Όμως η προεκλογική περίοδος δεν
περιορίζεται στις βουλευτικές εκλογές, αφού για το 2019 είναι ήδη
προγραμματισμένες τουλάχιστον δυο ακόμη εκλογικές αναμετρήσεις: οι
Ευρωεκλογές τον Μάϊο και οι αυτοδιοικητικές τον Οκτώβριο, σύμφωνα με το
νομοσχέδιο που προωθείται για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος των
ΟΤΑ.
Ούτε όμως τον Οκτώβριο του 2019 θα κλείσει αυτή η μακρά προεκλογική
μάχη, που είναι προφανές ότι λειτουργεί αρνητικά για το έργο
οποιασδήποτε Κυβέρνησης. Αντίθετα, θα παραμείνει η αβεβαιότητα ως προς
τη διεξαγωγή νέων βουλευτικών εκλογών τον Ιανουάριο του 2020, με αφορμή
την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Μόνη ελπίδα να αποφευχθεί περαιτέρω
παράταση της εκλογικής αβεβαιότητας, που θα προκαλέσει κυβερνητική
παραλυσία, είναι να ξεκινήσει στην παρούσα Βουλή η διαδικασία
αναθεώρησης του Συντάγματος, ώστε να απεμπλακεί η προεδρική εκλογή από
το ενδεχόμενο πρόωρων βουλευτικών εκλογών.
Αυτή τη σκέψη αρκετοί επιφανείς πολιτικοί και αναλυτές την
αποδοκιμάζουν, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι πρόσφορες οι συνθήκες για
μία συνταγματική μεταρρύθμιση. Ωστόσο το αίτημα τροποποίησης μίας σειράς
συνταγματικών ρυθμίσεων που προκαλούν δυσλειτουργίες δεν συνιστά
θεσμική απερισκεψία επειδή προϋποθέτει τη συναίνεση των κοινοβουλευτικών
παικτών στο σημερινό ακραία πολωμένο περιβάλλον. Η λογική ότι με τον
«αντιθεσμικά πολιτευόμενο» αντίπαλο δεν πρέπει να συμφωνούμε ποτέ και σε
τίποτα οδηγεί σε αδιέξοδο. Από την άλλη πλευρά, αν η κυβερνητική
πλειοψηφία αρνηθεί να συμπράξει, θα αποκαλυφθούν τυχόν δεύτερες σκέψεις
της ως προς την εκβιαστική χρήση της προεδρικής εκλογής το 2020.
Οι διαρκείς εκλογικές αναμετρήσεις περιορίζουν την κυβερνησιμότητα,
μπλοκάρουν τις επενδύσεις, την απασχόληση και την ανάκαμψη της
οικονομίας, σε ένα πολιτικό κλίμα όπου αναπόφευκτα θα εντείνεται ο
διχαστικός λόγος. Τι θα κρίνει όμως αυτές τις τρείς (ή ίσως τέσσερις)
εκλογικές μάχες που θα πραγματοποιηθούν τους επόμενους 20 μήνες, χωρίς
να συνυπολογίζουμε το ενδεχόμενο να προκηρυχθεί και δημοψήφισμα για
εθνικό ή άλλο ζήτημα από την παρούσα Κυβέρνηση;
Η απάντηση ξεκινάει από τη διαπίστωση ότι, μετά από οκτώ χρόνια κρίσης,
καταβαράθρωσης του βιοτικού επιπέδου και πολλαπλών διαψεύσεων
προσδοκιών, το ήμισυ των ψηφοφόρων έχει απομακρυνθεί από τις εκλογικές
διαδικασίες και την «επίσημη πολιτική»! Άρα νικητής των εκλογών θα
αναδειχθεί εκείνος πού θα φέρει ένα σημαντικό μέρος των απογοητευμένων
συμπολιτών μας πίσω στις κάλπες και θα δώσει πειστικές απαντήσεις στα
καθημερινά, πιεστικά προβλήματα διαβίωσής τους. Πώς θα επιτευχθεί αυτή η
επιστροφή;
Η οργή και η απογοήτευση δεν έχουν καταλαγιάσει για όσα συνέβησαν από το
2010 μέχρι σήμερα. Ευθύνες αποδίδει μεγάλο μέρος των πολιτών σε όλα τα
κόμματα που άσκησαν κυβερνητική εξουσία. Ασφαλώς αυτό είναι άδικο,
επειδή δεν φέρουν όλοι το ίδιο μερίδιο ευθύνης, ούτε μπορεί να
αμφισβητηθεί ότι έγιναν και σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Όμως οι
αποστασιοποιημένοι συμπολίτες μας αυξάνονται.
Το βέβαιο είναι ότι οι αποστασιοποιημένοι ψηφοφόροι δεν γοητεύονται από
επικοινωνιακές στρατηγικές πόλωσης, παραλληλισμούς με όσα συμβαίνουν
στην Ουγγαρία ή τη Βενεζουέλα και την πρόταξη του αφηγήματος ότι οι μεν
νυν κυβερνώντες είναι «εχθροί των δημοκρατικών θεσμών» (ακόμη και αν
δεχθούμε ότι πράγματι είναι), όπως προβάλει μία πλευρά, οι δε
προηγούμενοι κυβερνώντες «κλέφτες» και «καταχραστές» δημοσίου χρήματος,
όπως ιταμά ισχυρίζεται μία άλλη. Με τέτοιους όρους το παιχνίδι της
επιστροφής στη δημοκρατική και οικονομική ομαλότητα είναι χαμένο.
Τι θα κρίνει τις ερχόμενες εκλογές; |