«Είμαι καταραμένη... Το μέλλον μου θα είναι μέσα στην πρέζα… Δεν κάνω όνειρα, έχω πάψει να ελπίζω…»

Μία γενική περιγραφή του ατόμου και της ιστορίας ζωής του από την Ερευνήτρια: Γκουγκούδη Αργυρώ-Μαρία.
Η (..) σήμερα είναι 23 χρονών, μία κοπέλα που θα έπρεπε να ζει και να χαίρεται τη ζωή της. Δυστυχώς όμως λόγω της εξάρτησής της μόνο αυτό δεν μπορεί κάνει. Όπως θα δούμε και από τη συνέντευξη που πήρα πριν από έναν μήνα περίπου (30.04.2009), είναι εξαρτημένη γύρω στα οχτώ χρόνια. 

 
Σπατάλησε τα καλύτερά και πιο δημιουργικά της χρόνια ζώντας μέσα σε αυτό τον εφιάλτη, όπως η ίδια θα μου πει. Εγώ τη γνωρίζω γύρω στα δεκαπέντε χρόνια και ειλικρινά μου είναι δύσκολο να κατανοήσω πλήρως αυτό που βιώνει, κάθε μέρα φοβάμαι ότι μπορεί να έχει πάθει κάτι κακό. Την συναντώ καθημερινά και πάντα μου χαλάει τη διάθεση να τη βλέπω σε απελπιστική κατάσταση. Δεν μπορώ να την βοηθήσω, όσες φορές προσπάθησα, ήταν άκαρπες (με συζήτηση, απευθύνθηκα σε ειδικά κέντρα απεξάρτησης, μίλησα με κοντινά της άτομα). Είναι ένα παιδί που δεν έχει ζήσει κανονικά όπως τα άλλα παιδιά, η μητέρα της ήταν αλλοδαπή (από …), την εγκατέλειψε από δύο χρονών και ο πατέρας της ξαναέφτιαξε τη ζωή του με μία άλλη γυναίκα και ένα παιδί. Ζούσε με τον παππού και τη γιαγιά της σχεδόν από βρέφος.
Συνέντευξη

Την συνάντησα 30 Απριλίου ημέρα Πέμπτη και περί ώρα 17:15, λίγα λεπτά αφότου σχόλασα. Σχεδόν κάθε απόγευμα την συναντώ μετά τη δουλειά στο ίδιο μέρος (σε ένα ερειπωμένο σπίτι), ξαπλωμένη σε κάτι παλιά ρούχα και σκεπάσματα. Την ρώτησα αν θέλει τσιγάρα να της πάρω ή κάποιο αναψυκτικό, ή γλυκό (αποφεύγω να της δίνω χρήματα, για ευνόητους λόγους). Οι προτιμήσεις της είναι πάντα αυτές, ποτέ δεν την έχω δει να τρώει φαγητό, πάντα θέλει ή τσιγάρα, ή γλυκό-παγωτό και αναψυκτικό με πολλά καλαμάκια («καλαμάκια φέρε μου όσα μπορείς!» μου λέει πάντα χαρακτηριστικά). Τη ρώτησα αν έχει όρεξη να μου μιλήσει και να την ρωτήσω δύο πράγματα παραπάνω. Μου είπε: «Φέρε μου μία πορτοκαλάδα, ένα πακέτο τσιγάρα και έλα να κάτσουμε». Αν και στη γειτονιά είναι ο φόβος και ο τρόμος, εγώ δεν την φοβάμαι να πω την αλήθεια, δεν με έχει κλέψει ποτέ και να πω την αλήθεια πιστεύω πως δεν το έχει σκεφτεί ποτέ. Έχουμε μία οικειότητα και δεν θέλει να χάσει την εμπιστοσύνη μου μάλλον.
Την ρώτησα να μου πει σήμερα τι έκανε όλη τη μέρα μέχρι τώρα και μου είπε:
«Ότι κάνω σχεδόν κάθε μέρα. Θα ξυπνήσω το πρωί, συνήθως από το φως της μέρας και θα πρέπει να σκεφτώ λύσεις να πάρω τη δόση μου». Την ρωτώ πόσες είναι συνήθως αυτές που έχεις ανάγκη οπωσδήποτε αλλιώς έχεις σύνδρομο. Μου απαντά με αφοπλιστική ειλικρίνεια «Οπωσδήποτε το πρωί, το μεσημέρι καλό θα ήταν και το βράδυ πριν ξαναπέσω για ύπνο. Μακάρι να είχα ένα βαρέλι και να έπαιρνα συνέχεια! Είμαι καταδικασμένη να σκέφτομαι αυτό συνέχεια, να κλέβω – να ζητιανεύω – να εκδίδομαι για να εξασφαλίσω τη δόση μου. Είναι εφιάλτης. Δεν υπάρχει γυρισμός δυστυχώς».
Την ρωτάω αν θυμάται να μου πει πότε και πως ήταν η πρώτη της εμπειρία, απαντά αμέσως: «Μακάρι να μην υπήρχε ποτέ. Κάποια παιδιά που κάναμε παρέα και συγκεκριμένα ένας φίλος μου που είχαμε σχέση έκανε χασίς, με ρώτησε αν ήθελα μία ρουφηξιά και από περιέργεια θες να είμαι στο κλίμα της παρέας δοκίμασα. Με τον καιρό και αφού μου ανοίχτηκαν ανακάλυψα ότι δεν έκανα μόνο χασίς αλλά και ηρωίνη, την οποία βέβαια κι εγώ άρχισα. Τον πρώτο καιρό να πω την αλήθεια η εξάρτηση δεν ήταν έντονη, ήμασταν γύρω στα δεκαπέντε μέσο όρο, θες το βλέπαμε για παιχνίδι, θες για μαγκιά, θες να ξεχωρίσουμε, θες ότι είμαστε ενταγμένοι σε μία ομάδα, δεν καταλαβαίναμε τι κάναμε. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι είχαμε μία ενέργεια ανεξήγητη όταν το κάναμε, γελάγαμε χωρίς λόγο και φτιάχναμε κεφάλι».
Την ρώτησα αν οι γονείς κανενός από την παρέα το κατάλαβε τον πρώτο καιρό, απάντησε: «Σχεδόν όλοι εκτός από μένα δεν είχαν πολύ καλές σχέσεις με του δικούς τους, είχαν καθημερινούς τσακωμούς και πολλοί ήθελαν να ξεκινήσουν να δουλεύουν, να ανεξαρτητοποιηθούν. Στη δική μου περίπτωση ο παππούς μου με κατάλαβε στα δύο χρόνια. Ανησυχούσε από τον πρώτο καιρό γιατί είχαμε απομακρυνθεί κάπως αλλά προσπάθησα να καλύπτομαι. Δεν έκανα και συστηματικά. Μπορώ να πω από τα δεκαεπτά και μετά είμαι μέσα στη πρέζα και στο βούρκο. Τότε άρχισα να έχω ανάγκη μεγάλη την καθημερινή χρήση και ποσότητες μεγάλες. Ενώ μία χρήση παλιά θα μου ήταν αρκετή για μία ημέρα, μετά ήθελα τουλάχιστον δύο, πολλές φορές έκανα και πέντε και ήθελα περισσότερες. Στην αρχή και λόγω ηλικίας είχα περισσότερο κουράγιο και η υγεία μου ήταν καλύτερη σε σχέση με τώρα. Δεν είχα κολλήσει νομίζω τίποτα. Η μπογιά μου πέρναγε και έκανα και πιάτσα, έτσι εξασφάλιζα δόση και για μένα και για τον φίλο μου. Το θεωρούσα προτιμότερο και πιο εύκολο από το να κλέψω, να κυνηγηθώ και όλες τις μανούβρες. Ενώ όταν εκδιδόμουν, ήταν γρήγορο και δεν είχα άγχος».
Την ρώτησα αν αυτό το σκέφτηκε η ίδια ή ο σύντροφός της και μου αποκάλυψε: «Έρχεται φυσικά, η ανάγκη για να εξασφαλίσεις τη δόση σου με κάθε τρόπο δεν σε κάνει να σκέφτεσαι, έβλεπα τις άλλες κοπέλες που έδιναν το κορμί τους και έπαιρναν μετά τη δόση τους. Έτσι κι εγώ δεν με ένοιαζε αν θα μου δώσουν λεφτά, μία καλή ποσότητα έψαχνα για να περάσω τη μέρα μου. Μπορώ να σου πω ότι ακόμα κι αν έπαιρνα καλή δόση (να έφτανε όλη τη μέρα), την ξόδευα όλη εκείνη τη στιγμή. Ακόρεστα λειτουργούσα και αυτό μου έκανε κακό. Με τον καιρό απέκτησα αρρώστιες. Άρχισα να κλέβω,  αφού με έμαθε η παρέα. Τους είδα στην αρχή, με συμβούλευσαν να αιφνιδιάζω τον άλλον και να το αρπάζω και όπου φύγει-φύγει. Δυστυχώς έχω φάει πολύ ξύλο, τρεις φυλακές και ακόμη πόσες θα φάω. Δε βάζω μυαλό με τίποτα (γελάει), αλλά αφού ξέρω δεν έχει γυρισμό, γιατί να προσπαθήσω; Ποιος θα με δεχτεί; Ο παππούς και η γιαγιά δε με θέλουν, πρώτον γιατί έχω κλέψει σχεδόν τα πάντα μέσα στο σπίτι και τους έχω δείρει και δεύτερον γιατί φοβούνται να μην κολλήσει τίποτα το μωρό (το εγγόνι τους, το δεύτερο παιδί που έχει αποκτήσει ο πατέρας της). Δεν με θέλουν ούτε να με ξέρουν. Έχω πεθάνει γι’ αυτούς. Ο παππούς όταν με βλέπει κλαίει και μου λέει έκανες την επιλογή σου, άσε μας ήσυχους, αρκετά τραβήξαμε από σένα. Δεν έχουν άδικο. Τους πρόδωσα και μου αξίζει. Κι εγώ αν είχα παιδί θα το σκότωνα, δεν θα το ήθελα».
Θέλω να σημειώσω ότι η (..) δεν με αγγίζει, ούτε με φιλάει, έχουμε πάντα μία απόσταση κι αυτό η ίδια προσπαθεί να το τηρήσει, μου λέει πάντα: «Δεν σε φιλάω να μην σε κολλήσω τίποτα», μου κάνει εντύπωση πάντα πως σε εμένα δεν μου κρύβει τίποτα, δεν μου κλαίγεται να τη λυπηθώ. Από τη γειτονιά μαθαίνω πάντα κατορθώματά της: έκλεψε ταξιτζή, έκλεψε πορτοφόλι μίας γριούλας, έκλεψε κινητό. Την ρωτάω σήμερα τι έχει κάνει για να εξασφαλίσει τη δόση της, απαντά:
«Σήμερα απαντά πήγα Ομόνοια, εκεί επειδή υπάρχει πολύς κόσμος, δύσκολο να σε πιάσουν, έκλεψα δύο κινητά, το ένα από ένα παιδί που καθόταν σε μία καφετέρια και το άλλο από μία κοπέλα σε ένα λεωφορείο. Πήγα σε έναν μαύρο που ξέρω ότι είναι βαποράκι, τα είδα και μου έδωσε διπλή δόση και πέντε χαπάκια. Τσακωθήκαμε γιατί του είπα ότι το δεύτερο κινητό είναι πολύ καλό και άξιζα περισσότερη δόση , αλλά είπε πάρ’τα πριν το μετανιώσω. Ρούφηξα μία και πήρα το δρόμο της επιστροφής για τον Πειραιά πάλι. Κάθισα στην πλατεία (πλατεία Κοραή εννοεί) και ζητιάνευα για κάμποση ώρα, με αυτά που μάζεψα θα πάω σε λίγο να πάρω τη δόση για το βράδυ για να κοιμηθώ αλλιώς με τίποτα, θα πονάω και θα έχω νεύρα (θα με ακούσεις μου είπε χαρακτηριστικά, γιατί θα ξεσηκώσω τη γειτονιά). Πράγματι όταν δεν έχει πάρει τη δόση της την ακούω να κλαίει, να φωνάζει και να επιτίθεται σε περαστικούς για να τους κλέψει.
Την ρωτάω τι είναι πιο εύκολο να κλέψεις, που έχεις λιγότερο άγχος, τρέξιμο. Απαντά σχεδόν αμέσως «Τους ταξιτζήδες, αφού πάντα σε κάθε κεντρικό δρόμο, σε φαστ-φουντάδικα ή περίπτερα σταματάνε για να πάρουν καφέ ή τσιγάρα και αφήνουν το αμάξι ξεκλείδωτο, τότε εγώ αμέσως ανοίγω την πόρτα και παίρνω τον κερματοδέκτη. Τις γριούλες επίσης αφού είναι αδύναμες και φοβούνται περισσότερο. Τους ταξιτζήδες τους κλέβω και σαν πελάτισσα, δεν με καταλαβαίνουν από την αρχή, μετά όταν ανοίξω την πόρτα και μπω με διώχνουν, αλλά εγώ φροντίζω και αρπάζω τον κερματοδέκτη. Σπάνια εκδίδομαι τώρα πια και αυτό σε περιπτώσεις που είναι ζητιάνοι, μεγάλης ηλικίας ή μικρότεροι που έχουν κολλήσει όλες τις αρρώστιες και δεν φοβούνται μη πάθουν χειρότερα».
Συνεχίζω να την ρωτάω τι θα ήθελε από εδώ και πέρα αν έχει στόχους, όνειρα.
Απαντάει: «Τι όνειρα να έχω, να γίνω καλά; Αποκλείεται, στο αρχικό στάδιο και πριν κολλήσω αρρώστιες, θα είχα ελπίδα, τώρα τίποτα, καμένο χαρτί».
Θέλω να τονίσω κάτι, μου κάνει εντύπωση κάτι, την (..) όπως έχω αναφέρει, την γνωρίσω πολλά χρόνια, και σχεδόν κάθε μέρα τη συναντώ, μου κάνει εντύπωση ότι παρά τις αντιξοότητες, την κακή κατάσταση του οργανισμού της, το ξύλο που έχει βιώσει, μου φαίνεται σαν ένα αγρίμι, βγάζει μία ενεργητικότητα και δυναμικότητα. Αναρωτιέμαι πως εγώ αν είχα φάει το ξύλο που είχε φάει αυτή εγώ θα ήμουν στην εντατική! Μου είπε χαρακτηριστικά: «Το πιο πολύ ξύλο το έχω φάει στη φυλακή, εκεί αν κλέψεις πρέζα τελείωσε πεθαίνεις στο ξύλο. Αν δεν με πιάσουν τα ηρεμιστικά που μας δίνουν τότε αναγκάζεσαι και κλέβεις δόση».
Το καλοκαίρι του 2008 όπως και το προηγούμενο είχε μπει φυλακή για έξι μήνες, όταν βγήκε και τις δύο φορές ήταν εμφανώς πρησμένη. «Εκεί μόνο μου λέει χαρακτηριστικά κοιμάσαι, δεν έχεις κάτι άλλο να κάνεις, χώρος δεν υπάρχει να κουνηθείς. Τρως, παίρνεις χάπια και κοιμάσαι. Η φυλακή δεν κόβει την ηρωίνη, μετά θες να πάρεις περισσότερη. Μόλις βγήκα, ένιωθα τόση οργή, ήμουν έξι μήνες εγκλωβισμένη».
Την ρώτησα αν με την εξάρτηση κάνεις πράγματα που σε άλλες συνθήκες δεν θα τα έκανες ποτέ, απαντά: «Σίγουρα, μπορώ να σου πω ότι έχω κάνει τα πάντα και έχω δοκιμάσει τα πάντα, δεν υπάρχει κάτι που να φοβάμαι, δεν υπάρχει υπόληψη, να με κατηγορήσουν, να με βρίσουν. Αυτό που ζω είναι η απόλυτη ξεφτίλα και αυτοκαταστροφή. Δε θέλω όμως να πεθάνω, όσο και να το κυνηγάω κάθε μέρα, δε θέλω να πεθάνω. Ακούγεται παράξενο, αλλά όσες φορές κινδύνεψα πραγματικά, φοβήθηκα».
Την ρώτησα πόσες φορές έχει αποφασίσει να απεξαρτοποιηθεί, μου απάντησε: «Πολλές φορές είπα τέρμα, αλλά στα σοβαρά ελαχιστότατες. Το έλεγα, αλλά δεν το εννοούσα. Στα δύο χρόνια μπλεγμένη έκανα μία σοβαρή προσπάθεια, είχα τη βοήθεια του παππού μου, παίζει μεγάλο ρόλο να σε στηρίζουν άτομα και να νιώθεις ότι σε αγαπάνε. Πάντα ένιωθα περιττή και βάρος. Δεν με δέχτηκε ποτέ ο πατέρας μου. Η μάνα μου αδιάφορη πάντα, δεν έχω την εικόνα της. Σημαντική απώλεια».
Την ρώτησα και τι πήγε λάθος στην πρώτη σοβαρή προσπάθεια, μου απάντησε: «Όπως και στην αρχή οι παρέες. Παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή σου με τι άτομα συναναστρέφεσαι. Γι’ αυτό κι εσύ να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά και να προσέχεις τους φίλους σου. Οι φίλοι μας μπορεί να αποδειχτούν καμιά φορά αγκάθια».
Την ρώτησα γιατί κάνει χρήση, αν νιώθει κάτι άλλο εκτός από την εξάρτηση (οργή, πόνο). Μου απαντά: «Σαφώς είμαι εξαρτημένη, νιώθω πόνο και σωματικό και ψυχικό, σκέφτομαι συνεχώς τα δυσάρεστα πράγματα στη ζωή μου και παίρνω τη πρέζα να ηρεμήσω και να ξεχαστώ».
Την ρωτάω αν πιστεύει από τα άτομα που συναναστρέφεται τους ναρκομανείς, αν είναι πιο ευαίσθητοι, πιο ξεχωριστοί: «Θα σου πω κάτι, μπορεί να είμαστε πιο ευαίσθητοι. Ξέρεις δεν έχουμε να δίνουμε μάχη, δεν έχουμε σκληρύνει, κι αυτό μας κάνει να κάνουμε πίσω με την πρώτη ευκαιρία. Αλλά κι εσείς μπορεί να είστε σκληρόπετσοι, αναίσθητοι!” (Γελά ασταμάτητα με ένα νευρικό γέλιο, παρασύροντας κι εμένα).
Την ρωτάω αν πάει συνέχεια στους ίδιους ανθρώπους για να παίρνει τη δόση της. «Ξέρεις εμείς οι χρήστες, αυτοί που μας τα πουλάνε ξεχωρίζουν από εσάς. Έχουμε τον δικό μας κώδικα, χωρίς να μιλάμε πολύ λέμε άπειρα πράγματα, καταλαβαινόμαστε. Στον Πειραιά έχει τρία στέκια που πάνε και πουλάνε (ηλεκτρικό, πλατεία Καρπάθου και Τερψιθέα) και μετά πάω Ομόνοια στη μεγάλη αγορά. Συνήθως πάω σε γνωστούς, αλλά αν καμιά φορά δεν ξέρω κανέναν, φιλαράκια μου δείχνουν πού να πάω να ζητήσω, κι αν δεν έχω φράγκο πάνω μου ή κανένα κλεψιμαίικο μου δίνουν αυτοί και τα βρίσκουμε. Γενικά μπορώ να πω ότι έχουμε κι εμείς τον κύκλο μας και στηριζόμαστε, αν γίνει καμία στραβή με μπάτσους, μας φωνάζουν να φυλαχτούμε και τέτοια».
Την ρωτάω αν κουράστηκε γιατί ήθελα να τη ρωτήσω δυο τρεις ερωτήσεις ακόμα: Μου λέει ότι είναι σαν συζήτηση παρόλο που με έβλεπε να σημειώνω αυτά που μου έλεγε, τη ρώτησα λοιπόν αν της έχει λείψει η ανεμελιά, γιατί πράγματι με αυτά που περνά κάθε μέρα και η εξάρτηση που έχει μόνο ελεύθερη δε νιώθει. Μου λέει: «Μου φαίνεται παράξενο που βλέπω ανθρώπους σε μαγαζιά να βλέπουν τηλεόραση, ζευγάρια να πηγαίνουν βόλτα πιασμένα από το χέρι. Κρυφά μέσα μου το ζηλεύω και δυστυχώς δεν θα το ζήσω ποτέ. Είμαι καταραμένη». Έπειτα τη ρώτησα πώς σκέφτεσαι το υπόλοιπο της ζωής της, και απαντά: «Δυστυχώς μέσα στη πρέζα. Δεν κάνω όνειρα, έχω πάψει να ελπίζω». Τι σε κάνει ευτυχισμένη και τι δυστυχισμένη: «Όταν έχω εκατό ευρώ επάνω μου νιώθω θεός, μπορώ να πάρω καλή δόση για όλη τη μέρα (ηρωίνη, χάπια) να πάρω σοκολάτες, τσιγάρα και κερνάω και τις φίλους μου. όταν όμως δεν έχω μία, μισώ όλο τον κόσμο, τσατίζομαι, βρίζω!» Την ευχαρίστησα και με καληνύχτισε παρόλο που ήταν έξι το απόγευμα!
Δεν τολμώ να ρωτήσω τον Καθηγητή αν γνωρίζει τι κάνει, σήμερα, τόσα χρόνια μετά το κορίτσι αυτό (με το υπέροχο όνομα που έχω καλύψει για λόγους δεοντολογίας) που πάλεψε με τους «δαίμονές» του και εξαιτίας του εθισμού της βρέθηκε στους κύκλους της παρανομίας, όπως συνήθως γίνεται, κλοπές, πορνεία.. και ύστερα φυλακή, ξύλο και μετά αποφυλάκιση και ξανά παρανομία και ακόμα πιο βαθιά στη χρήση. Αυτή είναι η πολύ σκληρή πραγματικότητα που οφείλει να γνωρίζει η ευρύτερη κοινωνία, ώστε να κατανοήσει πόσο δύσκολο είναι να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το σοβαρότατο αυτό πρόβλημα αλλά και πόσο αναγκαίο είναι να δούμε, με πραγματικό ενδιαφέρον, με αγάπη και ευαισθησία το πρόβλημα.
Επίσης, ας κρατήσουμε το ρήμα «καταδικασμένη». Μια καταδίκη που οδηγεί ακόμα και σε εγκληματικές ενέργειες, προκειμένου να εξασφαλιστεί η δόση, ένας φαύλος κύκλος δηλαδή που θα ήταν τρομακτικό να ρίχναμε την ευθύνη σε αυτούς τους ανθρώπους, όπως συνήθως συμβαίνει στην κοινωνία μας. Για να μη φτάσει στο έγκλημα αυτός ο άνθρωπος, πρέπει να τον στηρίξουμε. Αλλιώς, πώς να μην οδηγηθεί στην παρανομία;  «Μακάρι να είχα ένα βαρέλι και να έπαιρνα συνέχεια! Είμαι καταδικασμένη να σκέφτομαι αυτό συνέχεια, να κλέβω – να ζητιανεύω – να εκδίδομαι για να εξασφαλίσω τη δόση μου. Είναι εφιάλτης. Δεν υπάρχει γυρισμός δυστυχώς».
Θα κλείσω με μια μόνο ερώτηση προς όλη την κοινωνία και κυρίως προς τους αρμόδιους φορείς «Μπορούμε, άραγε, να δώσουμε πίσω σε αυτούς τους ανθρώπους το όνειρό τους;». Αδυνατώ να απαντήσω με «ναι» ή «όχι». Θα απαντήσω όμως με βεβαιότητα ότι ΑΞΙΖΕΙ να παλέψουμε γι’ αυτό, ξεκινώντας από τα εφηβάκια μας, τα οποία μπορούμε να προλάβουμε από το να μπλέξουν σε επικίνδυνα και χωρίς επιστροφή μονοπάτια!
Ας ξεκινήσουμε σήμερα…

Πηγή: