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος αφηγήθηκε την επεισοδιακή γνωριμία με τον Φέρμα στο βιβλίο του «Ένας σκηνοθέτης θυμάται». «Με πλησιάζει ένας μάγκας βαρύς με το αργό λικνιστικό του περπάτημα εκείνο το πρωινό στο γύρισμα. Είναι ο Νίκος Φέρμας. Συρτή φωνή, νωθρή κίνηση, ματιά θαμπή. -Είσαι για μια τζούρα αφεντικό; -Τι τζούρα, ρωτάω παραξενεμένος. -Μια ρουφηξιά για. -Δεν καπνίζω. -Δεν είναι καπνός. Χόρτο είναι. -Τα χόρτα με πειράζουν στο στομάχι. -Τα λάχανα σε πειράζουν. Κι ετούτο δεν είναι λάχανο. Είναι ανθός. Τράβα μία και θα αρχίσεις να πετάς. Και τα πλάνα θα σου ’ρχονται το ένα μετά το άλλο σαν σύννεφα που τα κυνηγάει ο νοτιάς», ανέφερε ο σκηνοθέτης.
Ωστόσο, η πιο αστεία ιστορία είχε πρωταγωνιστή τον αξέχαστο Αλέκο Σακελλάριο, ο οποίος σκαρφιζόταν τις πιο απίθανες φάρσες. Και από διηγήσεις, ο Σακελλάριος στη διάρκεια του γάμου του Νίκου Φέρμα με την Άννα Παντζίκα έβαλε κρυφά στο λιβανιστήρι λίγο χασίς, με αποτέλεσμα να ζαλιστούν όλοι οι καλεσμένοι, μαζί και ο παπάς και να ακολουθήσει στη συνέχεια, ο κακός χαμός.
Ο Νίκος Φέρμας γεννήθηκε το 1905 ως Νίκος Χατζηανδρέου σε ένα χωριό στη Λέσβο. Η οικογένεια του ήταν αγροτική, αλλά φτωχική. Στα τρία του χρόνια έχασε τον πατέρα του και η μάνα του για να μπορέσουν να ζήσουν, τον πήρε κι έφυγαν για τη Μυτιλήνη. Εκεί, δούλεψε ως υπηρέτρια σε πλουσιόσπιτα του νησιού.
Στο γιο της είχε μεγάλη αδυναμία και δεν του χάλασε ποτέ χατίρι. Το σχολείο δεν το τέλειωσε, μιας και η καταραμένη φτώχεια τον έβγαλε στη βιοπάλη από πολύ νωρίς. Έκανε τα πάντα και πέρασε από πάμπολλες δουλειές του ποδαριού. Μέσω των γνωριμιών της μάνας του βρέθηκε κάποια στιγμή κλητήρας σε μία τράπεζα.
Η θέση εκείνη για την εποχή ήταν πολλά υποσχόμενη και σωστό χρυσωρυχείο για τη φτωχή φαμίλια, όμως η στολή που φορούσε με τα χρυσά κουμπιά και το πηλήκιο τού την έδινε στα νεύρα! Δεν άντεχε τις τυπικότητες και τις πειθαρχίες, ούτε και τη δουλοπρέπεια με την οποία τον ανάγκαζαν να φέρεται στους πελάτες. Κι έτσι τα βρόντηξε κι έφυγε.
Ανήσυχο πνεύμα, ο Φέρμας είχε πάντα αγάπη για το θέατρο και τα «καλλιτεχνικά», όπως έλεγε ο ίδιος. Όμως, ποτέ δεν είχε εμπλακεί με αυτά. Μέχρι που η μοίρα απρόσμενα τού έφερε στη ζωή έναν σπουδαίο ηθοποιό.
Η Λέσβος δέχτηκε πολλούς πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Και η επαφή του Φέρμα μαζί τους διαμόρφωσε κατά ένα σημαντικό μέρος τον ενήλικο χαρακτήρα του. Έμελλε, όμως, να του αλλάξει και τη ζωή, ειδικά μετά τη γνωριμία του με τον ηθοποιό Δημήτρη Βερώνη, ο οποίος ξεριζώθηκε από τον τόπο του και έψαχνε πια δουλειά στη Λέσβο.
Μην έχοντας τι να κάνει, συγκρότησε το δικό του θίασο από ντόπιους ερασιτέχνες και άρχισε να δίνει παραστάσεις στο νησί. Εκείνος ανακάλυψε στον 18χρονο τότε Χατζηανδρέου το υποκριτικό του ταλέντο. Κι εκείνος ήταν που του άλλαξε τη ζωή και το επίθετο, επιλέγοντας το «Φέρμας».
Το περιοδεύον μπουλούκι του Βερώνη έδωσε αρκετές παραστάσεις στη Μυτιλήνη και ο Φέρμας ανδρώθηκε υποκριτικά δίπλα στον μέντορά του. Κι έτσι, όταν διαλύθηκε ο θίασος και πιστεύοντας πια στις ικανότητές του, κατέβηκε στην Αθήνα για να κυνηγήσει το όνειρο της ηθοποιίας, σε πείσμα όλων!
Μέσα σε δύο χρόνια, θα βρεθεί να σπουδάζει στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου και να παίζει στο αισχύλειο θεατρικό «Επτά επί Θήβας» στο νεοσύστατο Θέατρο Τέχνης του Σπύρου Μελά. Στη συνέχεια, συμμετείχε σε πολλές παραστάσεις στο πλευρό σπουδαίων καλλιτεχνών της εποχής. Με όλους είχε τις καλύτερες σχέσεις. Και όλοι είχαν να πουν έναν καλό λόγο για εκείνον. Ωστόσο, ο αδελφικός του φίλος ήταν ο Κώστας Χατζηχρήστος, αλλά και για χρόνια, ο βασικός του συνεργάτης.
Ο κινηματογράφος μπήκε πολύ αργότερα στη ζωή του και συγκεκριμένα το 1948, όταν πια ήταν 43 ετών, στο φιλμ του Σακελλάριου «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται». Το πανί τον λάτρεψε και ας μην ήταν ο πρωταγωνιστής. Αναδείχθηκε σε έναν μεγάλο δευτερολίστα και για τα επόμενα σχεδόν 20 χρόνια πήρε μέρος σε αμέτρητες ταινίες.
Λέγεται ότι ο ηθοποιός είχε «αδυναμία» στο γυναικείο φύλο και η γυναίκα του φέρεται να τον πείραζε για τις… πολλές «ανιψιές». Οι δυο τους έμειναν μαζί και αγαπημένοι, περνώντας και ξεπερνώντας ενωμένοι τις όποιες δυσκολίες της ζωής.
Ενωμένοι έμειναν μέχρι την 14η Αυγούστου του 1972, όταν ο θάνατος αποφάσισε να τους χωρίσει. Ο Νίκος Φέρμας έφυγε ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς, στα 67 του χρόνια.
Πηγή:
Στα 20 χρόνια σχεδόν της κινηματογραφικής του πορείας έπαιξε σε 150 ταινίες (άλλες πηγές αναφέρουν 120) και σε κάθε ρόλο μετέφερε και κάτι από τον χαρακτήρα του. Ο ηθοποιός καθιερώθηκε στη μανιέρα του μπεσαλή και μετατράπηκε σε έναν από τους μεγάλους δευτεραγωνιστές του ελληνικού πανιού. Ακόμη και αν η εμφάνισή του σε κάποια ταινία ήταν μικρή, ο Φέρμας κατάφερνε ακόμη κι έτσι, να καταθέσει την ψυχή του και να αφήσει το δικό του στίγμα.
Ο φτωχός βιοπαλαιστής της ζωής, ο φουκαριάρης παλιατζής, ο αμίμητος μικροπωλητής, ο πολυτεχνίτης του μόχθου, ο λωποδυτάκος χαρτοπαίκτης, ο ιδιοκτήτης κέντρων (κυρίως κακόφημων), ακόμα και ο αυστηρών αρχών πατέρας, πέρασε στη συνείδηση του κοινού ως απόλυτος βαρύμαγκας του ελληνικού κινηματογράφου. Ένας ηθοποιός με παιδεία (και ας μην είχε τελειώσει καν το σχολείο), μία κινηματογραφική περσόνα με περιεχόμενο, που την αναγνωρίζεις και εκτιμάς, κυρίως στην ενήλικη ζωή.
Γιατί, η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι ως παιδιά, βλέποντας τον Φέρμα στις ταινίες, νιώθαμε έναν φόβο για τον άνδρα με τη βαριά συρτή φωνή, το λοξό μάγκικο περπάτημα και τη μεγάλη και χαρακτηριστική ελιά στο πρόσωπό του. Μεγαλώνοντας, όμως, δε μπορείς να μην εκτιμήσεις αυτόν τον εμβληματικό μάγκα. Αυθεντικός και ειλικρινής, αν και κλασικός δευτεραγωνιστής ήταν υποκριτικά ένας χείμαρρος που ξεχείλιζε οθόνη και σανίδι.
Η αδυναμία του στο χασίσι και οι αστείες ιστορίες
Σωστός μάγκας και άρχοντας. Έτσι, τον χαρακτήριζαν όσοι συνεργάστηκαν μαζί του. Και ήταν πολλοί. Και όλοι τους είχαν να πουν έναν καλό λόγο για τον γνήσιο χαρακτήρα του Φέρμα και την ειλικρίνεια που τον διέκρινε. Αλλά και για το ιδιαίτερο χιούμορ ενός άνδρα με τα όλα του.
Ο ηθοποιός είχε αδυναμία ή έξη να καπνίζει χασίσι. Ήταν γνωστό σε όλους το συνήθειο του και κανείς δεν παρεξηγιόταν, ούτε τον αποστρεφόταν. Αντίθετα, πολλοί που συνεργάστηκαν μαζί του είχαν να διηγηθούν και από μία αστεία ιστορία για εκείνον, που άνετα στέκονται ως ανέκδοτο.
Η πιο γνωστή είναι εκείνη που είχε διηγηθεί με τον μοναδικό του τρόπο ο Σωτήρης Μουστάκας. Ο άλλος αγαπημένος ηθοποιός έκανε τα πρώτα του βήματα στο θέατρο και δίπλα στον Φέρμα. Μάλιστα, μοιράζονταν το ίδιο καμαρίνι, το οποίο ο ηθοποιός το μετέτρεπε κάθε βράδυ σε τεκέ. Άβγαλτος και νεαρόπαιδο καθώς ήταν ο Μουστάκας, ρώτησε κάποια στιγμή τον Φέρμα τι περιέχει μέσα το τσιγάρο του κι εκείνος του είπε ότι ήταν «φάρμακο για το στομάχι».
Λίγες ημέρες αργότερα, ο Μουστάκας πήγε στο θέατρο με στομαχόπονο και ζήτησε από το συνάδελφό του μια τζούρα από το θεραπευτικό βοτάνι. Έκπληκτος ο Φέρμας αντιλήφθηκε ότι ο νεαρός από την Κύπρο δεν είχε καταλάβει ότι κάπνιζε χασίς και χωρίς περιστροφές του είπε: «Μα καλά, ρε Κύπριε, δεν κατάλαβες τι είναι; Χασίσι είναι»!
Και ο σπουδαίος σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος αφηγήθηκε την επεισοδιακή γνωριμία με τον Φέρμα στο βιβλίο του «Ένας σκηνοθέτης θυμάται». «Με πλησιάζει ένας μάγκας βαρύς με το αργό λικνιστικό του περπάτημα εκείνο το πρωινό στο γύρισμα. Είναι ο Νίκος Φέρμας. Συρτή φωνή, νωθρή κίνηση, ματιά θαμπή. -Είσαι για μια τζούρα αφεντικό; -Τι τζούρα, ρωτάω παραξενεμένος. -Μια ρουφηξιά για. -Δεν καπνίζω. -Δεν είναι καπνός. Χόρτο είναι. -Τα χόρτα με πειράζουν στο στομάχι. -Τα λάχανα σε πειράζουν. Κι ετούτο δεν είναι λάχανο. Είναι ανθός. Τράβα μία και θα αρχίσεις να πετάς. Και τα πλάνα θα σου ’ρχονται το ένα μετά το άλλο σαν σύννεφα που τα κυνηγάει ο νοτιάς», ανέφερε ο σκηνοθέτης.
Ωστόσο, η πιο αστεία ιστορία είχε πρωταγωνιστή τον αξέχαστο Αλέκο Σακελλάριο, ο οποίος σκαρφιζόταν τις πιο απίθανες φάρσες. Και από διηγήσεις, ο Σακελλάριος στη διάρκεια του γάμου του Νίκου Φέρμα με την Άννα Παντζίκα έβαλε κρυφά στο λιβανιστήρι λίγο χασίς, με αποτέλεσμα να ζαλιστούν όλοι οι καλεσμένοι, μαζί και ο παπάς και να ακολουθήσει στη συνέχεια, ο κακός χαμός.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια
Ο Νίκος Φέρμας γεννήθηκε το 1905 ως Νίκος Χατζηανδρέου σε ένα χωριό στη Λέσβο. Η οικογένεια του ήταν αγροτική, αλλά φτωχική. Στα τρία του χρόνια έχασε τον πατέρα του και η μάνα του για να μπορέσουν να ζήσουν, τον πήρε κι έφυγαν για τη Μυτιλήνη. Εκεί, δούλεψε ως υπηρέτρια σε πλουσιόσπιτα του νησιού.
Στο γιο της είχε μεγάλη αδυναμία και δεν του χάλασε ποτέ χατίρι. Το σχολείο δεν το τέλειωσε, μιας και η καταραμένη φτώχεια τον έβγαλε στη βιοπάλη από πολύ νωρίς. Έκανε τα πάντα και πέρασε από πάμπολλες δουλειές του ποδαριού. Μέσω των γνωριμιών της μάνας του βρέθηκε κάποια στιγμή κλητήρας σε μία τράπεζα.
Η θέση εκείνη για την εποχή ήταν πολλά υποσχόμενη και σωστό χρυσωρυχείο για τη φτωχή φαμίλια, όμως η στολή που φορούσε με τα χρυσά κουμπιά και το πηλήκιο τού την έδινε στα νεύρα! Δεν άντεχε τις τυπικότητες και τις πειθαρχίες, ούτε και τη δουλοπρέπεια με την οποία τον ανάγκαζαν να φέρεται στους πελάτες. Κι έτσι τα βρόντηξε κι έφυγε.
Ανήσυχο πνεύμα, ο Φέρμας είχε πάντα αγάπη για το θέατρο και τα «καλλιτεχνικά», όπως έλεγε ο ίδιος. Όμως, ποτέ δεν είχε εμπλακεί με αυτά. Μέχρι που η μοίρα απρόσμενα τού έφερε στη ζωή έναν σπουδαίο ηθοποιό.
Η Υποκριτική μπήκε στη ζωή του
Η Λέσβος δέχτηκε πολλούς πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Και η επαφή του Φέρμα μαζί τους διαμόρφωσε κατά ένα σημαντικό μέρος τον ενήλικο χαρακτήρα του. Έμελλε, όμως, να του αλλάξει και τη ζωή, ειδικά μετά τη γνωριμία του με τον ηθοποιό Δημήτρη Βερώνη, ο οποίος ξεριζώθηκε από τον τόπο του και έψαχνε πια δουλειά στη Λέσβο.
Μην έχοντας τι να κάνει, συγκρότησε το δικό του θίασο από ντόπιους ερασιτέχνες και άρχισε να δίνει παραστάσεις στο νησί. Εκείνος ανακάλυψε στον 18χρονο τότε Χατζηανδρέου το υποκριτικό του ταλέντο. Κι εκείνος ήταν που του άλλαξε τη ζωή και το επίθετο, επιλέγοντας το «Φέρμας».
Το περιοδεύον μπουλούκι του Βερώνη έδωσε αρκετές παραστάσεις στη Μυτιλήνη και ο Φέρμας ανδρώθηκε υποκριτικά δίπλα στον μέντορά του. Κι έτσι, όταν διαλύθηκε ο θίασος και πιστεύοντας πια στις ικανότητές του, κατέβηκε στην Αθήνα για να κυνηγήσει το όνειρο της ηθοποιίας, σε πείσμα όλων!
Μέσα σε δύο χρόνια, θα βρεθεί να σπουδάζει στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου και να παίζει στο αισχύλειο θεατρικό «Επτά επί Θήβας» στο νεοσύστατο Θέατρο Τέχνης του Σπύρου Μελά. Στη συνέχεια, συμμετείχε σε πολλές παραστάσεις στο πλευρό σπουδαίων καλλιτεχνών της εποχής. Με όλους είχε τις καλύτερες σχέσεις. Και όλοι είχαν να πουν έναν καλό λόγο για εκείνον. Ωστόσο, ο αδελφικός του φίλος ήταν ο Κώστας Χατζηχρήστος, αλλά και για χρόνια, ο βασικός του συνεργάτης.
Ο κινηματογράφος μπήκε πολύ αργότερα στη ζωή του και συγκεκριμένα το 1948, όταν πια ήταν 43 ετών, στο φιλμ του Σακελλάριου «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται». Το πανί τον λάτρεψε και ας μην ήταν ο πρωταγωνιστής. Αναδείχθηκε σε έναν μεγάλο δευτερολίστα και για τα επόμενα σχεδόν 20 χρόνια πήρε μέρος σε αμέτρητες ταινίες.
Ο γάμος του με τη Άννα Παντζίκα
Στο θέατρο γνώρισε και τη γυναίκα της ζωής του, την χορεύτρια και ηθοποιό Άννα Παντζίκα. Μία εύθυμη και καλόκαρδη γυναίκα, με χιούμορ που «κολλούσε» ακόμη και τον ίδιο τον Φέρμα.Λέγεται ότι ο ηθοποιός είχε «αδυναμία» στο γυναικείο φύλο και η γυναίκα του φέρεται να τον πείραζε για τις… πολλές «ανιψιές». Οι δυο τους έμειναν μαζί και αγαπημένοι, περνώντας και ξεπερνώντας ενωμένοι τις όποιες δυσκολίες της ζωής.
Ενωμένοι έμειναν μέχρι την 14η Αυγούστου του 1972, όταν ο θάνατος αποφάσισε να τους χωρίσει. Ο Νίκος Φέρμας έφυγε ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς, στα 67 του χρόνια.
Πηγή: