ΜΑΡΙΑ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗ - ΔΕΛΙΒΑΝΗ: ΤΑ ΛΑΙΚΙΣΤΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΑΘΕΣΤΗΚΥΙΑ ΤΑΞΗ...


Εισαγωγή
Η Δύση στο διάστημα των τελευταίων  ετών εισέρχεται  σταδιακά σε αχαρτογράφητα νερά. Το γνωστό, το ασφαλές και το  παραδοσιακό υποχωρεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα,  και τη θέση του καταλαμβάνει  το άγνωστο, το ανατρεπτικό και το απειλητικό. 

 
Ήδη, η παγκοσμιοποίηση, που ήταν μαζί μας για πενήντα περίπου χρόνια αναγκάζεται να  παραχωρήσει την κυριαρχία της, όχι μόνο στον προστατευτισμό, αλλά και σε, καθημερινά εντεινόμενο εμπορικό πόλεμο. Ωστόσο, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η  εναλλαγή αυτή, ανάμεσα στην ελευθερία των συναλλαγών και στην επιβολή ελέγχων στις συναλλαγές, ανήκει στις νομοτελειακές μεταβολές, που αναμένονται, περίπου κάθε 40 με 50  χρόνια, ώστε καταρχήν να μην  δικαιολογεί ιδιαίτερη ανησυχία. Δεν συμβαίνει, ωστόσο, το ίδιο με τον καταιγισμό κάποιων, άλλης μορφής ανατροπών, που πρόσφατα εισέβαλαν στη ζωή μας, και που ορισμένα χαρακτηριστικά τους τις διαχωρίζουν σαφώς   από  ό,τι σχετικά ίσχυε στο παρελθόν. Ακριβώς, τα χαρακτηριστικά αυτά καθιστούν απροσδιόριστο το νέο διεθνές σκηνικό, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται να απενεργοποιούν ισχυρότατες παραδοσιακές διακρίσεις, όπως κατεξοχήν αυτήν ανάμεσα στη  δεξιά και στην αριστερή οικονομική πολιτική. Οι ανατροπές αυτές υιοθετούν επιλογές της αντι-παγκοσμιοποίησης, όπως κατεξοχήν   την αναβίωση του  εθνικισμού, που ήταν ιδιαίτερα μισητός, κατά την περίοδο της παγκοσμιοποίησης, και είχε σχεδόν εξισωθεί με φασιστικές  νοοτροπίες. Ο εθνικισμός, κερδίζει τώρα ταχύτατα έδαφος, και σε συνδυασμό και με κάποιες πρόσθετες σημαντικές αλλαγές, φαίνεται να αποτελεί τον προάγγελο του απειλούμενου τέλους ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού. Καθώς ο δικός μας πολιτισμός κυριάρχησε  στη Δύση για πολλές δεκαετίες, εμπεδώθηκε η άποψη ότι αυτός και μόνο αυτός εκπροσωπεί την ιδεώδη και μοναδική υποθήκη στον κόσμο. Ότι, δηλαδή, είναι αιώνια, αναλλοίωτη και αναντικατάστατη, η φιλελεύθερη Δημοκρατία, που μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο εκπροσωπείται και περιφρουρείται από τις ΗΠΑ. Δυστυχώς, όμως, τα τελευταία χρόνια, τα προηγμένα κέντρα αυτού του δυτικού  πολιτισμού αναδύουν μια   αδιάψευστη   εικόνα γενικότερης παρακμής σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής, οικονομικής πολιτικής και πολιτιστικής ζωής.  Πρόκειται, όπως όλα δείχνουν, για το  τέλος εποχής  του δυτικού πολιτισμού, όπως συνέβη στο παρελθόν και με όλους τους προηγούμενους, που  ακολούθησαν την ίδια  προδιαγεγραμμένη διαδρομή. Δηλαδή, αναδύονται, μεσουρανούν και πεθαίνουν. Καθώς τίποτε στον κόσμο μας δεν είναι αιώνιο, και οι πολιτισμοί κινούνται σε κύκλους 200-250 ετών, δίνοντας στη συνέχεια τη θέση τους σε άλλους που αναδύονται μέσα από τις στάχτες τους. Το τέλος του δυτικού πολιτισμού φαίνεται να συμπίπτει και με το τέλος της ανάπτυξης ή την είσοδο των προηγμένων οικονομιών  στο στάδιο της αέναης στασιμότητας, που αναβιώνει την παλιά θεωρία του  Alvin Hansen, χάρη και στην επικαιροποίηση της  από τον Lawrence Summers και το επιτελείο του.
Στο άρθρο αυτό θα ασχοληθώ με ορισμένες μόνο από  τις εγκάρσιες εξελίξεις που συγκλονίζουν το δυτικό κόσμο, που επικεντρώνονται στο οικονομικό και στο καθεστωτικό πεδίο και που έχουν ως σημείο αναφοράς την εμφάνιση, την ενδυνάμωση και τη γενίκευση νέων πολιτικών κομμάτων, που διαχωρίζονται σαφώς από τα παραδοσιακά. Αυτά, αποκαλούνται "λαϊκίστικα", από τους πανικόβλητους παραδοσιακούς πολιτικούς,
Στο Μέρος Ι της ανά χείρας  θα προσπαθήσω να αποδελτιώσω τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των νεοσύστατων πολιτικών κομμάτων, καθώς και τα κύρια αίτια της γένεσής  τους, ενώ στο Μέρος   ΙΙ θα επιχειρήσω να προβάλλω την οικονομική, αλλά και την καθεστωτική μορφή του νέου κόσμου, που εκτιμάται ότι θα προκύψει από την επικράτηση των "λαϊκίστικων κομμάτων".
Μέρος Ι. Τα  λαϊκίστικα πολιτικά  κόμματα
Ο λαϊκισμός εμφανίζεται γύρω στα 1980 και από τότε ανέρχεται συνεχώς, ενισχυμένος από την παγκοσμιοποίηση, την κρίση του 2008,  τις αδιανόητης έκτασης ανισότητες,  την άνοδο της διαφθοράς στην πολιτική ζωή,  τη μαζική μετανάστευση, αλλά και  την τρομοκρατία. Με βάση πρόσφατη έρευνα για το Ινστιτούτο Tony Blair, οι λαϊκίστικες ψήφοι το 2000 ήταν, κατά μέσο όρο, 8,5% σε κάθε αμερικανική πολιτεία, ενώ το 2017 είχαν αναρριχηθεί σε 24,1% αντίστοιχα.
Τι ορισμό θα έδινε κανείς στο λαϊκισμό; Ο Jan-Werner Müller επιχειρεί να δώσει απάντηση, ως εξής: Απευθύνεται σε "ένα λαό ηθικά καθαρό  και πλήρως ενωμένο, που προδόθηκε  από επίλεκτους,  βαθιά διεφθαρμένους και κατά κάποιο τρόπο ηθικά κατώτερους".
Α. Τα αίτια του λαϊκισμού:
αα) Οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης
Μια πρόσφατη μελέτη αποδίδει το λαϊκισμό στους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε παγκόσμια κλίμακα. Ασφαλώς, αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως γενική, αλλά όμως όχι και ως πλήρως ικανοποιητική εξήγηση. Διότι, ναι μεν υπήρχε αναιμική ανάπτυξη, μετά το 1985, αλλά αν η διανομή της είχε ακολουθήσει ομαλές και όχι απαράδεκτες οδούς ανισότητας, πιθανότατα δεν θα είχε αναπτυχθεί ο λαϊκισμός.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            Αρκετά χρόνια πριν από την πρόσφατη και ταχύρρυθμη εξάπλωση του λαϊκισμού,  μια σειρά από ενδείξεις προειδοποιεί για το τέλος  της παγκοσμιοποίησης και για την είσοδο σε μια νέα διεθνή οικονομική τάξη, με χαρακτηριστικά όπως  "προστατευτισμός", "εθνικισμός", "ελεγχόμενα σύνορα", "σεβασμός στις παραδόσεις", "παρεμβατισμός", "αντί-παγκοσμιοποίηση" κ.ά.
Η αντι-παγκοσμιοποίηση, που έθρεψε το λαϊκισμό, είναι το αποτέλεσμα της οργής των ηττημένων και περιθωριοποιημένων εξαιτίας των συνεπειών της  παγκοσμιοποίησης.  Στην παγκοσμιοποίηση αποδόθηκε το σύνολο των δεινών που, επί των ημερών της, έπληξαν το μεγαλύτερο τμήμα της ανθρωπότητας, με κυρίαρχο βέβαια πρόβλημα την ανεξέλεγκτη ανισότητα κατανομής εισοδήματος και πλούτου, που στοιχειώνει την υφήλιο. Έτσι, η κοινή γνώμη, όταν συνειδητοποίησε ότι η παγκοσμιοποίηση δεν τήρησε την αρχική της υπόσχεση ότι, δηλαδή "θα εξασφάλιζε την ευημερία του συνόλου των κατοίκων της Γης", αλλά αντιθέτως αποδείχθηκε   το σύστημα που προκάλεσε ελάχιστους νικητές και σωρεία ηττημένων, στράφηκε κάθετα εναντίον της, όπως αποδεικνύουν τα ακόλουθα επιλεγμένα στοιχεία:
Με βάση εκτιμήσεις  γύρω στο 65% των Ευρωπαίων είναι υπέρ του περιορισμού της ελευθερίας των συναλλαγών, υπέρ δηλαδή της από-παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, τα υψηλότερα ποσοστά δυσαρεστημένων από  τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης  διαπιστώνονται στις ΗΠΑ όπου το 71% των πολιτών ανησυχεί για την  καταστροφή θέσεων εργασίας, εξαιτίας των εμπορικών συναλλαγών με την Κίνα, ενώ το 78% θεωρεί πολύ σοβαρό πρόβλημα τη δημοσιονομική  εξάρτηση της Αμερικής από την Κίνα. Αντιθέτως, μόνο το 15% των μεγάλων επιχειρηματιών της Αμερικής  δηλώνει ότι είναι εναντίον της παγκοσμιοποίησης, αποτέλεσμα που  ενισχύει, βέβαια το συμπέρασμα περί "ολιγάριθμων νικητών και πολυάριθμων ηττημένων". Εξάλλου, σε πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην οποία εκφράζεται η αγωνία για τη συρρίκνωση και το μέλλον της παγκοσμιοποίησης, αναφέρονται και ορισμένα αποτελέσματα δημοσκοπήσεων, σχετικά με το πώς βλέπουν οι Ευρωπαίοι την παγκοσμιοποίηση, και μέσω αυτής και την ΕΕ που αποτελεί μια μικρότερη παγκοσμιοποίηση εντός της συνολικής. Με εμφανή αμηχανία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνειδητοποιεί αυτά τα αποτελέσματα,  καθώς από αυτά  προκύπτει ότι το 53% των  Ευρωπαίων εμφανίζονται  βαθιά  προβληματισμένοι, και   θεωρούν την ΕΕ ως απειλή για την ταυτότητά τους. Μόνο το 41% των Ευρωπαίων εμπιστεύονται την ΕΕ, ποσοστό, ωστόσο υψηλότερο από την εμπιστοσύνη τους στις επί μέρους εθνικές κυβερνήσεις  Το 52% των ψήφων στη Μ. Βρετανία, υπέρ του  Brexit αποτελεί, σίγουρα, τη μεγαλύτερη απόδειξη αυτής της μεταστροφής της κοινής γνώμης, εναντίον της παγκοσμιοποίησης, στην Ευρώπη.  Η μεταστροφή αυτή εξηγείται, σε σημαντικό βαθμό, από το γεγονός ότι "η εργατική τάξη στις προηγμένες οικονομίες (στην οποίαν κυρίως ανήκαν και οι ψηφίσαντες το Brexit), είχαν ελάχιστη αύξηση των εισοδημάτων τους, για ολόκληρη τη μακροχρόνια περίοδο της παγκοσμιοποίησης". Το επίπεδο μισθών, στις προηγμένες οικονομίες, που είχαν ανοικτά εμπορικά σύνορα με αναδυόμενες οικονομίες,  ισοπεδώθηκε  σχεδόν με το αντίστοιχο που επικρατούσε στις δεύτερες. Το αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, για τις ΗΠΑ (και, βέβαια, όχι μόνο) ήταν η αύξηση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο, αλλά και η απώλεια πέντε εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, στο διάστημα των είκοσι τελευταίων ετών.
ββ)Η άνοδος του εθνικισμού
Η γενική κριτική, εναντίον των λαϊκίστικων κομμάτων, που όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα,  είναι η συλλήβδην κατάταξή τους, στη   ακροδεξιά παράταξη. Παρότι, η κριτική αυτή επαληθεύει μικρό σχετικά τμήμα αυτών των κομμάτων,    αποτελεί  ωστόσο την εύκολη αντίδραση όλων εκείνων, των οποίων τα συμφέροντα    θίγονται  από την υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης. Ο πυρήνας αυτής της κριτικής φαίνεται να αφορά       στο γεγονός ότι όλα αυτά τα νεοεμφανιζόμενα  κόμματα  ανασύρουν από τη λήθη στην επιφάνεια τον ξεχασμένο, για χρόνια εθνικισμό, ο οποίος είχε υποχωρήσει με τις κεκαλυμμένες προετοιμασίες της έλευσης μιας  παγκόσμιας διακυβέρνησης. Κακώς, βέβαια,  ο εθνικισμός, επιχειρείται τώρα με αυθαίρετο και αδικαιολόγητο τρόπο, να  εξισωθεί με ακροδεξιές  πολιτικές επιλογές. Ωστόσο, αν ο εθνικισμός  δεν είναι ακραίου βαθμού, ώστε να ενθαρρύνει το μίσος για άλλα έθνη ή διαφορετικές ράτσες, είναι απολύτως αποδεκτός. Διότι, δεν νοείται ως  ακροδεξιός, αυτός που αγαπά τη χώρα του, που είναι υπερήφανος γι' αυτήν και μπορεί, άνετα, να δηλωθεί ως εθνικιστής. Η πολύ διαδεδομένη, σήμερα,  τάση απόρριψής του κάθε εθνικιστή, συλλήβδην, ως ακροδεξιού και φασίστα, είναι ύποπτη, επικίνδυνη και προβληματική, διότι προφανώς υποκρύπτει ανομολόγητους στόχους.  Βεβαίως, και δυστυχώς υπάρχει το πρόβλημα του ανερχόμενου φασισμού με δράση, αποτρόπαιη και σκοτεινή, κυρίως στην Ευρώπη. Εναντίον των αυγών του φιδιού επείγει η λήψη αποφασιστικών μέτρων για την εξάλειψή  τους, αλλά όμως η λύση δεν βρίσκεται στην κατακραυγή εναντίον των νέων πολιτικών κομμάτων, στους κόλπους των οποίων οι τάσεις φασισμού, ευτυχώς, δεν αποτελούν τον κανόνα.
 Ήδη, γίνεται προσπάθεια αποδαιμονοποίησης  του περιεχόμενου του εθνικισμού, καθώς εξελίσσεται σε  κεντρικό χαρακτηριστικό της νέας διεθνούς οικονομικής τάξης, όπως επιβεβαιώνεται και από τις  ακόλουθες  σχετικές  δηλώσεις:
*Του Lawrence Summers "η πολιτική πρόκληση σε πολλές χώρες είναι η ανάπτυξη ενός υπεύθυνου εθνικισμού, που να ακουμπά σε πολιτική η οποία ευνοεί τοπικά συμφέροντα και γηγενείς περισσότερο και πάνω από κοσμοπολίτικες επιδιώξεις".
*Του Michael Barone : "ο Trump  και ο εθνικισμός του με το "Πρώτη η Αμερική" δεν είναι αναγκαστικά κάτι κακό. Και συνεχίζει  ότι: "είναι καλό να προτιμά κανείς τη χώρα του από κάποια άλλη". "Ο εθνικισμός μπορεί να αποτελεί θετική δύναμη". "Το να είναι κανείς υπερήφανος για την πατρίδα του και κάθε τι που έχει σχέση μαζί της, δεν είναι εγωιστικό, αλλά ούτε ρατσιστικό. Πρόκειται για πατριωτισμό και αποτελεί φυσική αντίδραση για κανονικό πολίτη".
*Και του  κοινωνικού ψυχολόγου Jonathan Haidt: "Οι εθνικιστές αισθάνονται δεσμό με την πατρίδα τους και είναι υπερήφανοι που αποτελούν τμήμα της. Οι παγκοσμιοποιητές επιθυμούν να εξαφανίσουν τα σύνορα της κάθε χώρας και να απαλλαγούν από τη Δημοκρατία".
γγ) Η αναζήτηση μεγαλύτερου βαθμού ασφάλειας
Η άνοδος, εξάλλου, του εθνικισμού οφείλεται στη   διάχυτη επιθυμία, στις προηγμένες όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες,    για περισσότερη  ασφάλεια και για ανάληψη μικρότερου κινδύνου, σε σύγκριση με το καθεστώς της παγκοσμιοποίησης. Η ικανοποίηση αυτών των τάσεων απαιτεί περιορισμό  της απόλυτης ελευθερίας των συναλλαγών, και επάνοδο των ρυθμίσεων στις αγορές, που είχαν καταργηθεί επί παγκοσμιοποίησης. Απαιτεί, ακόμη, απομάκρυνση από τις ιδεοληψίες των «αόρατων χεριών» των κλασικών, που δήθεν ρυθμίζουν την αγορά και, ταυτόχρονα, συμφιλίωση με την ανάγκη παρέμβασης του κράτους στην οικονομία. Τα σύνορα, που είχαν ουσιαστικά καταργηθεί με την παγκοσμιοποίηση γίνονται, και πάλι επιθυμητά, καθώς εγγυώνται μεγαλύτερη ασφάλεια. Στις  επιλογές αυτές της νέας  διεθνούς  οικονομικής τάξης η συμβολή του μεταναστευτικού ρεύματος, που συνοδεύεται από πολλές και χωρίς λύση πτυχές, ήταν εξαιρετικά σημαντική.
Β. Τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά των λαϊκίστικων κομμάτων:
α)Δεξιάς και αριστερής κατεύθυνσης
Τα λαϊκίστικα πολιτικά κόμματα  ανήκουν και στη δεξιά και στην αριστερή παράταξη και διακρίνονται από πολυάριθμες διαφορές στις επιλογές τους. Ωστόσο,  τα βασικά τους χαρακτηριστικά συναντιούνται σε όλα, σχεδόν,   τα αποκαλούμενα "λαϊκίστικα κόμματα"   και εξηγούν τους λόγους για τους οποίους η εμφάνισή τους στην υφήλιο, έχει ουσιαστικά απενεργοποιήσει τη διάκριση ανάμεσα σε αριστερή και δεξιά πολιτική.
Προς το παρόν, και παρότι το σχετικό σκηνικό μεταβάλλεται, συνεχώς, καθώς προστίθενται  και νέα λαϊκίστικά κόμματα στα  ήδη υπάρχοντα, η αριστερή πτέρυγα περιλαμβάνει το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας, τους  Podemos στην Ισπανία, το Die Linke στη Γερμανία και πριν ισοπεδωθεί πλήρως στις απαιτήσεις των δανειστών και τον Σύριζα στην Ελλάδα.  Και η δεξιά  πλευρά του λαϊκισμού έχει στους κόλπους της  το δεύτερο στη σειρά πολιτικό κόμμα της Φινλανδίας, το τρίτο σε σειρά σπουδαιότητας πολιτικό κόμμα στη Σουηδία, το κόμμα του  Viktor Orban, που επανεκλέχτηκε για τέταρτη φορά στην Ουγγαρία, το κόμμα του Εθνικού Μετώπου της Marine Le Pen στη Γαλλία και το  Εναλλακτικό κόμμα στη Γερμανία, που προβλέπεται να είναι δεύτερο στις επικείμενες προσεχείς εκλογές. Τα αποτελέσματα, εξάλλου, των  εκλογών της 4ης Μαρτίου 2018 στην Ιταλία στρέφονται κάθετα εναντίον του "συστήματος" και εκτός απροόπτου αποτελούν την αρχή του τέλους της ΕΕ και φυσικά και του ευρώ. Το εξευτελιστικά χαμηλό ποσοστό του 18.1% που έλαβε το φιλοευρωπαϊκό κόμμα του Matteo Renzi  είναι συντριπτικά εύγλωττο της οργής των ψηφοφόρων εναντίον της ευρωπαϊκής πορείας και των επιλογών της
 Στις παραπάνω λαϊκίστικες κυβερνήσεις ανήκουν, βεβαίως, και αυτές  των ΗΠΑ, αλλά και  της Κίνας, που και οι δύο εμφανίζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πέραν των γενικότερων, βρίσκονται στην κορυφή της παγκόσμιας πυραμίδας, και μονομαχούν οι ΗΠΑ για τη διατήρηση της παγκόσμιας κυριαρχίας και η Κίνα για την απόκτησή της.  Αλλά, και η Ρωσία, σε πείσμα  των ιδιορρυθμιών της διακυβέρνησής της, υπάγεται και αυτή στη γενική κατηγορία των χωρών με λαϊκίστικη κυβέρνηση.  Ακόμη, στις παραπάνω αναφορές, είναι δυνατόν να προστεθούν και κυβερνήσεις που βοηθήθηκαν να έρθουν στην εξουσία από λαϊκίστικα κόμματα όπως είναι η περίπτωση της Αυστρίας, της Βουλγαρίας, της Δανίας, της Φινλανδίας, της Ολλανδίας, της Νορβηγίας και της Λετονίας.
Παρά τις διαφορές, ανάμεσα στα  λαϊκίστικα κόμματα δεξιάς  και  αριστερής κατεύθυνσης, καθώς και των υβριδικών, το σύνολο τους συμπίπτει  σε αρκετές κοινές  επιλογές, όπως είναι η αντί-παγκοσμιοποίηση, ο εθνικισμός, ο κρατικός παρεμβατισμός, η προσπάθεια επίτευξης ευημερίας για όλους, η αντίθεση στον ελιτισμό και στην καθεστηκυία τάξη, η αντίθεση σε μακροχρόνιες πολιτικές λιτότητας, αλλά και η αντίθεση στις ακραίας μορφής πρακτικές της χρηματιστηριακής οικονομίας.
Ο ανερχόμενος στις ημέρες μας λαϊκισμός στρέφεται γενικώς εναντίον  του ελιτισμού, των παραδοσιακών πολιτικών και των κυρίαρχων θεσμών, εθνικών και διεεθνών, με μια λέξη εναντίον της καθεστηκυίας τάξης. Ο λαϊκισμός  εκπροσωπεί τον απλό πολίτη, που θεωρεί ότι λησμονήθηκε και ότι  προδόθηκε από  τους πολιτικούς του. Ο λαϊκισμός διακηρύσσει ότι εκφράζει τον άδολο πατριωτισμό. Οι οπαδοί του είναι οργισμένοι με τη συμπεριφορά των πολιτικών και τη γενική αθέτηση των υποσχέσεών τους. Η ψήφος στο Donald Trumpερμηνεύεται ως η επιθυμία των ψηφοφόρων να αφήσουν πίσω τους το κακό πολιτικό παρελθόν  της παγκοσμιοποίησης. 
Εκτός από τη σύμπτωση των δύο λαϊκίστικων πολιτικών ρευμάτων σε πολλούς  και σημαντικούς στόχους τους, είναι ενδιαφέρουσα η επισήμανση ότι, ειδικά, η δεξιά λαϊκίστικη πλευρά έχει διαρρήξει  τις σχέσεις της με   παραδοσιακές παραδοχές της παράταξης της, όπως κατεξοχήν αυτή που ήταν εναντίον του ρόλου του Κράτους στην οικονομία, καθώς και αυτή υπέρ της συνεχούς λιτότητας.   Η επιλογή του Donald Trump, καθώς και αυτή αρκετών Ευρωπαίων πολιτικών, που  είναι γύρω ή και κοντά στην εξουσία, βασίζεται, ακριβώς, στις υποσχέσεις τους να εγκαταλείψουν την παγκοσμιοποίηση, χάρη του προστατευτισμού, αλλά και της εγκατάλειψης του δογματικού νεοφιλελευθερισμού.
ββ)Οι διαφορές προτιμήσεων δεξιών και αριστερών λαϊκίστικων κομμάτων
Το ζεύγος επιλογών της νέας διεθνούς οικονομικής τάξης,  όπως τουλάχιστον  εξαγγέλλεται,    εμφανίζεται κάτω από  μια, φαινομενικά μόνο,  νέα ετικέτα: αυτή των ανοικτών και των κλειστών συνόρων. Δεν πρόκειται, ασφαλώς, για νέα διάκριση,  αλλά απλώς για  λεκτική εξέλιξη τού ανέκαθεν υφιστάμενου διαχωρισμού ανάμεσα στο καθεστώς της ελευθερίας του διεθνούς εμπορίου, και σε αυτό του προστατευτισμού, ή  ακόμη πιο πρόσφατα, ανάμεσα στην παγκοσμιοποίηση και στον συνοριακό  εθνικισμό. Παρότι η συνέχεια της παραδοσιακής διάκρισης ανάμεσα στην απορρύθμιση και στη ρύθμιση του διεθνούς εμπορίου, έστω και  αν φέρει διαφορετικές επιγραφές, δείχνει να μην έχει προβλήματα, ωστόσο αυτά εμφανίζονται από τη στιγμή  που επιχειρείται η  κατάταξη των επί μέρους επιλογών τους, στα  δύο παραδοσιακά πολιτικά κόμματα, της δεξιάς και της αριστεράς. Πράγματι, επικρατεί η άποψη  ότι η  παραδοσιακή δεξιά  είναι προσκολλημένη στον οικονομικό φιλελευθερισμό και στο σύνολο των επί μέρους όρων που τον ακολουθούν, όπως είναι: η απελευθέρωση των διεθνών συναλλαγών, η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου και εργασίας,  η  μη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, η  ελαχιστοποίηση του φορολογικού βάρους, όπως  και η απίσχναση του κοινωνικού Κράτους. Και ήδη προστίθεται η  εχθρότητα εναντίον της μαζικής μετανάστευσης. Αντιθέτως, τα βασικά χαρακτηριστικά της παραδοσιακής αριστεράς ήταν μέχρι σήμερα η αποδοχή του ρόλου και της σημασίας του κρατικού παρεμβατισμού, που επεκτείνεται και στη ρύθμιση των συνθηκών του διεθνούς εμπορίου, η  αναγνώριση των πλεονεκτημάτων της συνεργασίας και αλληλοσυμπλήρωσης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, που θεωρούνται ίσης σπουδαιότητας, η απόδοση ιδιαίτερης βαρύτητας στις υπηρεσίες του κράτους Πρόνοιας, η θέσπιση δικαιωμάτων  στην εργασία, που αναγνωρίζεται  ως ο ασθενέστερος συντελεστής παραγωγής, σε σχέση με το κεφάλαιο, καθώς και η  επιβολή προοδευτικής φορολογίας, μέσω της οποίας επιδιώκεται δικαιότερη  κατανομή του εισοδήματος. Συμπληρωματικές, αλλά λιγότερο ασφαλείς διακρίσεις, ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά είναι αυτές στο χώρο των επιλογών της οικονομικής πολιτικής.  Η δεξιά, που αναγνωρίζεται και ως η πιο συντηρητική, επιδιώκει γενικά την επίτευξη ισοζυγίων παντού. Οι σχέσεις της με την μικροοικονομική πολιτική, που ρυθμίζει και ενθαρρύνει  την ιδιωτική πρωτοβουλία είναι εμφανέστερες και στενότερες, ενώ είναι  λιγότερο σαφείς με την μακροοικονομική πολιτική. Έτσι εξηγείται η προσήλωση της δεξιάς στις πολιτικές  λιτότητας, αλλά και η προτίμηση της νομισματικής πολιτικής, με αποκλεισμό της δημοσιονομικής πολιτικής.
 Οι παραπάνω, όμως, αυτές ενδεικτικές  διακρίσεις και προτιμήσεις της οικονομικής πολιτικής  έχουν, πρόσφατα,  ανατραπεί. Η νέα αυτή υβριδική μορφή πολιτικών κομμάτων, κάποια από τα οποία βρίσκονται κοντά στην εξουσία, πέρα από τη σαφή εναντίωσή τους στη συνέχιση της παγκοσμιοποίησης, αποτελούν αμάλγαμα, όχι ασφαλές και όχι σταθερό, των επί μέρους παραδοσιακών προτιμήσεων  οικονομικής πολιτικής, και  της αριστεράς, αλλά και της δεξιάς. Γι' αυτό, και είναι δύσκολη  η κατάταξή τους προς την αριστερή ή προς τη δεξιά πλατφόρμα. Γι' αυτό, και ενισχύεται το επιχείρημα, που προβάλλεται από διάφορες πλευρές, ότι δηλαδή  η  διάκριση ανάμεσα στη δεξιά και την  αριστερά δεν υφίσταται πια, τουλάχιστον με την παραδοσιακή της μορφή.
Παρά τις εμφανείς αυτές δυσκολίες κατάταξης των λαϊκίστικων κομμάτων δεξιά ή αριστερά, το αποφασιστικό κοινό τους στοιχείο, είναι η έντονη εχθρότητά τους για τα ανοικτά σύνορα. Είναι, ακριβώς, αυτή η εχθρότητα, που αποδείχθηκε  ισχυρότατο όπλο προσέλκυσης οπαδών, από τα νεοσύστατα πολιτικά κόμματα της Ευρώπης, και όχι μόνο. Το ολοένα ανερχόμενο ποσοστό ψηφοφόρων αυτών των κομμάτων, που χαρακτηρίζονται από τους πολιτικούς τους αντιπάλους, ως υπέρ συντηρητικά και αναχρονιστικά,  στρέφεται εναντίον της συνέχισης της απελευθέρωσης του  διεθνούς εμπορίου ή της υποδοχής προσφύγων/μεταναστών στο έδαφός τους, ή και κατά κανόνα εναντίον και των δύο  αυτών πολιτικών, που ανήκουν στην πολιτική των ανοικτών συνόρων. Οι οπαδοί αυτών των πολιτικών κομμάτων  είναι πεπεισμένοι, όχι πάντοτε για τους ίδιους λόγους, ότι το άνοιγμα των συνόρων, είτε σε προϊόντα, είτε σε άτομα, είναι βλαπτικό  για την εθνική οικονομία και τους κατοίκους της, και γι' αυτό εκλαμβάνονται και ως εθνικιστικά κόμματα.
γγ) Οι ανησυχίες από την άνοδο των "λαϊκίστικων κομμάτων"
Η άνοδος των λαϊκίστικων πολιτικών κομμάτων εξηγείται από τη "διαφορετικότητα" των θέσεων, που εκφράζουν και που υποστηρίζουν,  σε σύγκριση με τις θέσεις αυτών που ήταν στην εξουσία τα  τελευταία πενήντα περίπου χρόνια, και οι οποίες γενικά απορρίπτονται από ένα ολοένα μεγαλύτερο τμήμα των κατοίκων της υφηλίου. 
Γι' αυτό, και τα νέα αυτά  πολιτικά κόμματα εμφανίζουν σαφή κίνδυνο για τους παραδοσιακούς πολιτικούς, που τα αντιμετωπίζουν με έκπληξη, δυσφορία, αλλά και πανικό, καθώς απειλούν  τα πολύπλευρα και ισχυρά επενδυμένα συμφέροντά τους.
Οι κατηγορίες των παραδοσιακών πολιτικών, εναντίον των λαϊκίστικων κομμάτων, επικεντρώνονται  κυρίως στο κεφαλαιώδες ζήτημα του ισχύοντος πολιτεύματος, που κινδυνεύει να ανατραπεί και πολύ λιγότερο στα επί μέρους μέτρα οικονομικής πολιτικής. Πράγματι, ένα σημαντικό τμήμα του ευρωπαϊκού πληθυσμού, και όχι μόνο, δηλώνει ήδη και χωρίς ενδοιασμούς ότι δεν εκλαμβάνει το πολίτευμα της "φιλελεύθερης Δημοκρατίας"  ως μοναδικό, αλλά ούτε και ως  αδιαφιλονίκητα άριστο σχήμα διακυβέρνησης των σύγχρονων οικονομιών της υφηλίου.  Αποτελεί  πραγματικότητα για την Ευρώπη η ταχύρρυθμη και σημαντικών διαστάσεων υποχώρηση των παραδοσιακών δεξιών και αριστερών πολιτικών κομμάτων, τα οποία παραχωρούν, σταδιακά,  τη θέση τους σε νέα πολιτικά   κόμματα, τα οποία είναι αντιευρωπαϊκά και υπέρ της επαναφοράς του κράτους-έθνους. Αυτό συνέβη και στη Γαλλία και στη Γερμανία, παρότι η ΕΕ έδειξε να ανακουφίζεται επειδή δεν κατέλαβαν την εξουσία αυτά τα αποκαλούμενα λαϊκίστικα κόμματα. Ωστόσο, ο όποιος θρίαμβος της ΕΕ για τα πρόσφατα αποτελέσματα εκλογών των μελών της είναι, εντελώς, αβάσιμα καθώς η ισχύς των μη παραδοσιακών κομμάτων σταθερά διευρύνεται. Πράγματι, στη Γαλλία, σε πείσμα της επικράτησης του Emmanuel Macron στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση, τα παραδοσιακά κόμματα δεξιάς και αριστεράς ήρθαν τρίτο και πέμπτο, αντίστοιχα, ενώ στη Γερμανία, και σε πείσμα της επικράτησης της Angela Merkel, τα δύο παραδοσιακά πολιτικά κόμματα από 67% το 2013, δεν μετρούσαν πια παρά 53% τον Οκτώβριο του 2017. Τα νέα αυτά ευρωπαϊκά κόμματα, που στρέφονται εναντίον της ΕΕ και του ευρώ, είναι λογικό να της προκαλούν πανικό, και να  αναζητεί τρόπους επιβίωσης, που προς το παρόν κάθε άλλο παρά επιτυχείς μπορούν να θεωρηθούν. Οι Ευρωπαίοι αυτοί πολίτες, που αποκαλούνται συλλήβδην και περιφρονητικά "λαϊκιστές", έχουν διαχωρίσει τις επιλογές τους από αυτές, που αναγνωρίζονται ως ορθόδοξες, στους κόλπους  της ΕΕ, και που υπάγονται στον ευρύ χώρο της "φιλελεύθερης Δημοκρατίας". Οι Ευρωπαίοι "λαϊκιστές" δείχνουν να έχουν πειστεί ότι η ΕΕ βρίσκεται σε βαθιά σύγχυση, όταν εφαρμόζει πολιτικές, που είναι σίγουρο ότι θα την καταστρέψουν, όπως αυτές της αποδοχής στα εδάφη της, τής μαζικής μετανάστευσης, καθώς και της απεμπόλησης της εθνικής κυριαρχίας και του πατριωτισμού, της ιστορίας και των εθνικών παραδόσεων. Της απεμπόλησης, δηλαδή, της εθνικής ταυτότητας των επί μέρους εθνών-κρατών. Η ΕΕ παρακολουθεί με δυσαρέσκεια, αλλά και αυξανόμενη ανησυχία την ταχύτατη εξάπλωση των "λαϊκιστών" στο έδαφός της, χωρίς ωστόσο να έχει, προς το παρόν, επιδοθεί σε αυτοκριτική, για το πώς και για το γιατί οι βασικές της κατευθύνσεις εγκαταλείπονται από ολοένα μεγαλύτερο αριθμό πολιτών της. Στο σημείο αυτό είναι πολύ σημαντική η επισήμανση ότι οι  Ευρωπαίοι "λαϊκιστές" δεν είναι μόνοι τους στην έμπρακτη άρνησή τους  να ισοπεδωθούν, και  αργότερα να αποδεχθούν μια παγκόσμια διακυβέρνηση, καθώς  όλα δείχνουν να βαίνουν προς τα εκεί, στους κόλπους της ΕΕ. Έτσι, άλλωστε, θα πρέπει να ερμηνευθεί  το κύμα αυτό της διεκδίκησης και διάσωσης της εθνικής ταυτότητας, με πολλές ασφαλώς παραλλαγές στις λεπτομέρειές του, που έχει ουσιαστικά κατακλύσει όχι μόνο την Ευρώπη, αλλά και την υφήλιο. Είναι η Αμερική του Donald Trump,  η Ρωσία του Putin, η Κίνα  του   Xi Jinping, αλλά και παράλληλα πολιτεύματα της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής.
Τελειώνοντας το Μέρος Ι αυτής της εισήγησης το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει από την παραπάνω ανάλυση είναι ο καταιγισμός καθεστωτικών μεταβολών, στην Ευρώπη και στον κόσμο, που θέτουν σε κίνδυνο τη συνέχιση  της φιλελεύθερης Δημοκρατίας, αλλά  ταυτόχρονα περιέχουν και εκείνους  τους νεωτερισμούς της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής, από τους οποίους έχουν ζωτική ανάγκη οι σύγχρονες κοινωνίες, για να μπορέσουν να δώσουν νέες λύσεις στα πολυάριθμα και ακανθώδη προβλήματά τους..
Μέρος ΙΙ. Το νέο  πρόσωπο των προηγμένων οικονομιών
Το περιεχόμενο αυτού του Μέρους ΙΙ αναφέρεται  στις μελλοντικές συνθήκες, οικονομικές και καθεστωτικές, που θα ενσωματωθούν στις επερχόμενες κοινωνίες. Η ενασχόληση με προβλέψεις  του μέλλοντος εμπεριέχει, αναγκαστικά, υψηλό κίνδυνο διάψευσής τους. Ωστόσο,  το περιεχόμενο αυτό του Μέρους ΙΙ, πιστεύω ότι κατά το μεγαλύτερο τμήμα του,  διαθέτει ενισχυμένα εχέγγυα πραγματοποίησής του, ακριβώς επειδή οι ανατροπές, στις οποίες παραπέμπει, έχουν ήδη αρχίσει, αλλά και προχωρήσει, χωρίς να παρεμποδιστούν στην πορεία τους.
 Παρότι, προς το παρόν, υπάρχει πυκνός καπνός γύρω από τη μορφή, που θα πάρουν, τελικά,  οι επί μέρους εθνικές οικονομίες, καθώς τα χαρακτηριστικά του  διεθνούς σκηνικού είναι σε εξέλιξη,  ένα είναι ωστόσο βέβαιο: η παγκοσμιοποίηση περιορίζει την εμβέλειά της και τίποτε δεν θα είναι πια,  ακριβώς, όπως μέχρι σήμερα.
Οι αναμενόμενες μεταβολές θα αναλυθούν, περιληπτικά, πρώτον στην οικονομική τους διάσταση, στην παράγραφο Α, και δεύτερον στην καθεστωτική τους, στην παράγραφο Β.
Α. Στον οικονομικό χώρο:
 αα) Εθνικές οικονομίες
Το τέλος της παγκοσμιοποίησης και η εγκαθίδρυση του προστατευτισμού φαίνεται, τώρα, να επιταχύνονται,  εξαιτίας των επιλογών του νέου προέδρου των ΗΠΑ. Η σαφής προτίμησή του Donald Trump για κλειστά σύνορα, που μετά τις εξαγγελίες πέρασε ήδη και σε μερικής έκτασης εφαρμογή, δίνει το έναυσμα για παράλληλη πορεία και στον υπόλοιπο κόσμο. Πρόκειται, δηλαδή, για την εναντίωση  και την άρνηση συμβιβασμού με ότι γενικώς αποτελούσε την πολιτική των παραδοσιακών κυβερνήσεων. Η χάραξη νέων κατευθυντηρίων γραμμών παντού. Συγκεκριμένα, η αντίθεση σε κάθε μορφής περιορισμούς της εθνικής κυριαρχίας, η επαναφορά του κράτους-έθνους με αυξημένες παρεμβατικές δυνατότητες στην οικονομία, η αντιμετώπιση των διεθνών οργανισμών με καχυποψία, ο περιορισμός της σημασίας της χρηματιστηριακής χάρη της πραγματικής οικονομίας, η απροθυμία  υποδοχής μεταναστών/προσφύγων, και φυσικά η  καταδίκη κάθε σκέψης για τη δημιουργία παγκόσμιας κυβέρνησης, αποτελούν τις προτιμήσεις του Αμερικανού πλανητάρχη.
Ήδη η κάθε εθνική οικονομία δέχεται  τις επιπτώσεις της επιστροφής της στα δεδομένα, στις δυνατότητες αλλά και στις αδυναμίες  της. Θωρακίζεται από την εφαρμογή προστατευτικών μέτρων στις εμπορικές της συναλλαγές, αλλά υφίσταται και τις συνέπειες ενός εμπορικού πολέμου, που μαίνεται χωρίς ωστόσο να έχει καταλήξει στην τελική του μορφή.
Η αντι-παγκοσμιοποίηση είναι το προϊόν της αντίδρασης των ασθενέστερων του πλανήτη, κυρίως αυτών που στερήθηκαν θέσεις εργασίας, εξαιτίας της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου ή υπέστησαν επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου, εξαιτίας του ανταγωνισμού των μισθών τους, από τους μετανάστες/πρόσφυγες. Γι' αυτό και υπάρχουν ελπίδες, χάρη στη νέα διεθνή οικονομική τάξη, να ανατραπεί το δυσμενές αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, που υπήρξε αυτό των ελάχιστων νικητών και των πολυάριθμων ηττημένων. Ελπίζεται, ακόμη, ότι οι θετικές συνέπειες αυτής  της  ανατροπής θα εξουδετερώσουν τις αρνητικές, του εμπορικού πολέμου. Έτσι, η αντι-παγκοσμιοποίηση, ουδόλως επιχειρεί να επιβληθεί  ως  μονόδρομος και ως παράδεισος όπως η προκάτοχός της, αλλά απλώς  εμφανίζεται  στο διεθνές προσκήνιο ως ανάγκη, για  να περιοριστούν τα  εκτεταμένα και πολυδιάστατα δεινά της παγκοσμιοποίησης.
Β. Καθεστωτική μεταβολή/τρόπος διακυβέρνησης
α) Η φιλελεύθερη Δημοκρατία υποχωρεί έναντι  της "ανελεύθερης" Δημοκρατίας
 Η μεταπολεμική Αμερική αναδείχθηκε στην πλουσιότερη, την ισχυρότερη και την πιο επιτυχημένη χώρα του κόσμου. Τα θαυμαστά επιτεύγματά της σε όλους τους τομείς ταυτίστηκαν με  το φιλελεύθερο δημοκρατικό της πολίτευμα, το οποίο υιοθετήθηκε σταδιακά από το μεγαλύτερο τμήμα της οικονομικά προηγμένης υφηλίου. Οι χώρες, χωρίς Δημοκρατία και με αυταρχικά καθεστώτα, ήταν περιθωριοποιημένες, με χαμηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα και με βραδείς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Η φιλελεύθερη Δημοκρατία επικράτησε, στις προηγούμενες δεκαετίες, ως το πολιτικό καθεστώς, προς το οποίο θα προσχωρούσαν νομοτελειακά, όλες οι χώρες  της υφηλίου, όταν θα κατόρθωναν να εξασφαλίσουν ένα ικανοποιητικό ετήσιο κατά κεφαλή εισόδημα, που εκτιμήθηκε γύρω στις $14.000. Οι χώρες με φιλελεύθερη Δημοκρατία κατέστησαν έτσι  "υπόδειγμα προς μίμηση" και η Δημοκρατία αναγνωρίστηκε ως το άριστο δυνατό πολίτευμα, προορισμένο να παραμείνει αιώνια στον κόσμο, και σταδιακά να απορροφήσει το σύνολο των μη δημοκρατικών και αυταρχικών καθεστώτων.
Εκτός από το υψηλό βιοτικό επίπεδο, που χαρακτήριζε μεταπολεμικά τις οικονομίες με  φιλελεύθερη Δημοκρατία, αυτή  διέθετε ακόμη τρεις  αξιοζήλευτες  καταστάσεις:
*σχετική ισότητα
*ταχέως ανερχόμενο εισόδημα για  όλους τους πολίτες, και
* το  γεγονός ότι  οι χώρες με μη δημοκρατικό καθεστώς ευημερούσαν, γενικώς,  λιγότερο.
Ο δυτικός πολιτισμός  μέχρι πρόσφατα, μέχρι την εκλογή του Donald Trump, δεν αναγνώριζε άλλο σύστημα διακυβέρνησης από τη φιλελεύθερη Δημοκρατία, την οποία και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να επιβάλλει σε ολόκληρο τον πλανήτη, ακόμη και προσφεύγοντας,  γι' αυτό, σε πολέμους. Πράγματι, μια από τις βασικές δικαιολογίες του  Βush του νεότερου, για τους αναίτιους πολέμους εναντίον του Ιράκ  του Αφγανιστάν κ.ά., ήταν και η ανάγκη "δημοκρατικοποίησης" τους. Η αντίληψη ότι η φιλελεύθερη Δημοκρατία με τον καπιταλισμό είναι το μοναδικό σύστημα που παράγει πλούτο και ισχύ ενισχύθηκε από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, εφόσον δεν υπήρχε πια αντίπαλος.
Όλες, όμως, αυτές οι βάσεις και τα πλεονεκτήματα, για τη διαιώνιση και την απομίμηση της Δημοκρατίας από μη δημοκρατικές χώρες, έχουν εξανεμιστεί. Και το σπουδαιότερο είναι ότι αποδεικνύεται, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι τα θεωρούμενα ως αυταρχικά καθεστώτα  επιτυγχάνουν  ταχύτερους ρυθμούς μεγέθυνσης σε σύγκριση με τα δημοκρατικά. Πράγματι, από τις 15  οικονομίες της υφηλίου που τώρα εμφανίζονται με τους ταχύτερους αναπτυξιακούς ρυθμούς, τα 2/3 δεν  έχουν  φιλελεύθερη δημοκρατική διακυβέρνηση. Ακόμη, από τα 250 καλύτερα ΑΕΙ της υφηλίου, τα 16 ανήκουν σε μη φιλελεύθερες δημοκρατικές χώρες.
Η  μεταβολή, που φαίνεται να φέρνει η νέα διεθνής οικονομική τάξη του Donald Trump είναι σημαντική, παρότι πέρασε μέχρι τώρα αρκετά απαρατήρητη. Ο νέος πλανητάρχης,  όπως όλα δείχνουν, φαίνεται να έχει παραιτηθεί από   το δικαίωμα ή και ορθότερα  την υποχρέωση των ΗΠΑ να επιβάλλουν στην υπόλοιπη υφήλιο τη Δημοκρατία, ως το μοναδικό πολίτευμα που μπορεί να συμβιβαστεί με τον καπιταλισμό, και που άρχισε να εφαρμόζεται αμέσως μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Η εγκατάλειψη αυτού του θεμελιώδους στόχου της αμερικανικής φιλελεύθερης ηγεμονίας μεταβάλλει το πολίτευμα της Αμερικής, που γίνεται αναγκαστικά ανεκτό από την ίδια, προς τον έξω κόσμο,  από "φιλελεύθερη Δημοκρατία" σε "ανελεύθερη ηγεμονία", ή και σε "ανελεύθερη Δημοκρατία", ή ακόμη και σε "Δημοκρατία χωρίς  δικαιώματα".  Η μεταβολή αυτή θεωρήθηκε αναγκαία επειδή η Αμερική είχε πολλές αποτυχίες στον τομέα αυτόν και, επιπλέον, με την άνοδο σε ολόκληρη την υφήλιο, των αποκαλούμενων λαϊκίστικων κομμάτων,  στο μέλλον προβλέπονται ακόμη περισσότερες αποτυχίες. Αλλά, και πέρα από τις αποτυχίες αυτές, με την Κίνα, τη Ρωσία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, την Τουρκία,  κ.ά., που δεν έχουν φιλελεύθερη Δημοκρατία,  η εμμονή των ΗΠΑ  να  συνεχίζουν να την επιβάλλουν,  (έστω και αν αναγνωρίζεται ως το καλύτερο πολίτευμα) συχνά στο παρελθόν με μη  δημοκρατικούς τρόπους, που περιλαμβάνουν ακόμη και συρράξεις, θα ήταν πια χωρίς περιεχόμενο.
β)Το νέο καθεστώς με τα λαϊκίστικα πολιτικά κόμματα
 Το ανέφικτο της επιβολής της Δημοκρατίας, σε χώρες που δεν την επιθυμούν, έγινε πλήρως κατανοητό  με την οικονομική άνοδο της  Κίνας,  που υιοθέτησε μεν τον καπιταλισμό, αλλά  σε συνδυασμό  με την επικράτηση εκεί αυταρχικού καθεστώτος, που έγινε εμφανέστερο, με την δια βίου δυνατότητα παραμονής του εκάστοτε προέδρου της στην εξουσία. Η ίδια εξέλιξη διαπιστώνεται και στη  Ρωσία, και  όχι μόνο, αφού πρόσφατα επικρατούν και στην Ευρώπη ανάλογες και ολοένα διευρυμένες  τάσεις με τα λαϊκίστικά και τα υβριδικά πολιτικά κόμματα, όπως αναφέρθηκα ήδη στην παρούσα ανακοίνωση. Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι ο καπιταλισμός μπορεί να συνυπάρξει, όχι μόνο με  Δημοκρατία, αλλά και με διαφορετικά καθεστώτα. Αποδεικνύεται, όμως ακόμη, ότι η  Δημοκρατία, τουλάχιστον με τις δυτικές της προδιαγραφές, υποχωρεί, σταδιακά, εφόσον είναι το σύστημα που διέπει  ολοένα μικρότερης έκτασης πληθυσμό της υφηλίου, αλλά και το σύστημα που έχει παύσει να ανταποκρίνεται στις αρχικές προδιαγραφές του, αυτές των αρχαίων Ελλήνων.  Έτσι, είναι αρκετά τρομακτική η απάντηση στο ερώτημα: "τι χώρος της υφηλίου αποτελεί ακόμη το σπίτι της φιλελεύθερης Δημοκρατίας";
γ) Η παρακμή της φιλελεύθερης Δημοκρατίας
Δυστυχώς, το φιλελεύθερο δημοκρατικό καθεστώς της Δύσης βρίσκεται σε μεγάλη παρακμή. Και η απλή επίκληση της Δημοκρατίας, όταν συνυπάρχει με εντελώς ασυμβίβαστες με αυτήν συνέπειες, δεν αρκεί για να ικανοποιεί τις σχετικέ ανησυχίες. Έχω, ολοένα συχνότερα την  πεποίθηση, ότι οι αναφορές στη  Δημοκρατία χρησιμοποιούνται ως αντιπερισπασμοί,  για σειρά  εγκλημάτων που διενεργούνται σε καθημερινή βάση, στο όνομά της. Και, τελικά, πιστεύω, ότι οι εγγυήσεις που δίνονται από την απλή αναφορά στη Δημοκρατία, έχουν θέση καθησυχασμού και παραίτησης από  την προσπάθεια εξεύρεσης λύσεων σε δύσκολα προβλήματα. Και  έτσι καταλήγουν συχνά, σε εκτρωματικές καταστάσεις. Καταστάσεις,  που τελικά  δεν διαφέρουν από τις αντίστοιχες  αυταρχικών καθεστώτων, τα οποία δεν επικαλούνται τη Δημοκρατία. Να υπογραμμίσω, στο σημείο αυτό, ότι και οι πολίτες των χωρών με δημοκρατικά καθεστώτα δεν έχουν αρκετή εμπιστοσύνη σε αυτά. Πράγματι, σχετική έρευνα στην Αμερική, που είναι ίσως η κατεξοχήν χώρα στην οποία προβάλλονται κατά κόρο τα πλεονεκτήματα της Δημοκρατίας, κατ' αντιδιαστολή  με όσα δυσάρεστα συμβαίνουν σε χώρες χωρίς Δημοκρατία, αποκαλύπτει ότι το 45% των εκεί ερωτηθέντων έχουν αμφιβολίες για τα θετικά στοιχεία της δημοκρατικής διακυβέρνησης  και έχουν μικρή ή καθόλου εμπιστοσύνη σε αυτήν. Αναμφισβήτητα, η Δημοκρατία δέχθηκε  ηχηρό ράπισμα  από την παγκοσμιοποίηση και τις ανεξέλεγκτες ανισότητες στις οποίες αυτή κατέληξε.
Το ερώτημα που τίθεται, εδώ, είναι το αν η συνύπαρξη αυτή καπιταλισμού με ανελεύθερη Δημοκρατία είναι βιώσιμη και συνεπώς σε θέση να διατηρηθεί σε μακροχρόνια βάση, ή αν οι αντιθέσεις αυτού του συνδυασμού θα το οδηγήσουν σε διάλυση, επαναφέροντας τον καπιταλισμό με φιλελεύθερη Δημοκρατία ή και το σοσιαλισμό.  Οι γνώμες διίστανται στο πολύ κρίσιμο αυτό σημείο για το μέλλον της Δύσης και της υφηλίου. Αυτούς που θα χαρακτήριζα ως αισιόδοξους υποστηρίζουν ότι τα αυταρχικά καθεστώτα μπορούν να επιβιώσουν μόνο σε φτωχές οικονομίες, όπως είναι ακόμη η Κίνα, η Ρωσία ή  και η Τουρκία, ενώ αντιθέτως όταν αυξηθεί το κατά κεφαλή εισόδημα και η μεσαία τάξη κυριαρχήσει, οι πολίτες θα απαιτήσουν πολιτικό φιλελευθερισμό. Παρότι ο καπιταλισμός, μακροχρόνια, αποβάλλει κατ' αυτούς, τον ολοκληρωτισμό, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί εκ των προτέρων το πότε, ακριβώς, χρονικά συμβαίνει αυτό. Είναι, ωστόσο, βέβαιο, όπως πιστεύουν,  ότι ο  πολιτικός φιλελευθερισμός νομοτελειακά  θα επικρατήσει, εξαιτίας των αντιφάσεων και των δυσλειτουργιών του καπιταλισμού με ολοκληρωτισμό, όπως είναι η διαφθορά, οι ανισότητες κατανομής, η ανεπαρκής πληροφόρηση, η έλλειψη ατομικών ελευθεριών, ή η εκμετάλλευση της κρατικής ισχύος για  να εξασφαλίσουν μεγαλεία οι πολιτικοί. Αναγκάζεται, βέβαια,  να παραδεχθεί αυτή η κατηγορία των αισιόδοξων,  ότι αυτά τα μειονεκτήματα και οι δυσλειτουργίες  συναντιούνται και στον καπιταλισμό με φιλελεύθερη Δημοκρατία, αλλά  πείθουν τον εαυτό τους ότι  αυτό που κάνει τη διαφορά  υπέρ του φιλελευθερισμού είναι ότι, κατ' αυτούς,  οι αρνητικές αυτές συνέπειες  εμφανίζονται  σε  μικρότερη κλίμακα.  Δυστυχώς, σοβαρά  μειονεκτήματα  και δυσλειτουργίες, , συναντιούνται σε, ολοένα μεγαλύτερη κλίμακα  και ένταση, και στις οικονομίες της Δύσης. Και είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αποφανθεί κανείς σε ποιο από τα δύο αυτά καθεστώτα οι δυσλειτουργίες και τα αρνητικά χαρακτηριστικά είναι εντονότερα. Αλλά, και  εξίσου δύσκολο είναι να απαντήσει κανείς για το αν και κατά πόσο θα εξακολουθήσουν να  υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα δύο  αυτά καθεστώτα, και σε καταφατική περίπτωση, ποιο από τα δύο θα επικρατήσει.
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα της Δύσης, σχετικά με την πεποίθησή της ότι θα κατορθώσει να διατηρήσει το πολιτικό καθεστώς της και μετά την επικράτηση της Κίνας διεθνώς, είναι  ότι στον κόσμο του ΧΧΙου αιώνα, η ισχύς περνά μέσα από την παγκοσμιοποίηση και τους διεθνείς οργανισμούς, που ελέγχονται από την ίδια.  Το επιχείρημα, ωστόσο, αυτό έχει πολύ εξασθενήσει μετά από τα  σοβαρά χτυπήματα που δέχεται η παγκοσμιοποίηση, με την εισαγωγή προστατευτισμού και με  τις κατηγορίες που εξαπέλυσε ο Donald Trumpεναντίον των διεθνών οργανισμών και συνολικά της καθεστηκυίας διεθνούς οικονομικής τάξης. Το επιχείρημα αυτό έχει, ακόμη, χάσει πολύ από την αρχική του αίγλη, εξαιτίας της ανόδου του λαϊκισμού, που εκφράζει τη μεταβολή της κοινής  γνώμης και που στρέφεται κάθετα  εναντίον της παγκοσμιοποίησης και, γενικά, εναντίον του συστήματος που επικρατεί στη Δύση. Και για να έρθουμε στην επιρροή και την εμβέλεια των "λαϊκίστικων κυβερνήσεων" στην Ευρώπη, που έχει κατακλυστεί από αυτές, ανεξαρτήτως του ότι εξακολουθεί να δίνει την εντύπωση ότι τις αγνοεί, και ότι εξακολουθεί δήθεν να ηγεμονεύει με βάση τη φιλελεύθερη Δημοκρατία. Πρόκειται,  πια, σαφώς περί ουτοπίας, δεδομένου ότι η Μ. Βρετανία εξήλθε του ευρωπαϊκού ομίλου, η Ιταλία  απέκτησε "λαϊκίστικη" αν και αρκετά αδύναμη και ασταθή κυβέρνηση. Η Αυστρία και Φινλανδία κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Και στα Βαλκάνια ηγεμονεύουν "λαϊκίστικες" κυβερνήσεις, με κυρίαρχο στόχο την οριστική αποδυνάμωση του καθεστώτος της ΕΕ. Τι ακριβώςλοιπόν, απέμεινε από την άλλοτε κραταιά ΕΕ και το ισχυρό ευρώ; Μια ουτοπία, που σύντομα κινδυνεύει να αποκαλύψει τα συντρίμμια   μιας, αρχικά, εξαιρετικής προσπάθειας. H νέα διεθνής οικονομική τάξη, που στερείται της προβολής και της  ισχυρής προπαγάνδας, από τα μέσα ΜΜΕ, που έχαιρε και που εξακολουθεί να χαίρει η παγκοσμιοποίηση, ουδόλως επιχειρεί να επιβληθεί  ως  μονόδρομος και ως παράδεισος όπως η προκάτοχός της, αλλά απλώς  εμφανίζεται  στο διεθνές προσκήνιο ως ανάγκη, για  να περιοριστούν τα  εκτεταμένα και πολυδιάστατα δεινά της παγκοσμιοποίησης.
Συμπέρασμα
Το ερώτημα, που  ήδη αναζητεί απάντηση είναι το αν θα επικρατήσει η φιλελεύθερη Δημοκρατία ή  καθεστώτα θεωρούμενα ως αυταρχικά;Και στις ημέρες μας, που  πλανιέται η απειλή της αέναης στασιμότητας, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα επιβάλλεται, εκτός όλων των άλλων, να διερευνήσει και  ποιο από τα δύο συστήματα είναι πιο αποτελεσματικό:
* για την επίτευξη ταχύρρυθμης ανάπτυξης
* για την καταπολέμηση της διαφθοράς
* για την καλύτερη (δικαιότερη) κατανομή εισοδήματος και πλούτου
* για την εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης
* για την ποιότητα  υπηρεσιών  δημόσιας υγείας και  δημόσιας εκπαίδευσης
* για την περιφρούρηση των διατροφικών κινδύνων
* για την επιβολή αξιοκρατίας.
            Παρότι οι απαντήσεις στις παραπάνω ανησυχίες, ούτε εύκολες, αλλά ούτε σίγουρες μπορεί να είναι, τουλάχιστον προς το παρόν, ωστόσο ο  αναπόφευκτος προβληματισμός, γύρω από αυτές, προβάλλει αμείλικτα μια πραγματικότητα που οι μη "λαϊκιστές" της Δύσης δεν επιθυμούν να αποδεχθούν: ότι δηλαδή, το θέμα αυτό δεν είναι τόσο απλό, ούτε οι λύσεις του  δεδομένες, όπως παραπειστικά εμφανίζονται, αλλά ότι αντιθέτως απαιτείται συνεχής κριτική

Πηγή: