Ο δυτικός πολιτισμός σε κατάρρευση...

Αναδρομή στους σταθμούς της κατάρρευσης του Δυτικού Πολιτισμού

Η στρεβλή ανάπτυξη των δυτικών κοινωνιών




Οι πρώτες αναλαμπές

Μετά την εποχή των παγετώνων οι πρωτόγονες ανθρώπινες κοινωνίες τρέφονταν από το κυνήγι και την καλλιέργεια της γης, ως εκ τούτου ήταν πολύ σημαντικό για αυτές να υπολογίζουν με μεγάλη ακρίβεια τις αλλαγές των εποχών του έτους. Αρχικά αυτό το επέτυχαν παρατηρώντας, χονδρικά και χωρίς μεγάλη ακρίβεια, τις διάφορες φυσικές και κλιματολογικές μεταβολές που ήταν αντιπροσωπευτικές της κάθε εποχής.
Με τη πάροδο του χρόνου, προκειμένου να έχουν έναν πιο ακριβή προσδιορισμό των εποχών, στράφηκαν στη παρατήρηση πιο σταθερών φυσικών φαινομένων στηριζόμενοι κυρίως στις παρατηρήσεις των άστρων. Αρχικά στηρίχθηκαν στη μελέτη των θέσεων του ήλιου, της σελήνης και άλλων ουράνιων σωμάτων, συσχετίζοντας τες με τις εποχιακές αλλαγές. Για παράδειγμα οι Αιγύπτιοι έχοντας σαν βάση 36 λαμπρά αστέρια παρατηρούσαν τις στιγμές ανατολής του ηλίου και κάθε ενός από αυτά τα αστέρια. Η ταυτόχρονη ανατολή του ηλίου με κάποιου από αυτά τα άστρα σηματοδοτούσε μία εποχιακή εναλλαγή. Με τον τρόπο αυτό παρατήρησαν 36 εναλλαγές διάρκειας, περίπου 10 ημερών η κάθε μία.
Αντίστοιχα οι Αρχαίοι Έλληνες καθόριζαν μια χρονική περίοδο με βάση τη θέση των αστεριών. Στον Ησίοδο αναφέρεται ως εποχή του τρύγου, η περίοδος που αρχίζει με την ταυτόχρονη ανατολή του Αρκτούρου, του λαμπρότερου αστεριού του αστερισμού του Βοώτη, με τον ήλιο. Επιπλέον η περίοδος του θερισμού συμπίπτει με την εμφάνιση του αστερισμού των Πλειάδων. Όμως στις περιπτώσεις όπου υπήρχε νέφωση δεν ήταν εύκολη η παρατήρηση των αστεριών. Αυτές τις περιόδους εντόπιζαν τις θέσεις και τις αλλαγές του φωτεινού δίσκου της Σελήνης. Με αυτό τον τρόπο γεννήθηκε αρχικά η τέχνη της αστρονομίας ως μέσο της ανθρώπινης επιβίωσης, ενώ  με την πάροδο του χρόνου πολλά από τα ουράνια αυτά αντικείμενα θεοποιήθηκαν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια σειρά θρησκευτικών τελετουργιών που ως βάση τους είχαν την λατρεία μιας σειράς αστρικών αντικειμένων. Μέσα σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον γεννήθηκε η αστρολογία.
Την περίοδο εκείνη τα ιερατεία επέβαλαν την ερμηνεία όλων των φυσικών φαινομένων με βάση θρησκευτικές δοξασίες. Έτσι μέχρι την εποχή των προσωκρατικών, η θεολογία της εποχής, επέβαλε ένα κοινωνικό σύστημα, και ένα είδος μελέτης του φυσικού κόσμου που την ευνοούσε δημιουργώντας ένα θεοκρατικό πολιτισμικό ρεύμα. Μια τέτοια πολιτισμική κατάσταση με την πάροδο του χρόνου, συνάντησε την αντιδράσεις των κοινωνιών που έψαχναν την ευκαιρία για την αλλαγή αυτού του πολιτισμικού ρεύματος. Η αναθεώρηση των επιστημονικών ιδεών από τους προσωκρατικούς θετικούς φιλόσοφους έδωσε αυτή την ευκαιρία.
Οι Προσωκρατικοί θετικοί επιστήμονες ήταν εκείνοι που θεμελίωσαν την επιστημονική σκέψη, την Δημοκρατική κοινωνική δομή,  αλλά και την πίστη σε μια πρώτη αρχή που οι μετέπειτα ονόμασαν Θεό. Με λίγα λόγια δημιούργησαν τις βάσεις αυτού που ονομάζουμε σήμερα Δυτικό πολιτισμό
Λίγο αργότερα όμως, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης μας διηγούνται την κατάρρευση της ηθικής και των αξιών της δημοκρατίας και την χρησιμοποίηση του όρου «Δημοκρατία» από τους άρχοντες και τους πολίτες προκειμένου να επιτύχουν ωφελιμιστικούς και μωροφιλόδοξους σκοπούς τους.

Δυτικός Πολιτισμός και Θεολογία

Η αρχή της γέννησης του δυτικού πολιτισμού έλαβε χώρα τους πρώτους ακόμα μετά Χριστό αιώνες. Τους πρώτους αιώνες ανάπτυξης του Χριστιανισμού, οι  πατέρες της Εκκλησίας προκειμένου να ενισχύσουν την φιλοσοφία της νέας θρησκείας αναζήτησαν υπάρχοντα φιλοσοφικά ρεύματα που θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στα δόγματα της Χριστιανικής πίστης. Εκείνη την περίοδο υπήρξαν δύο βασικές χριστιανικές θεωρήσεις, Η πρώτη πίστευε ότι είναι μια νέα ιδεαλιστική θρησκεία και ως εκ τούτου θα έπρεπε να ενδυθεί με τη ιδεαλιστική Πλατωνική φιλοσοφία.
Η δεύτερη χριστιανική τάση θεωρούσε ότι ο Χριστιανισμός είναι η συνέχεια του ιουδαϊσμού με πραγματοποιημένη την προφητεία μερί ελεύσεως του Μεσσία και ως εκ τούτου έπρεπε να προσαρμοστεί στην Αριστοτέλεια φιλοσοφία η οποία βρισκόταν πολύ πιο κοντά στην Υλιστική Ιουδαϊκή παράδοση.
Οι εκκλησίες οι οποίες αναπτύχθηκαν σε περιβάλλον Ιουδαϊκής παράδοσης στη Δύση ενστερνίστηκαν την Αριστοτέλεια θεώρηση. Αντίθετα στο γεωγραφικό χώρο της Ανατολής που υπήρχε ελληνιστική παράδοση επικράτησε ο Πλατωνικός ιδεαλισμός. Οι δύο αυτές τάσεις ήρθαν σε σύγκρουση με αποτέλεσμα πολύ αργότερα τη δημιουργία της Καθολικής Δυτικής Εκκλησίας και της Ανατολικής Ορθόδοξης. Η Δυτική Εκκλησία η οποία κυριάρχησε , ουσιαστικά μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης επέβαλε τον Αριστοτελισμό ως κυρίαρχη φιλοσοφική, αλλά και επιστημονική τάση στην τότε δυτική Ευρώπη.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός εκείνης της περιόδου έγινε θεοκρατικός, εφόσον η θεολογία της Δυτικής Εκκλησίας επέβαλε τα δόγματά της, τόσο στους κοινωνικούς θεσμούς, όσο και στην Επιστημονική γνώση.
Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε από τα ιερατεία εκείνης της εποχής, στηρίχθηκε σε όλα τα επίπεδα, πάνω «στον φόβου και όχι την αγάπη του Θεού». Οι θρησκευτικοί άρχοντες καθόριζαν τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Από τις πιο καθημερινές και πρακτικές, όπως συναλλαγές, αγοραπωλησίες μέχρι και τις σχέσεις των κοινωνικών τάξεων διαμορφώνοντας τον κοινωνικό ιστό. Επηρέαζαν τις αμόρφωτες κοινωνίες μέσω του φόβου της θείας τιμωρίας ή της ικανοποίησης από τη θεία αμοιβή. Τα φυσικά φαινόμενα ερμηνεύονταν με βάση την αριστοτελική θεώρηση η οποία ως γνωστόν υποστήριζε το γεωκεντρικό σύστημα όπως και η Καμπαλά, η άγραφη δηλαδή παράδοση της Ιουδαϊκής θρησκείας. Η αυθεντία του αριστοτελισμού καταπίεζε την επιστημονική έρευνα. Οι επιστήμονες που διατύπωναν μια διαφορετική θεωρία αντιμετωπίζονταν ως αιρετικοί. Αυτοί οι επιστήμονες τύγχαναν βίαιης αντιμετώπισης και πολλοί από αυτούς αφορίστηκαν, φυλακίστηκαν, ή κάηκαν. Όλα αυτά συνέβαιναν χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ορθότητα των επιστημονικών διακηρύξεων αλλά η συμβατότητα με το θρησκευτικό δόγμα .Η υλιστική Ιουδαϊκή θεολογία αντιστοιχιζόταν με την Αριστοτελική αισθησιοκρατική θεώρηση για να προκύψει μία θρησκεία που είχε το αλάθητο σε όλες τις εκδοχές του δυτικού πολιτισμού. Παρατηρούμε λοιπόν ξανά την ενοποίηση των τριών πυλώνων υπό τη κυριαρχία της θεολογίας, όπως ακριβώς τους προσωκρατικούς χρόνους.

Η Μεγάλη Επιστημονική Επανάσταση του 16ου -17ου αιώνα

Μέσα σε ένα τέτοιο ασφυκτικό θεοκρατικό πλαίσιο το 16ο και 17ο αιώνα συντελέστηκε η δεύτερη μεγάλη επιστημονική επανάσταση η οποία μέσω μιας επανάστασης των επιστημονικών ιδεών ανέλαβε να ξεχωρίσει τη θεολογία από την επιστήμη και να δώσει ξανά τη δυνατότητα στις κοινωνίες των ανθρώπων να οργανώνουν ξανά διάφορα κοινωνικά συστήματα.
Η επιστήμη, αφού κέρδισε το δικό της χώρο στο κοινωνικό ορίζοντα έπαψε να εξαρτάται από την εκκλησιαστική διοικητική δομή, αλλά συγχρόνως να μην έρχεται και σε μια μετωπική ρήξη μαζί της.. Αυτό το κατάφερε πρεσβεύοντας ότι στόχος της είναι να εξηγήσει τα γεγονότα που εμπίπτουν αποκλειστικά στις ανθρώπινες αισθήσεις και ότι το μη αισθητό εναπόκειται στην δικαιοδοσία της θεολογίας. Οπότε μπόρεσε να εξασφαλίσει τις κατάλληλες συνθήκες για να εξελιχθεί αφού δεν ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τις κυρίαρχες θρησκευτικές δομές. Η καινοτομία που εισήγαγε στην ιστορία της επιστήμης η επιστημονική επανάσταση του δέκατου έβδομου δέκατου όγδοου αιώνα αφορά τη μέθοδο αναζήτησης και διερεύνησης της γνώσης. Δεν αναζητούνται πλέον οι αιτίες των φυσικών φαινομένων. Καθιερώνεται η αναζήτηση των φυσικών νόμων που διέπουν το σύμπαν. Για πρώτη φορά εισήχθησαν στην επιστημονική διαδικασία το πείραμα και ο μαθηματικός φορμαλισμός. Έτσι αναπτύχθηκε μια αμφίδρομη σχέση θεωρίας και πειράματος στην οποία χρησιμοποιούταν σαν κώδικας επικοινωνίας η γλώσσα των μαθηματικών. Αρχικά η πειραματική διαδικασία αποτέλεσε έναυσμα για τη διερεύνηση των θεωρητικών γνώσεων.

Η φιλοσοφία της «Αριστοκρατίας» και οι μεταλλάξεις της

Όπως ήδη αναφέραμε το δυτικό πραγματιστικό πολιτισμικό ρεύμα στηρίχθηκε στην κοινωνική φιλοσοφία της Αριστοτέλειας «Αριστοκρατίας». Η ουσιαστική έννοια του όρου προκύπτει από τη ρίζα της λέξης που σημαίνει η «κυριαρχία των αρίστων». Όμως η έννοια του όρου «άριστος» με την πάροδο των αιώνων έτυχε μιας σκαιάς μεταχείρισης και μιας εσκεμμένης παρερμηνείας. Αυτό συνέβη επειδή η «αριστεία» αποτελούσε προϋπόθεση κατάληψης ηγετικών θέσεων στα πλαίσια της κοινωνικής αυτής δομής.
Με την πάροδο των ετών οι ηγετικές και εξουσιαστικές ομάδες παρέμεναν μεν ολιγομελείς, όπως και οι αριστοκρατικές, όμως δεν αποτελούντο πλέον από «αρίστους». Απλά οι ολιγομελείς αυτές ομάδες εξουσίας αυτοονομάζονταν φιλάρεσκα «αριστοκρατικές» και επέβαλαν στην κοινωνία, με κάθε μέσον, να τους απονέμει αυτόν τον τίτλο.
Η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας μετάλλαξε την κοινωνική φιλοσοφία της Αριστοκρατίας, σε ένα Ολιγαρχικό κοινωνικό σύστημα. Στο σύστημα αυτό η έννοια της αριστοκρατικής ομάδας διοίκησης αντικαταστάθηκε από την έννοια της «ελίτ» η οποία δεν συνεπαγόταν ότι ήταν και αριστοκρατική.
Μέσω αυτής της μετάλλαξης, η οποία δεν ήταν επιβεβλημένη φυσιολογικά, αλλά βίαια, είχαν ήδη τεθεί οι ρίζες της κατάρρευσης του πολιτισμικού πυλώνα της κοινωνικής φιλοσοφίας, εφόσον είχε χαθεί η αυτοσυνέπεια και η συνέχεια βασικών προϋποθέσεων και αρχών λειτουργίας του πολιτισμικού αυτού πυλώνα.
Ο έλεγχος των διοικητικών δομών της κοινωνίας είχε περιέλθει πλέον στα χέρια «ολίγων» αλλά όχι και «αρίστων». Η εξέλιξη αυτή, επειδή εξυπηρετούσε και ωφελούσε τις μωροφιλοδοξίες και τις άκρατες και χωρίς φραγμούς ωφελιμιστικές επιδιώξεις των «ολίγων», αλλά όχι και «αρίστων», παγιώθηκε και διαιωνίστηκε μέχρι τις ημέρες μας.
Η παγίωση όμως μιας κοινωνικής ολιγαρχικής διοικητικής δομής, χωρίς αριστοκρατικά χαρακτηριστικά, δημιούργησαν προβλήματα εφόσον δεν έχαιρε μιας βιωματικής ηθικής και συνειδησιακής αποδοχής από μέρους της κοινωνίας. Η αποδοχή αυτή ήταν αναγκαία προϋπόθεση μιας ειρηνικής αποδοχής, εκ μέρους της κοινωνίας των επιβεβλημένων, τις περισσότερες φορές δια της βίας, ολιγαρχικών ηγεσιών. Για το λόγο αυτό, αντικαταστάθηκε η ανάγκη μιας ηθικής και της συνειδησιακής κοινωνικής αποδοχής, από την αποδοχή της υπεροχής του «υλικού πλούτου».

Η αρχή της κατάρρευσης

Η θέσπιση όμως του κριτηρίου του υλικού πλούτου σε αντικατάσταση του κριτηρίου του «αρίστου» ως κριτηρίου κοινωνικής αποδοχής, αποτέλεσε ένα νέο πλήγμα στις δομές του πραγματιστικού πολιτισμικού ρεύματος της δυτικής Ευρώπης.
Επειδή όμως ήταν προφανής και κατανοητή η αντικοινωνική και ανήθικη δομή αυτού του πολιτεύματος με την, έγινε μια προσπάθεια αλλοίωσης βασικών αρχών και κανόνων λειτουργίας της Θεολογίας και της Επιστήμη, έτσι ώστε να εξυπηρετούν και να καλύπτουν φιλοσοφικά και ιδεολογικά τα συμφέροντα του εκχυδαϊσμένου πλέον πυλώνα της κοινωνικής φιλοσοφίας.
Είναι η εποχή κατά την οποία οι δυτικές χριστιανικές διοικητικές δομές εισάγουν, κατά τα Ιουδαϊκά πρότυπα, κοσμικά χαρακτηριστικά. Ο Χριστιανισμός πλέον γίνεται μιλιταριστικός, βίαιος τρυγητής υλικών αγαθών, ρατσιστικός και εθνικιστικός, σε αντίθεση με όλα τα διδάγματα και τις επιταγές του ιδρυτή του.
Ομοίως η επιστήμη γίνεται υλιστική, ωφελιμιστική και κατευθυνόμενη. Είναι αποδεκτή από την κοινωνική δομή και χρηματοδοτείται μόνο αν εξυπηρετεί τον πόθο των ολίγων για δόξα και υλικό κέρδος.
Όπως γίνεται φανερό από όλα τα προηγούμενα, μια τέτοια κοινωνική διοικητική δομή δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτή από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, εφόσον δεν υπηρετούσε τις βασικές της ανάγκες και δεν κατασίγαζε, αλλά επαύξανε, τους φόβους που ένας πολιτισμός υποτίθεται ότι θα ελαχιστοποιούσε.
Τότε ακριβώς αρχίζει η εποχή της κατάρρευσης των αναπτυχθέντων ολιγαρχικών δομών όπως οι φεουδαρχίες και οι μοναρχίες.

Η μεταμόρφωσης του Ολιγαρχικού συστήματος

Η κατάρρευση αυτή θα μπορούσε να δράσει θετικά στην ανασύνταξη του δυτικού πολιτισμού, αν αποτελούσε την αρχή μιας αυτοκάθαρσής του, και μιας ουσιαστικής επαναφοράς της αρχής των «αρίστων».
Η ευκαιρία όμως χάθηκε λόγω μιας πανέξυπνης μεταμόρφωσης του Ολιγαρχικού συστήματος
Οι καταρρέουσες ολιγαρχικές κοινωνικές δομές επιχείρησαν επιτυχώς μια εκπληκτική πολιτισμική αναδίπλωση. Προκειμένου να διατηρήσουν τον διοικητικό έλεγχο της κοινωνίας, υιοθέτησαν, φαινομενικά και υποκριτικά βέβαια, τη φιλοσοφική αρχή του ιδεαλιστικού πολιτισμικού ρεύματος, την αρχή της «Δημοκρατίας».
Επικαλούμενοι όμως κάποιες ουσιαστικές και πραγματικές κοινωνικές αδυναμίες, η «δημοκρατία» δικαίως αντικαταστάθηκε από την «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» η οποία με την σειρά της έδωσε τη θέση της στην «αντιπροσωπευτική πολυκομματική δημοκρατία».
Είναι αλήθεια ότι όλη αυτή την περίοδο των μεγάλων κοινωνικών αλλαγών, έγιναν φιλότιμες προσπάθειες αλλαγής του φιλοσοφικού και ιδεολογικού προσανατολισμού των διοικητικών δομών του πολιτιστικού πυλώνα. Στόχος αυτής της προσπάθειας ήταν η εφαρμογή της αρχής των «αρίστων», στην επιλογή των «δημοκρατικά» εκλεγομένων αντιπροσώπων.
Στο σημείο αυτό όμως κρυβόταν η παγίδα των ολιγαρχικών δομών. Ποντάροντας στην «ανθρώπινη φύση», επέκτεινε αριθμητικά τον ολιγαρχικό κύκλο συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτόν όλους τους εκάστοτε εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού. Οι εκπρόσωποι αυτοί, περιβάλλονταν με όλα τα ολιγαρχικά προνόμια και γίνονταν δεκτοί στους ολιγαρχικούς κύκλους ως ισότιμοι όσο διαρκούσε η θητεία τους.
Ήταν σχεδόν βέβαιο ότι το πάθος της εξουσίας και του πλούτου, η ηδονή της επιβολής τους στο πλήθος, η λαϊκή αποδοχή που μπορούσαν να αποκομίσουν μέσω της εξυπηρέτησης βασικών αναγκών, μέσω θεμιτών ή αθέμιτων μέσων, θα αλλοτρίωναν ακόμα και τους άριστους μετατρέποντάς τους απλά σε «ολίγους».
Η ύπαρξη κάποιων αδιάφθορων αντιπροσώπων απλά θα αποτελούσε το «άλλοθι» και την προς τα έξω «καλή μαρτυρία» του συστήματος.
Μια τέτοια εξέλιξη βεβαίως παραχάραζε το ουσιαστικό νόημα της δημοκρατίας μετατρέποντάς την σε ένα παράδοξο σύστημα «ολιγαρχικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας».
Ένα τέτοιο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα ικανοποιούσε επιφανειακά το λαϊκό αίσθημα το οποίο αποζητούσε συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, ενώ ουσιαστικά οι αποφάσεις λαμβάνονταν και πάλι από μια διευρυμένη και περιχαρακωμένη ολιγαρχική ομάδα.
Ένας δεύτερος παράγοντας που παρέμεινε αναλλοίωτος στα πλαίσια αυτής της κοινωνικής μετάλλαξης είναι η διατήρηση ως παράγοντα κοινωνικής αξιολόγησης, της ποσότητας και της ποιότητας των υλικών αγαθών. Ο παράγοντας αυτός, όχι μόνο διατηρήθηκε, αλλά συν τω χρόνω αποτέλεσε τη βάση του οικοδομήματος της σχεδιοποιημένης οικονομίας.
Με την αποδοχή αυτού του πολιτικού συστήματος, η σήψη των δομών του πολιτισμού είχε περάσει στην τελευταία και πλέον επώδυνη φάση του, αφού εύκολα πια μετατράπηκε σε έναν οικονομίστικο πολιτισμό

Το πρόβλημα της Οικονομίας

Το οικοδόμημα της οικονομίας εντάσσεται στο πλαίσιο της κοινωνικής συγκρότησης μιας κοινωνίας. Η οικονομία δεν αποτελεί, στο φιλοσοφικό της τουλάχιστον επίπεδο, επιστήμη, παρά μόνο στο μέτρο της χρησιμοποίησης μιας σειράς επιστημονικών ειδικοτήτων όπως της κοινωνιολογίας, των μαθηματικών και της ψυχολογίας.
Η οικονομία, ιδεατά, αποτελεί τον ισχυρό βραχίονα μέσω του οποίου ένα πολιτικό σύστημα, στην πρακτική του έκφραση, στηρίζει τους πολίτες, την επιστήμη και τη θεολογία. Η οικονομική δομή βέβαια πρέπει να διαμορφώνεται και να οριοθετείται από το περιεχόμενο και την επίδραση της εσωτερικής φιλοσοφίας και της επιστημονικής κοσμοθεώρησης ενός λαού. Αν επικυριαρχίσει η οικονομία και τα συστήματά της, πάνω σε κάθε πολιτισμική έκφραση τότε όπως αναφέρει ο καθηγητής της θεολογικής σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών: «Κανένας ηθικός φραγμός, καμιά θρησκευτική απαγόρευση, κανένα θεολογικό όριο δεν μπορούν να αναχαιτίσουν ή να επηρεάσουν την οικονομική δραστηριότητα του ατόμου. Με αυτόν τον τρόπο όμως κινδυνεύει η ιδιωτική πρωτοβουλία να εκφυλιστεί σε ατομική υστεροβουλία. Χάνονται τα όρια ανάμεσα στη ελευθερία και στην αυθαιρεσία, την πρωτοβουλία και την υστεροβουλία, το κέρδος και την κερδοσκοπία».
Στη σημερινή εποχή μάλλον έχουμε φθάσει σε αυτό το τελικό στάδιο πολιτισμικής κατάρρευση.

Κάποιες σκέψεις

Και τώρα τι κάνουμε; Η Ελλάδα ως μητέρα της Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού έχει την υποχρέωση να ζωντανέψει τις αξίες και την ηθική της Δημοκρατίας των Προσωκρατικών.
Όλοι μας θεωρούν φτωχούς, αδύνατους, αλλοτριωμένους από την λάμψη του πρόσκαιρου πλούτου.Μας θεωρούν ανίκανους να χτίζουμε πολιτισμούς . Σε όλους αυτούς απαντάει ο μεγάλος μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης
«Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες, Φίλε μου, όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι Σίδερο, με τι πέτρες, τι αίμα, τι φωτιά, Χτίζουμε, ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!»
Όσο και αν δεν το έχουνε καταλάβει όσοι μας αμφισβητούν, πριν από αυτούς ξαναβρήκαμε μέσα στη φωτιά του πόνου μας την αξία που δημιουργεί πολιτισμούς, την ανθρώπινη αλληλεγγύη. Και όπως μας διηγείται ο μεγάλος Γιάννης Ρίτσος:
«Και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε, τώρα δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη.
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε:
“Τέτοια ποιήματα σου φτιάχνω εκατό την ώρα”.
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο».

Δρ Μάνος Δανέζης

Αστροφυσικός
Μέλος του Σώματος Ομότιμων Καθηγητών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Πηγή: