«Αλί
εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!»
Στην
ελληνική ιστορία κανένα άλλο γεγονός
δεν προκάλεσε τόση θλίψη και απογοήτευση
όσο η άλωση της Πόλης (29 Μαΐου 1453). Η
αποφράς αυτή ημέρα συνοδεύτηκε από ένα
πλήθος θρύλων, θρήνων και παραδόσεων
που αντανακλούν το μέγεθος της απώλειας.
Όλα αυτά αποκρυσταλλώνουν με ενάργεια
την ψυχική συντριβή που βίωσαν όχι μόνο
οι Έλληνες εκείνης της εποχής αλλά και
οι μεταγενέστεροι.
«Θρήνος,
κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός/ και
λύπη, / θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις
Ρωμαίοις».
Οι θρήνοι
αυτοί πέρα από τον ιστορικό τους χαρακτήρα
(μαρτυρίες) μας βοηθούν να προβληματιστούμε
για το εύρος των εθνικών συνεπειών της
Άλωσης αλλά περισσότερο για τη
συναισθηματική σχέση των Ελλήνων προς
το γεγονός αυτό.
Το
Βυζάντιο (Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία)
πληθυσμιακά υπήρξε μια πολυεθνική
αυτοκρατορία και απλωνόταν σε δυο
ηπείρους (Ευρώπη – Ασία) και για κάποιο
χρονικό διάστημα σε τρεις (Αφρική).
Σήμερα πολλοί λαοί – ιδιαίτερα Βαλκάνιοι
– επιθυμούν και διακηρύσσουν ότι είναι
οι συνεχιστές του Βυζαντίου (πολιτικά
ή πολιτισμικά).
Ωστόσο,
κανένας λαός παρά «μόνο οι Νεοέλληνες
έχουν με την Πόλη (Κων/λη) και την Αγία
Σοφιά σχέση φορτισμένη με συγκίνηση
και νοσταλγία» (Αρβελέρ «Πόσο Ελληνικό
είναι το Βυζάντιο;»)*.
Κι αυτό διαφαίνεται καθαρά όχι μόνο από
τους θρήνους (προφορικούς και γραπτούς)
που ακολούθησαν αλλά κι από τους θρύλους
που γεννήθηκαν για το γεγονός της άλωσης
αλλά και για την ελπίδα επανάκτησή της.
Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς,
τα τηγανισμένα ψάρια, ο παπάς
της Αγίας – Σοφιάς (ημιτελής λειτουργία)
και πολλά άλλα καταδεικνύουν το βαθύ
πόνο των Ελλήνων αλλά και τη βαθιά
επιθυμία για την απελευθέρωση της πόλης,
που εκφράστηκε εναργέστατα με το:
«Σώπασε,
κυρά Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζης,
πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας
θα ‘ναι».
Κάποιοι
υποστηρίζουν πως το Βυζάντιο δεν ήταν
Ελληνικό παρά μια εκδοχή της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας, αφού και ο τελευταίος
αυτοκράτορας υπέγραφε ως αυτοκράτωρ
Ρωμαίων. Εξάλλου κατά την περίοδο της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας οι Βυζαντικοί
αρέσκονταν να ονομάζονται Ρωμαίοι,
χρησιμοποιώντας τη λέξη «Έλλην»
για τους ειδωλολάτρες –
Εθνικούς.
Ωστόσο
οι Βυζαντινοί, αν και απέφυγαν τη λέξη
«Έλλην» θεωρούσαν εαυτούς – ένιωθαν
κληρονόμοι του κλασικού ελληνικού
παρελθόντος αφού η πνευματική ζωή ήταν
εμπλουτισμένη από το αρχαιοελληνικό
πνεύμα, όσο κι αν αυτό πολεμήθηκε από
την εκκλησία. Εξάλλου η ελληνική γλώσσα
από ένα χρονικό σημείο και μετά (6ος
– 7ος αιώνας)
αρχίζει να κυριαρχεί στη διοίκηση και
στους νόμους «νεαρές». Πολλοί υποστήριξαν
πως το «λογισμικό»
των Βυζαντινών ήταν καθαρά Ελληνικό,
όσο κι αν κάποιοι το αρνούνταν ή το
απέκρυπταν.
Σχετικά
ο Γεννάδιος Σχολάριος
(πρώτος Πατριάρχης) μετά την άλωση της
πόλης) δήλωνε εμφαντικά: « Έλλην
ων τη φωνή, ουκ αν ποτε φαίην Έλλην είναι,
δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι
Έλληνες αλλ’ από της ιδίας μάλιστα θέλω
ονομάζεσθαι δόξης. Και ει τις έροιτό με
τις ειμί, αποκρινούμαι χριστιανός
είναι». Όσο
κι αν αυτή η ομολογία ξαφνιάζει, υποδηλώνει
το κλίμα που επικρατούσε παραμονές της
άλωσης.
Ωστόσο
υπήρχαν κι άλλες φωνές που αποκάλυπταν
την άλλη πλευρά της εθνικής ταυτότητας
των Βυζαντινών και το στοιχείο εκείνο
που τροφοδοτούσε τον εθνικό τους
αυτοπροσδιορισμό. Κορυφαία φωνή μεταξύ
αυτών υπήρξε κι αυτή του Γεωργίου
Γεμιστού
(γνωστός και ως Πλήθων).
«Εσμέν
γαρ Έλληνες το γένος ως η τε φωνή και η
πάτριος παιδεία μαρτυρεί».
Ο παραπάνω
διχασμός, παραμονές της άλωσης, δεν ήταν
και ο μοναδικός. Η διαμάχη δυτικόφιλων
(ενωτικοί) με αυτούς που απέκρουαν κάθε
συζήτηση με τον Παπισμό (ανθενωτικοί)
επηρέασε καταλυτικά το φρόνημα των
υπερασπιστών της Πόλης, αφού ακούγονταν
και οι ακραίες ομολογίες του τύπου:
«κρειττότερον εστίν
ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον
βασιλεύον ή καλύπτραν λατινικήν».
Έτσι οι
Έλληνες του Βυζαντίου συνειδητοποιούσαν
και έχτιζαν την ταυτότητά τους μέσα από
τη σύγκρουση με τους Δυτικούς (Παπισμό),
αφού η μνήμη των καταστροφών και λεηλασιών
που υπέστη η πόλη το 1204 ήταν ακόμη νωπή.
Γι΄ αυτό το «τουρκικόν φακιόλιον» για
πολλούς λειτουργούσε ως το «μη χείρον
βέλτιστον» μπροστά στη «λατινική
καλύπτρα».
Μπορεί
η ηρωική στάση και πάλη του Παλαιολόγου
να μην απέτρεψε το μοιραίο, αλλά στάθηκε
η απαρχή της συνειδητοποίησης της
εθνικής ιδιαιτερότητας των Ελλήνων
τόσο απέναντι στους Δυτικούς όσο και
προς τους Τούρκους κατακτητές. Η άρνηση
συνθηκολόγησης του Κων/νου Παλαιολόγου
κατέστη ιερή παρακαταθήκη για τους
υποδουλωμένους Έλληνες. Μόνο το «μολών
λαβέ» μπορεί να συγκριθεί
με την απάντηση του Παλαιολόγου.
«Το δε την πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν
εστίν ουτ’ άλλου των κατοικούντων
ενταύθα, κοινή γαρ γνώμη πάντες
αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν μη φειδόμενοι
της ζωής ημών».
Έτσι
μια ήττα (πτώση της πόλης) δεν γέννησε
μόνο θρύλους και δεν προκάλεσε μόνο
αβάσταχτη λύπη, αλλά αποτέλεσε την
απαρχή της γέννησης – δόμησης της
νεοελληνικής ταυτότητας.
Συνιστά, βέβαια, παραδοξότητα μια τέτοια
διαδικασία να τροφοδοτείται από τον
πόνο, τη θλίψη και τον οδυρμό.
Αποτελεί,
όμως, κοινή παραδοχή πως η εθνική μας
ταυτότητα, ως ένα «συνεχές κατασκεύασμα»
εμπεριέχει και τέτοια στοιχεία (ψυχικά
πάθη, εσωτερικές πληγές, ατομικά
οράματα….)
Στο
παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που γεννά
τόσο τον εθνομηδενισμό – κοσμοπολιτισμό
όσο κι έναν άγονο – στείρο φονταμενταλισμό
οφείλουμε να αντιτάξουμε την εθνική
μας «ετερότητα» ενάντια στην ισοπεδωτική
«ομοιομορφία».
Στην
εποχή της νεωτερικότητας μπορεί να
συνιστούν παραλογισμό, εθνική τύφλωση
και εθνικό ναρκισσισμό οι ελπίδες να
ξαναγυρίσουμε σε αυτά που χάσαμε. Αλλά
ας ονειρευτούμε για λίγο και το ανέφικτο,
γιατί:
«Η
Ρωμανία κι αν πέρασε ανθεί και φέρει κι
άλλο».
* Το
493 π.χ. λίγο μετά την καταστροφή της
Μιλήτου από τους Πέρσες, ο Φρύνιχος
ανέβασε το έργο του «Μιλήτου
Άλωσις» με το οποίο
αναπαριστούσε τις συμφορές που έπληξαν
τους Μιλησίους. Οι Αθηναίοι ξέσπασαν
σε κλάματα και τιμώρησαν τον Φρύνιχο
με πρόστιμο 1.000 δραχμών, επειδή τους
θύμισε «Οικεία κακά» και
«μηκέτι μηδένα χρήσθαι
τούτω τω δράματι» (Ηρόδοτος,
VI,
21)