ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ_ΚΑΙ_ΕΘΝΙΚΟ_ΣΥΜΦΕΡΟΝ.

«Ημέας στασιάζειν χρεόν εστι εν τω άλλω καιρώ και δη και εν τώδε περί του οκότερος ημέων πλέω αγαθά την πατρίδα εργάσεται» (Ηρόδοτος,VII, 79)
 
Οι τελευταίες κομματικές αντιπαραθέσεις αλλά και οι πολιτικές διαμάχες ανέδειξαν με ενάργεια τόσο την ποιότητα των πολιτικών επιχειρημάτων όσο και το πολιτικό ήθος των ταγών της εξουσίας. Κατεξοχήν, όμως, εκείνο που αναδείχτηκε – ιδιαίτερα για τη συμφωνία Ελλάδας και FYROM – ήταν το πώς αντιλαμβάνονται τα κόμματα και ιδιαίτερα οι φορείς αυτών (πολιτικοί αρχηγοί, βουλευτές…) τη θέση τους απέναντι στο εθνικό συμφέρον.

Πολλοί θεωρούν πως οι πολιτικές διενέξεις συνιστούν υγιές στοιχείο της δημοκρατίας μας και αναδεικνύουν τη ζωτικότητα του πολιτικού μας συστήματος. Θα ήταν περίεργο να επικρατούσε μία απόλυτη ή σχετική ομοφωνία γύρω από ένα θέμα που ταλανίζει τη χώρα μας. Θα ήταν ανησυχητικό, επίσης, αν τα πολιτικά κόμματα και οι εκπρόσωποί τους επέλεγαν τον ίδιο τρόπο προάσπισης των εθνικών δικαίων. Η απουσία διαφωνιών και οι πολιτικές ταυτίσεις χαρακτηρίζουν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Ωστόσο, η πολιτική πολυφωνία όταν δεν καταλήγει σε μια ελάχιστη σύγκλιση και αναλώνεται σε μία φλύαρη και άγονη ιδεολογική διαπάλη, τότε μοιραία διαβρώνει τους πυλώνες της δημοκρατίας και υπονομεύει το καλώς εννοούμενο εθνικό συμφέρον. Υπάρχει, δηλαδή, πάντα ο κίνδυνος πολιτικοί και πολίτες να διαποτιστούν από διχαστικά σύνδρομα με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η τόσο αναγκαία στις μέρες μας εθνική συνεννόηση και σύμπραξη. Μία συνεννόηση που μπορεί να συμβάλει θετικά τόσο στην άμβλυνση των εθνοκτόνων κομματικών «δογμάτων» όσο και στην ενίσχυση της ψυχικής ένωσης των πολιτών.

Εξάλλου ο κομματικός ανταγωνισμός – αν δεν μπορεί να μετριαστεί – τουλάχιστον να γονιμοποιεί κατά δημιουργικό τρόπο τις ιδέες και τους τρόπους θετικής έκβασης των εθνικών θεμάτων. Οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι ατομικές εχθρότητες και τα ιδιοτελή κίνητρα δεν πρέπει και δεν μπορούν να δηλητηριάζουν τον κοινό αγώνα για προώθηση των εθνικών δικαίων.

Ο πρώτος διδάξας την υπερτέρηση του εθνικού συμφέροντος έναντι των προσωπικών ωφελημάτων είναι ο δίκαιος Αριστείδης που αν και «εόντα μεν εαυτώ ου φίλον, εχθρόν δε μάλιστα» έσπευσε να βοηθήσει τον Θεμιστοκλή για τη σωτηρία της Αθήνας. Θεώρησε, δηλαδή, πως οι προσωπικές και πολιτικές διενέξεις θα πρέπει να διακονούν όχι προσωπικές στρατηγικές αλλά το καλό της πατρίδας «εμείς πρέπει να μαλώνουμε και σε άλλες περιστάσεις και προ πάντων τώρα, ποιος θα κάνει μεγαλύτερο καλό στην πατρίδα».

Το «οκότερος ημέων πλέω αγαθά την πατρίδα εργάσεται» προσδιόριζε το πολιτικό ήθος των μεγάλων ανδρών της αρχαίας Αθήνας. Ούτε και τότε εξέλιπαν οι πολιτικές υπερβολές και οι προσωπικές βλέψεις. Ο ίδιος ο Αριστείδης υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα θυματοποίησης μέσα από το σκληρό νόμο του οστρακισμού. Ωστόσο, όταν το επέβαλαν οι συνθήκες βρήκαν τρόπους συμφιλίωσης και συνεννόησης. Αποτέλεσμα οι νίκες των Αθηναίων σε πολλά επίπεδα (οικονομικό, πολιτιστικό…). Γιατί καμία πολιτεία, καμία πατρίδα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει χωρίς το ανάλογο ήθος των πολιτικών αλλά και των πολιτών.

Κι αυτό γιατί το ήθος των πολιτών (αλλά και των πολιτικών) βρίσκεται σε μία συναρτησιακή σχέση με το ήθος της πολιτείας. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης θεωρούσε πως το ήθος των πολιτών και η ηθική διαπαιδαγώγησή τους αποτελεί το θερμοκήπιο μέσα στο οποίο επωάζεται και το ήθος της πολιτείας «Αεί δε το βέλτιον ήθος βελτίονος αίτιον πολιτείας».

Βέβαια η σχέση Ηθικής και Πολιτικής αποτελεί διαχρονικό θέμα συζήτησης χωρίς ορατά σημεία σύγκλισης μεταξύ των μελετητών. Αν και κινούνται σε διαφορετικά πεδία – επίπεδα αλληλοδιαμορφώνονται και επηρεάζουν καταλυτικά την πολιτική σκέψη και συμπεριφορά των πολιτών. Ιδιαίτερα σε θέματα που υπερβαίνουν την καθημερινότητα των ατόμων η σύζευξη Ηθικής και Πολιτικής θεωρείται αναγκαία. Εάν στο δίπολο «Ηθική – Πολιτική» προσθέσουμε και τον ορθολογισμό, τότε μπορούμε να μιλάμε για την ανώτατη μορφή πολιτείας, όπου ο πολιτικός διάλογος θα διεξάγεται με άλλους όρους και θα είναι προσανατολισμένος στην υπεράσπιση του «λογικού» του «πραγματικού» και του «κοινού καλού».

Όταν οι δημόσιες πολιτικές αντιπαραθέσεις ακολουθούν τους βασικούς όρους του πολιτικού διαλόγου, τότε και ο διάλογος ως διαδικασία προάγεται αλλά και το συμφέρον της πατρίδας υπηρετείται αποτελεσματικότερα. Τα συναισθήματα υποχωρούν, η προπαγάνδα αδυνατίζει και ισχυροποιείται το μέτρο και η λογική. Ο Πρωταγόρας όρισε το διάλογο ως «Το σωφρόνως δούναι και δέξασθαι λόγον».

Κάθε φορά, λοιπόν που τα εθνικά θέματα τίθενται σε δημόσια συζήτηση και πιέζουν για λύση, δεν είναι υποχρεωτικό οι πολιτικοί να οδηγούνται σε λεκτικές υπερβολές ή σε προσβλητικούς χαρακτηρισμούς. Τα επίθετα «προδότες» και «πατριώτες» (ένας ανούσιος μανιχαϊσμός) πολλές φορές αποκαλύπτουν την ένδεια επιχειρημάτων αλλά το ήθος όλων εκείνων που τα εκφέρουν. Έτσι δίνουν επιχειρήματα στον «αντίπαλο» και καλλιεργούν το φανατισμό και τον εθνικισμό. Ο κίνδυνος δεν προέρχεται εξ ανάγκης πάντοτε από τον «απέναντι» αλλά πολλές φορές από τα δικά μας λάθη.
 
«Μάλλον πεφόβημαι τας οικείας ημών αμαρτίας, ή τας των εναντίων διανοίας». (Περικλής «Φοβάμαι περισσότερο τα δικά μας λάθη, παρά τα σχέδια των αντιπάλων μας).

Η ιστορία δικαιώνει εκείνους τους πολιτικούς που θυσιάζοντας ενδεχομένως το πολιτικό τους μέλλον υπηρέτησαν με σθένος και διορατικότητα τα εθνικά δίκαια. Αντίθετα το παρόν «στεφανώνει» τους λαϊκιστές και όσους συνθηματολογούν. Γι αυτό στον πολιτικό διάλογο – στο όνομα της διατύπωσης της συμφερότερης λύσης για τα εθνικά θέματα – προέχει όχι η κριτική αυτή καθεαυτή αλλά η προβολή των θετικών αντιπροτάσεων. Οδηγός κάθε κριτικής ή κάθε πολιτικής πράξης θα πρέπει να είναι η προτροπή του Επίκτητου.
 
«Εκάστου έργου σκόποι τα καθηγούμενα και τα ακόλουθα αυτού και ούτως έρχου επ΄ αυτό».
Επομένως οι πολιτικές φιλονικίες και οι προσωπικές ύβρεις «ημέας στασιάζει…» μικρή σημασία έχουν, αν δεν συνοδεύονται από την αγαθή προαίρεση της διακονίας του συμφέροντος της πατρίδας «οκότερος ημέων πλέω αγαθά την πατρίδα εργάσεται».

Συνιστά πολιτικό τυχοδιωτισμό να επενδύουν οι πολιτικοί στον άδολο πατριωτισμό των πολιτών και να διαχειρίζονται με δόλο και υστεροβουλία τις φοβίες και ανασφάλειές του. Υπάρχει ο κίνδυνος να διαμορφωθεί το ήθος ενός λαού πάνω στη βάση του φόβου, της αυτοϋποτίμησης ή της αυτοϋπερεκτίμησης. Εξάλλου οι πολιτικοί λειτουργούν και ως ηθικοποιητικοί παράγοντες του λαού.
«Το της πόλεως ήθος ομοιούται τοις άρχουσι» (Ισοκράτης).

* Στους υποψηφίους του 1971 για την εισαγωγή στα ΑΕΙ (φιλολογικός κύκλος) δόθηκε το παρακάτω θέμα έκθεσης.
 
Εκθέσατε τάς κρίσεις καί τά συναισθήματά σας εκ του επεισοδίου της συναντήσεως του εξοστρακισθέντος Αριστείδου και του πολιτικού του αντιπάλου Θεμιστοκλέους ολίγον πρό της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας, καθ’ ό ο πρώτος φέρεται ειπών:
«Ημέας (ημάς) στασιάζειν χρεόν εστί εν τε τω άλλω καιρώ και δή και εν τώδε περί του οκότερος (οπότερος) ημέων (ημών) πλέω αγαθά την πατρίδα εργάσεται».

ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ


Πηγή:e-mail